Του Παντελή Μπουκάλα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 7 Oκτωβρίου 2008
Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου: «Υπόθεση Γκράνιν: η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο. Η δίκη της “Επιθεώρησης Τέχνης” το 1959 και η απολογία του Κώστα Κουλουφάκου». Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008, σελ. 363.
Τον Απρίλιο του 1959 εκδίδεται σε διακόσια αντίτυπα η «Ευθύτης οδών», η τρίτη συλλογή του Αρη Αλεξάνδρου, με ποιήματα γραμμένα στις φυλακές της Αίγινας και της Γυάρου στα χρόνια 1954-1958. Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος είναι «Εισήγηση», και μάλιστα μια εισήγηση «a la maniere der Jdanof», σύμφωνα με τη σχετλιαστική σημείωση του ποιητή, κάτι σαν μότο που τίθεται πριν από τους στίχους· μέλος του Π. Γ. του ΚΚΣΕ του Αντρέι Ζντάνοφ, με την αρμοδιότητα να υλοποιήσει την «πολιτιστική πολιτική» του Στάλιν, στο λόγο του «Για την Τέχνη», το 1946, κηρύσσει την υποχρέωση της λογοτεχνίας να υμνεί ως ιδεώδη τη «σοσιαλιστική κοινωνία» και να κατασκευάζει αποκλειστικά «θετικούς ήρωες», θέτει δε εκτός τέχνης (και κατ’ ουσίαν εκτός νόμου) τους «πεσιμιστές», τους «φορμαλιστές», τους «παρακμιακούς» και κάθε λογής ανορθόδοξους και αντικανονικούς.
Αλλά ας ακούσουμε καλύτερα τους δύο πρώτους και τους τρεις τελευταίους στίχους του ποιήματος του Αλεξάνδρου, οι οποίοι, έτσι όπως επαναλαμβάνονται, φαίνεται σαν να σχηματίζουν πνιγηρό βρόχο: «και κατά συνέπεια η ποίηση / είναι μια υπόθεση αντικοινωνική. [...] Η ποίηση λοιπόν είναι μια υπόθεση αντικοινωνική. / Το κόμμα οι οργανώσεις κυρίως η αγκιτπρόπ / έχουν καθήκον να». Ακριβώς επειδή δεν προσδιορίζεται αυστηρά το «καθήκον» αλλά αφήνεται να καλύπτει τα πάντα, έτσι όπως μένει ανοιχτό αυτό το «να», ο βρόχος γίνεται ασφυκτικότερος.
Εναν-δυο μήνες πριν από την έκδοση της συλλογής του Αλεξάνδρου, και συγκεκριμένα στο τεύχος Φεβρουαρίου-Μαρτίου του 1959, η «Επιθεώρηση Τέχνης», το σπουδαίο περιοδικό της Αριστεράς που εκδιδόταν από το 1954 έως το 1967, δημοσιεύει το διήγημα «Η σιωπή» του Ντανιήλ Γκράνιν, μεταφρασμένο από τον Μανόλη Φουρτούνη. Η βαθύτατη ενόχληση της ηγεσίας της ΕΔΑ οδηγεί, τον Μάιο και τον Ιούνιο του ίδιου έτους, σε μια κομματική δίκη υπό τη σκιά ακριβώς του Ζντάντοφ· ο ίδιος ο αρχισοσιαλρεαλιστής ήταν πια νεκρός αλλά το δόγμα του θριάμβευε παντού, όχι μόνο στην ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στους κατηγόρους που απάρτιζαν το έκτακτο κομματοδικείο ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος (αργότερα αποδέχτηκε ότι «είχε κάνει λάθος»), ο Μάρκος Αυγέρης και ο Δημήτρης Φωτιάδης (οι επιθετικότεροι όλων), ο Θέμος Κορνάρος και ο Γιάννης Ρίτσος. Κατηγορούμενοι, από την πλευρά της «Επιθεώρησης Τέχνης», ο Τίτος Πατρίκιος, ο Κώστας Κουλουφάκος, ο Μανόλης Φουρτούνης και ο Κώστας Πορφύρης· ο «συνεργός» Δημήτρης Ραυτόπουλος δικάζεται ερήμην. Μετά τη δίκη η συντακτική επιτροπή υποβάλλει την παραίτησή της, ο Ραυτόπουλος και ο Φουρτούνης απομακρύνονται, ενώ ο Κώστας Κουλουφάκος («ο πιο αναρχικός και συγχρόνως ο πιο πιστός στο Κόμμα» κατά τον Φουρτούνη) αναλαμβάνει να παραδώσει μια έγγραφη «απολογία».
Ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και εκδότης ο Κώστας Κουλουφάκος, είχε σταλεί το 1941 από τους Ιταλούς κατακτητές στις φυλακές του Σπολέτο λόγω της αντιστασιακής του δράσης, δραπέτευσε το 1943, διέφυγε στην Αίγυπτο, συμμετείχε στο κίνημα της Μέσης Ανατολής, εξορίστηκε το 1948 και έκανε την «αναμορφωτική» του θητεία στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, ενώ η χούντα τον εκτόπισε στη Γυάρο). Την «απολογία του ή «απανταχούσα» τού 1959 ανασύρει τώρα όχι απλώς από την αφάνεια, αλλά από το χώρο του απορρήτου η Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου (γεν. 1966) και την προτείνει σαν αυθεντικό υλικό για την αναψηλάφηση μιας δίκης που σήμερα ενδέχεται να μοιάζει αδιανόητη. Καθόλου περιττή πάντως δεν είναι μια κάποια αναψηλάφηση, όσο εξακολουθούν να υπάρχουν κομματικοί μηχανισμοί που θρησκεύονται στο όνομα του Ιωσήφ (όχι του βιβλικού προφήτη αλλά του θεϊκού Πατερούλη) κι όσο οι αυθεντίες της επαναστατικής ορθότητας εξακολουθούν να εκτοξεύουν τα βαριά μέτρα και σταθμά τους εναντίον των ανορθοδόξων, έχοντας στο αίμα τους «το πρέπον ποσοστό της σταλινίνης», για να θυμηθούμε και πάλι την «Ευθύτητα οδών» του αποφασισμένα αιρετικού Αρη Αλεξάνδρου.
Με σπουδές σλαβικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης η ερευνήτρια, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, προτάσσει εκτενέστατη εισαγωγή όπου εξετάζει την πρόσληψη της σοβιετικής λογοτεχνίας (και της συναφούς «ιδεολογίας», πάντοτε παραδειγματικής και κανονιστικής) στην Ελλάδα στο χρονικό διάστημα 1946-1959. Πέρα από την αναδίφηση στη διευρυνόμενη τον τελευταίο καιρό σχετική βιβλιογραφία, δεν παρέλειψε να αναζητήσει και να συναντήσει τους μάρτυρες που θα μπορούσαν να προσφέρουν διαφωτιστικό υλικό για τη δίκη του 1959, δίκη της λογοτεχνίας και της κριτικής. Αξονας του βιβλίου είναι το πρωτοδημοσιευόμενο ύστερα από μισόν αιώνα απολογητικό υπόμνημα του Κώστα Κουλουφάκου, ενώ αναπαράγεται, στην τοτινή του μετάφραση, το «σοβιετικό διήγημα» του Γκράνιν, «Η σιωπή», η δημοσίευση του οποίου στη Μόσχα είχε εξοργίσει τον Χρουστσόφ, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας του να βρεθεί στην απομόνωση, εκδοτικά αποκλεισμένος επί τρία ολόκληρα χρόνια· άλλοι βέβαια είχαν πληρώσει βαρύτερα τη λογοτεχνική τους ανταρσία, ακόμα και με τη ζωή τους.
Τι το ενοχλητικό είχε το διήγημα του Γκράνιν; Την ελευθεροστομία του, τη διεκδίκηση του απλού δικαιώματος των ανθρώπων, έστω ως λογοτεχνικών ηρώων, να λένε τώρα την αλήθεια, αυτή που θεωρούν αλήθεια, να μην πορεύονται από συνειδησιακό συμβιβασμό σε συμβιβασμό φοβούμενοι τους γραφειοκράτες, τους υπουργούς, το κόμμα. «Με πόση χαρά θα ’στελνε στο διάολο κάθε υπολογισμό, κάθε προφύλαξη, για να πει ανοιχτά αυτό που σκεφτόταν. Μα τα χείλη του παρέμεναν σφιγμένα» διαβάζουμε στο διήγημα την εσωτερική και πάντοτε άρρητη σκέψη του προϊσταμένου, του Μινάγιεφ. Σήμερα γράφω αυτό που θέλετε σεις, για να γράψω μια μέρα αυτό που θέλω εγώ», του λέει ο υφιστάμενός του, ο «ξεροκέφαλος, παράξενος κι επικίνδυνος» Ολκόφσκι, που μαθαίνει κι αυτός, παραδειγματιζόμενος, να σιωπά.
Για να υπερασπίσει το δικαίωμα της «Επιθεώρησης Τέχνης» να δημοσιεύσει τη «Σιωπή», ο Κουλουφάκος αναιρεί ένα προς ένα τα επιχειρήματα των κατηγόρων και στοιχειοθετεί, χωρίς υψηγορία και ρητορικά στολίδια πάντως και χωρίς το σκοπό της ανταρσίας, έναν ύμνο στη λογοτεχνία και την κριτική σκέψη. Μιλώντας με τη γλώσσα των αντιδίκων του, εξηγεί ότι δεν θεωρεί το διήγημα αυτό «παρασιώπηση των επιτευγμάτων του σοσιαλισμού» αλλά «επίτευγμά του» · προφανώς έχει άλλους είδους σοσιαλισμό κατά νου, τον απελευθερωτικό και ελεύθερο, όχι τον δογματικό και καταναγκαστικό που επιφυλάσσει λογοκρισία, δίκες και καταδίκες για όσους δεν βλέπουν αυτό που πρέπει να δουν αλλά αυτό που όντως συμβαίνει.
«Ο προοδευτικός συγγραφέας που κάνει σοσιαλιστικό ρεαλισμό είναι υποχρεωμένος να δίνει όχι μόνο την πραγματικότητα όπως είναι αλλά και την πραγματικότητα όπως πρέπει να είναι», είχε κωδικοποιήσει την άποψή του ο Γιάννης Ρίτσος, κατά την ενδοκομματική δίκη. Απάντηση σ’ αυτή την υπεράσπιση της αυτολογοκρισίας δεν έδωσε μόνο ο Κώστας Κουλουφάκος αλλά και ο ίδιος ο Ρίτσος, πολύ αργότερα όμως, με ποιήματά του που δεν δημοσιεύτηκαν παρά μετά το θάνατό του, κι ενώ είχε πια υποστεί και αυτός τις επιθέσεις της κομματικής λογοτεχνικής ορθοδοξίας για τα πεζά του. Αρκούν εδώ οι εξής αυτοκριτικοί στίχοι του Ρίτσου που γράφτηκαν το 1977 αλλά τυπώθηκαν μόλις πέρυσι, στον 14ο τόμο των Απάντων του: «Μεγάλη δυσκολία / το πλάσιμο / των θετικών ηρώων - / όταν αφήσουν χάμου / τις σημαίες / δεν ξέρουν πια / τι να κάνουν τα χέρια τους / ούτε κι εκεί - καλύτερα λοιπόν / καθόλου να μη γίνουν / τ’ αποκαλυπτήρια / αυτού του αγάλματος / και του ποιήματος αυτού».
No comments:
Post a Comment