Είχε όλα τα χαρακτηριστικά τού πιο γνωστού μυθιστορηματικού του ήρωα. Ηταν «φορεάς ζωής, αλήθειας, καλής θέλησης και πίστης». Ο Μπορίς Παστερνάκ έμοιαζε σε πολλά με τον ήρωα του βιβλίου που τον παίδεψε, τον ενέπνευσε, τον δόξασε: τον «Δόκτορα Ζιβάγκο». Ο σπουδαίος Ρώσος ποιητής που τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας στις 23 Οκτωβρίου 1958 μα αναγκάστηκε να μην το αποδεχτεί, είναι μια προσωπικότητα που η πορεία της συμπυκνώνει τις διαδρομές, τα οράματα, τις ελπίδες, τα πισωγυρίσματα, τις διαψεύσεις, τις βαναυσότητες, το ρήμαγμα ψυχών και ανθρώπων στα σκληρά χρόνια της σταλινικής διακυβέρνησης και των διώξεων.
Ο Γάλλος ακαδημαϊκός, Ανρί Τρουαγιά, γνώστης της ρωσικής γλώσσας, μελέτησε πολλές πηγές και άνοιξε πολλά αρχεία, για να δώσει μια συμπυκνωμένη αλλά πλήρη βιογραφία του ποιητή που εν τέλει έγινε γνωστός για τα πεζά του και πάντα πίστευε ότι είχε προδώσει την ποίηση. Μια βιογραφία που έχει τον ρυθμό του παραμυθιού και τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Ενα βιβλίο το οποίο διαβάσαμε και μεταφέρουμε μια περίληψη, με μερικά αποσπάσματα από σημαντικές στιγμές της διαδρομής του Παστερνάκ.
Ο Μπορίς Παστερνάκ άργησε πολύ να αποφασίσει τι θα κάνει όταν μεγαλώσει. Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1890 και μεγάλωσε σε ένα αστικό σπίτι διανοουμένων, με μητέρα πιανίστρια και πατέρα ζωγράφο, που έκανε εικονογραφήσεις στα βιβλία του Τολστόι. Η στιγμή που θυμάται έντονα είναι «ο χειμώνας των δύο θανάτων: του Αντον Ρουμπινστάιν και του Τσαϊκόφσκι. Εκείνη η νύχτα χωρίζει, σαν ορόσημο, τη χωρίς αναμνήσεις παιδική μου ηλικία από την άλλη, τη μεταγενέστερη», έγραφε αργότερα. Είναι τα χρόνια που αρχίζουν οι οικογενειακές μετακομίσεις και ο μικρός Μπορίς αλλάζει φίλους, σχολεία και επιλογές. Ξεκινάει πιάνο, με δάσκαλο τον Αλεξάντρ Σκριάμπιν, αλλά σύντομα το εγκαταλείπει, «αναζητώντας απολαύσεις σε άλλη μορφή της σκέψης: τη φιλοσοφία ή, γιατί όχι, την ποίηση» διαπιστώνει ο Ανρί Τρουαγιά.
Μαστίγιο και ποίηση
Ζει έντονα την «κόκκινη Κυριακή» του 1905 και δέχεται μάλιστα ένα χτύπημα με μαστίγιο από κάποιον κοζάκο. Κι ενώ ο ίδιος είναι ενθουσιασμένος ως έφηβος με το κλίμα αναβρασμού, ο πατέρας του παίρνει την οικογένειά του και αναχωρούν για το Βερολίνο. Εκεί ο νεαρός Μπορίς συναναστρέφεται με το κεντροευρωπαϊκό πνεύμα και διαβάζει για πρώτη φορά στίχους του Αλεξάντρ Μπλοκ. «Δίνει την εντύπωση μιας επανάστασης, λες και οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα και καταποντιζόταν ο θόρυβος που κάνει έξω η ζωή, λες και δεν ήταν ένας άνθρωπος που διηγείται ό,τι συμβαίνει στην πόλη, αλλά η ίδια η πόλη που φανερώνει την ύπαρξή της διά στόματος ανθρώπου», γράφει ο Παστερνάκ.
Οσο μεγαλώνει εξακολουθεί να αναζητεί την κατεύθυνσή του. «Λατρεύει τη μουσική, αλλά αναγνωρίζει πως είναι ανίκανος να τη συνθέσει, θαυμάζει τα περισσότερα φιλοσοφικά ρεύματα και αρνείται να υποστηρίξει κάποιο από αυτά, παθιάζεται με ρυθμούς και λέξεις, αλλά είναι ανίκανος να δουλέψει για εβδομάδες, και μάλιστα για μήνες, να μουντζουρώνει σελίδες επί σελίδων· θεωρεί τον εαυτό του αιώνιο ερασιτέχνη και εντελώς άχρηστο». Με λίγα λόγια, δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει «για να ’ναι αληθινά ο εαυτός του», λέει πάλι ο Τρουαγιά.
Η κοινωνική του τάξη, ο κύκλος της οικογένειάς του αλλά και οι δικές του αναζητήσεις τον φέρνουν σε συχνή επαφή με ανθρώπους των γραμμάτων. Τον Φεβρουάριο του 1913 δίνει μια διάλεξη για τον συμβολισμό και την αθανασία όπου υποστηρίζει ότι «κάθε άνθρωπος που πεθαίνει αφήνει πίσω του ένα κομματάκι από αυτή την αθάνατη κοινή υποκειμενικότητα, η οποία θα βρεθεί πάλι μέσα στον άνθρωπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, και θα τον κάνει να συμμετάσχει στην ιστορία της ανθρωπότητας». Είναι η εποχή της πιο ανησύχης αναζήτησης της δημιουργικής του ταυτότητας. Ενα τυχαίο διάβασμα στίχων του Τιούτσεφ τον οδηγεί στην ποίηση. «Το να γράφω στίχους, να τους καλύπτω με μουντζούρες και να ξαναγράφω αυτό που είχα διαγράψει, ήταν μια βαθιά υπαρξιακή μου ανάγκη και μου χάριζε ασύγκριτη ευχαρίστηση, που έφτανε μέχρι δακρύων». Την ίδια χρονιά βλέπει για πρώτη φορά τυπωμένους στίχους του στο περιοδικό «Λίρικα» στη Μόσχα. Ο ειδήμων του συμβολισμού, Βαλέρι Μπριούσοφ, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Ο πιο αυθεντικός νεόφερτος είναι ο Μπορίς Παστερνάκ».
Από κει και πέρα η ζωή του είναι μέσα στους ποιητές και τους διανοούμενους, μέσα στους ρυθμούς της νέας Ρωσίας που έρχεται. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μέσα στις κόντρες για τη χάραξη των πολύ λεπτών ορίων αισθητικής και καλλιτεχνικής άποψης, γνωρίζει τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ο Παστερνάκ γοητεύεται: «Το κυριότερον σ’ εκείνον ήταν ο ανελέητος αυτοέλεγχος και ένα αίσθημα καθήκοντος που δεν του επέτρεπε να είναι ένας άλλος, λιγότερο ωραίος, λιγότερο πνευματώδης, λιγότερο χαρισματικός».
Βρισκόμαστε ήδη προ των πυλών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο νεαρός Παστερνάκ δεν επιστρατεύεται λόγω ενός παλιού παιδικού τραύματος στο πόδι. Είναι ταυτόχρονα ανακουφισμένος και γεμάτος ενοχές. «Ενώ οι μάχες μαίνονται πέρα από τα σύνορα, προσπαθεί να ζήσει “διαφορετικά” και συνεχίζει να κάνει παρέα με συγγραφείς, μουσικούς, ηθοποιούς για να μιλάει μαζί τους όχι πια για εξωφρενικούς σκοτωμούς που αφανίζουν τον πλανήτη, αλλά για ποίηση, ζωγραφική, μουσική. Αυτή είναι, σκέφτεται, η καλύτερη θεραπεία εναντίον του δηλητηρίου της βίας που κάνει τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας να χάνουν τα λογικά τους», διακρίνει ο βιογράφος του.
Αρχίζει πια να ασχολείται πιο επαγγελματικά με το γράψιμο, σε διάφορες μορφές. Μεταφράζει τη «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ, και αρχίζει να γράφει ένα πεζογράφημα με τον προσωρινό τίτλο «Η πινελιά του Απελλή». Η πρώτη σύγκρουση με το σινάφι γίνεται όταν διαπιστώνει ότι η μετάφρασή του στη «Σπασμένη στάμνα» τροποποιήθηκε χωρίς να ρωτηθεί. Μόνο που τις τροποποιήσεις είχε κάνει ο Μαξίμ Γκόρκι!
«Πάντα αισθανόμουν, γευόμουν την ολότητα καθετί υπαρκτού, το σύνολο καθετί ζωντανού, έμψυχου, που συμβαίνει, που παρουσιάζεται, καθώς και την ίδια την ύπαρξη κι ολόκληρη τη ζωή. Μου άρεσε η όψη κάθε είδους κίνησης, τα ισχυρά, τα δραστικά φαινόμενα, μου αρέσει ν’ αρπάζω τον ευκίνητο κόσμο του οικουμενικού καταιγισμού και να τον αναπαραγάγω... Αυτή είναι ο δικός μου συμβολισμός, έτσι χαρακτηρίζεται η πραγματικότητά μου, η συμμετρία μου σε σχέση με το κλασικό μυθιστόρημα. Έχω περιγράψει χαρακτήρες, καταστάσεις, λεπτομέρειες, ιδιαιτερότητες με απώτερο σκοπό να κλονίσω την ιδέα της σιδερένιας αιτιότητας, της απόλυτης αναγκαιότητας, να παρουσιάσω την πραγματικότητα όπως την είδα πάντοτε και την έζησα, κάτι σαν θέαμα με ενσωματωμένη και κυλιόμενη έμπνευση, (...) κάτι σαν μια παραλλαγή ανάμεσα σε άλλες», έγραφε το 1959 στη Γαλλίδα φίλη του Ζακλίν ντε Πουαγιάρ.
Γνωρίζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα στα μάτια μιας φοιτήτριας με πολιτικά πάθη, της Ελένας Βίνογκραντ, και μαζί της ακούει τους φλογερούς λόγους του Λένιν που μόλις επέστρεψε από την Ευρώπη στη Ρωσία. Και, την ίδια στιγμή, προσπαθεί να χωρέσει και να ερμηνεύσει «τις βιαιοπραγίες που γίνονται στο όνομα του ιερού σκοπού». Μέσα σ’ εκείνο το χάος γνωρίζει τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα και συγκλονίζεται: «Η Τσβετάγιεβα υπήρξε ακριβώς αυτό που ήθελαν να είναι αλλά δεν ήταν όλοι οι υπόλοιποι συμβολιστές μαζί. Εκεί που η λογοτεχνία τους αγωνιζόταν ανίσχυρη σ’ έναν κόσμο τεχνητών σχημάτων και άνευρων αρχαϊσμών, εκείνη υποσκέλιζε ανάλαφρα τις δυσκολίες της αληθινής δημιουργίας. Ηταν μια γυναίκα με αντρίκεια ψυχή, δραστήρια, αποφασιστική, θριαμβεύτρια στη ζωή καθώς και στο έργο της».
Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία: η Οκτωβριανή Επανάσταση, η εκτέλεση του Τσάρου Νικολάου Β΄ και της οικογένειάς του, τα πρώτα δείγματα τρομοκρατίας και ανασφάλειας των πολιτών. Στο «Ανθρωποι και θέσεις» ο Παστερνάκ γράφει για τον Λένιν: «Υπήρξε η ψυχή και η συνείδηση ενός σπανιότατου αξιοπερίεργου: το πρόσωπο και η φωνή μιας μεγάλης ρώσικης, μοναδικής και εκπληκτικής καταιγίδας. Με τον πυρετό της μεγαλοφυΐας, δίχως τον παραμικρό δισταγμό, ανέλαβε την ευθύνη μιας ακολασίας αίματος και σφαγής όπως ο κόσμος δεν είχε δει ποτέ ώς τώρα... Επέτρεψε στη θάλασσα ν’ αφηνιάσει, η λαίλαπα πέρασε με την ευλογία του».
Αρχίζει να τον ενοχλεί ο σφιχτός εναγκαλισμός πολιτικής, επανάστασης και τέχνης. «Δεν καταλάβαινα τον προπαγανδιστικό ζήλο του Μαγιακόφσκι, τον τρόπο με τον οποίο εκείνος και οι σύντροφοί του προσπαθούσαν να καθιερωθούν διά της βίας στην κοινωνική συνείδηση, αυτό το συντεχνιακό πνεύμα, την κοοπερατίβα, την υποταγή στη φωνή της επικαιρότητας», γράφει. Και αργότερα γράφει την περίφημη φράση: «Βάλθηκαν να καλλιεργούν με το έτσι θέλω τη φήμη του Μαγιακόφσκι, όπως άλλοτε το είχαν κάνει με την πατάτα, την εποχή της Αικατερίνης». Οι δύο άντρες χωρίζουν ευγενικά, αλλά ψυχρά.
Στο μεταξύ οι γονείς του και οι αδελφές του εγκαταλείπουν οριστικά τη Ρωσία και πηγαίνουν στη Γερμανία. Δεν τους χωράει πια η χώρα τους και η νέα κατάσταση. Ο Μπορίς αρνείται να τους ακολουθήσει. Αρνείται να ζήσει σε μια χώρα, όπου ο λαός της δεν μιλάει τη γλώσσα στην οποία γράφει τα ποιήματά του. Η ζωή αρχίζει να γίνεται πλέον δύσκολη για τον Μπορίς Παστερνάκ.
«Η ιστορική εικόνα της Ρωσίας»
Ο έρωτας όμως ξαναεμφανίζεται στη ζωή του, στο πρόσωπο της Εβγκένια (Ζένια) Βλαντιμίροβνα Λουριέ, με την οποία θ’ αποκτήσει έναν γιο, τον Εβγκένι. Οι οικογενειακές του υποχρεώσεις δεν καλύπτονται πλέον από τις μεταφράσεις. Εργάζεται ως αρχειοφύλακας στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων. Τον απασχολεί πάντα η οικογένειά του, η κατάσταση της χώρας του, αλλά και ο έρωτας, που τον ξαναβρίσκει στη Ζίνα, τη γυναίκα του φίλου του Χάινριχ Νόουχαους. Οι καβγάδες με τη Ζένια οδηγούν στο διαζύγιο και ο Παστερνάκ παντρεύεται τη Ζίνα Νόουχαους, με την οποία θ’ αποκτήσει επίσης έναν γιο, τον Λιόνια. Στο μεταξύ τα πράγματα αγριεύουν. Ο Λένιν πεθαίνει και τον διαδέχεται ο Στάλιν και η περίοδος των εκκαθαρίσεων, των δικών, των φυλακίσεων και της εξορίας. Ο Παστερνάκ καταφέρνει να κινείται με ευελιξία και ισορροπία τρόμου πάνω στο τεντωμένο σκοινί της υποταγής και της διατήρησης των απόψεών του. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Συχνά αναγκάζεται να υπηρετήσει θέσεις και σκοπούς στους οποίους δεν πιστεύει πια. Η πίεση είναι διαρκής. Αναζητά το αντίδοτο και τη διέξοδο στο γράψιμο. Μόνο που πάλι είναι μπερδεμένος. Η ποιητική μορφή των λέξεων δεν τον ικανοποιεί πια. «Σου έχω ήδη πει πως είχα αρχίσει να γράφω ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Κατά βάθος είναι η πρώτη αληθινή δουλειά μου. Σ’ αυτό θέλω να δώσω την ιστορική εικόνα της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα πέντε χρόνων και, συγχρόνως, να δείξω όλες τις όψεις του σκληρού, θλιβερού και επεξεργασμένου στη λεπτομέρεια θέματός μου, όπως ιδανικά σ’ έναν Ντίκενς ή έναν Ντοστογιέφσκι. Αυτό το έργο θα είναι η έκφραση των απόψεών μου για την τέχνη, το Ευαγγέλιο, τη ζωή του ανθρώπου στην Ιστορία και για πολλά ακόμη θέματα. Το μυθιστόρημα λέγεται μέχρι στιγμής “Αγοράκια και κοριτσάκια”», έγραφε στη φίλη του Ζακλίν ντε Πουαγιάρ.
Το μυθιστόρημα δεν ονομάστηκε τελικά έτσι, αλλά «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και είναι αυτό για χάρη του οποίου ο ίδιος αλλά κυρίως οι κοντινοί του άνθρωποι διώχτηκαν, φυλακίστηκαν και εξευτελίστηκαν. Είναι το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρώτα στην Ιταλία και σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο, σε μετάφραση από το μοναδικό αντίτυπο που είχε στα χέρια του ο εκδότης Φελτρινέλι. Είναι το μυθιστόρημα που έκανε γνωστό στην ιστορία της λογοτεχνίας τον Μπορίς Παστερνάκ, τον έκανε μέρος του Ψυχρού Πολέμου, του χάρισε (κι αμέσως στερήθηκε) ένα Νόμπελ. Είναι το μυθιστόρημα για το οποίο το σοβιετικό υπουργείο Πολιτισμού, το 1956, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ολη η περίοδος της Ιστορίας μας, που καλύπτει το δεύτερο ήμισυ του αιώνα, παρουσιάζεται υπό το πρίσμα του αστικού ατομισμού γεμάτου μνησικακία, για τον οποίο η επανάσταση είναι παράλογη και βάρβαρη οχλοκρατία, ένα χάος, καθώς και η έκφραση μιας γενικευμένης κτηνωδίας».
Ιnfo
Το βιβλίο «Παστερνάκ» του Ανρί Τρουαγιά θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Ολκός» σε μετάφραση Μαρίνας Μέντζου. Επιμέλεια σειράς, Βούλα Λούβρου.
No comments:
Post a Comment