Ο Ιρλανδός συγγραφέας μιλάει για την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με το ιερό, για την ανάγκη να νιώσει κανείς το δέος
- Του Ηλια Μαγκλινη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 23 Mαϊου 2010
- Το είχε τάμα ο Ιρλανδός Τζον Μπάνβιλ, την επόμενη φορά που θα ερχόταν στην Ελλάδα να επισκεφθεί τους Δελφούς. Το έκανε, την επομένη της διάλεξής του στο Μέγαρο Μουσικής (13 Μαΐου). Μόνο που δεν πήγε μόνος αλλά μαζί μας, και με τη μεταφράστριά του, την Τόνια Κοβαλένκο, και τον φωτογράφο μας, τον Νίκο Κοκκαλιά.
- Τιμημένος με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Μεγάλης Βρετανίας, το βραβείο Μπούκερ το 2005, για το μυθιστόρημά του «Η θάλασσα», ο 65χρονος σήμερα Τζον Μπάνβιλ ξεχωρίζει ως συγγραφέας που σκύβει με δέος πάνω από τις μεγάλες, οδυνηρές απορίες του ανθρώπου: ταυτότητα, μνήμη, θάνατος, έρωτας, απώλεια, μοναξιά - μερικά από τα μοτίβα που διατρέχουν το έργο του.
- Βρεθήκαμε να ανηφορίζουμε καταμεσήμερο της Παρασκευής στον υποβλητικό αρχαιολογικό χώρο, με τον ήλιο κυκλοδίωκτο να μας αφανίζει ανελέητα. Παίρνουμε μιαν ανάσα στη σκιά ενός δέντρου, απέναντι από το ιερό του Απόλλωνα. Ο βόρειος Μπάνβιλ φορά ριγέ πουκάμισο, στρογγυλά γυαλιά ηλίου κι ένα ψαθάκι.
Συμβουλές από την Πυθία
- «Γιατί τέτοιο πάθος με τους Δελφούς;» τον ρωτώ. «Επρεπε να συμβουλευθώ την Πυθία», αποκρίνεται χαμογελώντας με νόημα.
- Δεν του το είπα εκείνη τη στιγμή, ίσως όμως και να το γνωρίζει, αλλά ο συχνότερος λόγος για τον οποίο οι αρχαίες κοινότητες έρχονταν στο μαντείο των Δελφών ήταν για να τους αποκαλύψει για ποιες αμαρτίες μαστίζονται από λοιμό. Από ποιο εσωτερικό, συμβολικό λοιμό μαστίζεται αυτός ο ευγενής μα βαρύς Ιρλανδός; Ισως να έχει να κάνει με συγγραφικούς πόνους που, στην περίπτωση του Μπάνβιλ, αφορούν την αρχαία Ελλάδα: το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Απειροι κόσμοι», είναι η ιστορία ενός ετοιμοθάνατου ο οποίος, εκτός από τους συγγενείς του, στο νεκροκρέβατό του περιστοιχίζεται από τους αόρατους αρχαίους θεούς, ενώ το βιβλίο που ετοιμάζει τιτλοφορείται, όπως μας είπε, «Περσεφόνη». «Σε δύο χρόνια θα το έχω τελειώσει».
- Αλλά δεν είναι ακριβώς η βάσανος της γραφής που έφερε τον Τζον Μπάνβιλ στους Δελφούς. Είναι κάτι ευρύτερο, πιο καθημερινό και γι’ αυτό πιο βαθύ. Το αποκαλύπτει μόνος του λίγο μετά, όταν τον καταλαμβάνει μια διάθεση εξομολογητική. «Ενα τέτοιο τόπο όπως οι Δελφοί, δεν είναι δυνατόν να μην θέλει κάποιος να τον επισκεφθεί. Ενα μέρος στο οποίο το παρελθόν εισβάλλει από παντού. Ολο αυτό το μυστηριακό φορτίο που κρύβει».
- Παράξενο. Λίγα λεπτά πριν, το αυτί μου είχε αρπάξει μια κουβέντα ανάμεσα στην Τόνια και τον Μπάνβιλ. Ακουσα μόνο την απάντησή του. «Οχι, δεν πιστεύω στον Θεό ούτε στη μετά θάνατο ζωή. Πιστεύω ότι είμαστε μόνον εμείς, εμείς και αυτές οι πέτρες». Οσο κι αν συμφωνούσα μαζί του, διέκρινα κάτι απόλυτο στον λόγο του, έναν δογματισμό που πήρε ο ίδιος να κλαδεύει όταν ξαποστάσαμε στη σκιά, όταν έγινε εξομολογητικός και άμεσος.
- Λες και κάποιος αόρατος σκηνοθέτης γύριζε ταινία: οι ομάδες των τουριστών και των λαλίστατων ξεναγών εξαφανίζονται για λίγα λεπτά και το λουσμένο στο φως τοπίο ολόγυρα αποκτά κάτι απρόσμενα μυστηριακό. «Αυτό που αισθάνομαι εδώ, τώρα», λέει ο Ιρλανδός συγγραφέας, «το έχω ξανανιώσει ελάχιστες φορές στη ζωή μου. Μία ήταν στον αρχαίο ναό της Εγέστας, στη βορειοδυτική Σικελία. Ηταν απόγευμα και ταξιδεύαμε με τη γυναίκα μου, με το αυτοκίνητο. Σταματήσαμε και βγήκαμε έξω για λίγο. Ηταν κάτι το τρομακτικό. Αυτή η αίσθηση του εξωπραγματικού. Οπως και σ’ ένα παμπάλαιο πηγάδι στο αγρόκτημα φίλων στην Ιρλανδία, από την εποχή των Δρυίδων» (το «ιερό πηγάδι» που κάνει την εμφάνισή του και στο μυθιστόρημα «Απειροι κόσμοι»).
- «Οταν έχασα τη μητέρα μου», συνεχίζει ο Μπάνβιλ, «λίγη ώρα μετά στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου της όταν ένιωσα για μια στιγμή κάτι να περνάει από πίσω μου. Θα ορκιζόμουν ότι ήταν εκείνη. Δε λέω ότι ήταν, απλώς τι αισθάνθηκα». «Φοβήθηκες;» ρωτάει η Τόνια. «Ηταν ανατριχιαστικό. Το αστείο είναι ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια από τον θάνατο της μητέρας μου, δεν την έχω κλάψει ούτε μια φορά. Οταν όμως ένα βράδυ με φιλοξένησε ένα φιλικό ζευγάρι στο σπίτι του, ονειρεύτηκα ότι έκλαιγα με λυγμούς κι εκείνη ήταν εκεί, μαζί μου. Διηγήθηκα το όνειρο στην οικοδέσποινα και το βρήκε πολύ φυσικό: είχα κοιμηθεί στο ντιβάνι όπου ξαπλώνουν οι ασθενείς του συζύγου της, ο οποίος είναι ψυχοθεραπευτής και μάλιστα γιουνγκιανός!»
- Γέλια. Και μετά σιωπή πάλι. Καθώς προχωράμε, ρωτάω τον Μπάνβιλ αν έχει υπόψη του μια κλασική σήμερα μελέτη, το «Οι Ελληνες και το παράλογο» του Ιρλανδού φιλολόγου E. R. Dodds. «Φυσικά!», απαντά αμέσως. «Ενα από τα πιο συναρπαστικά βιβλία που έχω διαβάσει». Αντιγράφω από το βιβλίο του Dodds: «Οι Ελληνες πίστευαν στο Μαντείο τους, όχι διότι ήσαν δεισιδαίμονες και μωροί, αλλά επειδή τους χρειαζόταν αυτή η πίστη».
- Περί πίστης λοιπόν ο λόγος. «Δεν ξέρω», λέει σκεφτικός. «Ισως όλ’ αυτά είναι πράγματα που τα νιώθεις διότι θέλεις απλώς να τα νιώσεις. Γι’ αυτό ήθελα να έρθω στους Δελφούς. Είναι αυτή η αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με το ιερό, ανεξάρτητα από το αν πιστεύεις ή όχι. Η ανάγκη να νιώσεις το δέος».
- Ανθρωπος ορθογώνιος κατά τα άλλα, πειθαρχημένος στη δουλειά του, δεινός αναγνώστης επιστημονικών κειμένων (εξ ου και η περίφημη μυθιστορηματική τριλογία του για τον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Νεύτωνα), ο Ιρλανδός συγγραφέας αφήνει τελικά ένα παράθυρο ανοιχτό σε όλα τα ανεξήγητα. «Ακόμα και οι φυσικοί λένε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι μια πολύ λεπτή γραμμή, πολύ περιορισμένη, ειδικά η αίσθηση που έχουμε από τον χρόνο. Ο χρόνος είναι κάτι πολύ μυστήριο. Η μνήμη επίσης. Πότε ξέρουμε αν μια στιγμή έχει πάψει να είναι παρόν κι έχει γίνει παρελθόν; Μια θεωρία λέει ότι το γεγονός που θυμάσαι δεν είναι ποτέ αυτό που ήταν ακριβώς αλλά ένα μοντέλο που έχεις φτιάξει στο κεφάλι σου. Κάτι ιδεατό, κάτι που διαμορφώνεις εσύ ο ίδιος».
Το «πραγματικό»
- Ολο αυτό βέβαια ταιριάζει γάντι με τη μυθοπλασία του Μπάνβιλ, που ανατέμνει αυτό που ορίζουμε συνήθως ως «πραγματικό», από τον εαυτό μας και τους γύρω μας έως την Ιστορία και την επιστήμη, μα και όλα όσα δεν αντιλαμβανόμαστε απαραίτητα με τις αισθήσεις, όσα δεν ζήσαμε ποτέ αλλά που τα ονειρευτήκαμε, που κλάψαμε βουβά για την τόσο πραγματική, οδυνηρή απουσία τους.
- «Στα φαντάσματα πάντως δεν πιστεύεις», τον ρωτάω μετά, «παρότι Ιρλανδός». Σκέφτεται πριν απαντήσει. «Οχι... δεν ξέρω... Οι Ιρλανδοί πιστεύουμε σε αυτά τα πράγματα, διότι είμαστε πρωτόγονοι άνθρωποι κατά βάθος. Στην περίφημη μάχη του Κίνσεϊλ, το 1601, οι Αγγλοι διέλυσαν την ιρλανδική άρχουσα τάξη υπό τους πανηγυρισμούς των αγροτών Ιρλανδών, διότι αυτοί οι αριστοκράτες ήταν που τους έπιναν το αίμα. Είμαστε όλοι σήμερα απόγονοι εκείνων των αγροτών παγανιστών, οπότε…».
- Ανεβαίνουμε στο αρχαίο θέατρο. Κάθε τόσο ο Μπάνβιλ σταματά για να χαζέψει τα σκαλισμένα αναθήματα πάνω στις πέτρες. «Οι λέξεις τους επιζούν έως σήμερα», σχολιάζει. «Δεν είναι τρομερό; Ολο αυτό το παρελθόν είναι εδώ ακόμα. Πού είναι όμως ο περίφημος ομφαλός;» Ρωτάει ενθουσιασμένος, προφέροντας την αρχαία λέξη. «Στο μουσείο», ακούγεται ο πιο ενημερωμένος απ’ όλους μας Νίκος Κοκκαλιάς.
- Μέσα στο μουσείο, ο Μπάνβιλ παρατηρεί τα πάντα: τους δύο Κούρους, τη Σφίγγα, τον Ηνίοχο και, βέβαια, τα τρία τμήματα του ομφαλού. Εντυπωσιάζεται με έναν εντελώς δικό του, προσωπικό τρόπο, όχι με τον τρόπο του τουρίστα ή του ξένου που συναρπάζεται ακαδημαϊκά, εγκυκλοπαιδικά από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Κάπως έτσι είναι το προσκύνημα ενός Κέλτη στην αρχαία Μεσόγειο.
Πληρώνουμε όλοι τη Lehman Brothers
- Ιρλανδός γαρ, ο Τζον Μπάνβιλ είναι γερό ποτήρι – αν και μονίμως νηφάλιος. Αγαπάει το κόκκινο κρασί (τίμησε ένα αγιωργίτικο σε ένα εστιατόριο στους Δελφούς με εκπληκτική θέα και άθλιο φαγητό, οπότε και μας μίλησε για το πόσο πολιτικοποιημένα είναι τα βραβεία Νομπέλ). «Αν γίνει κάτι τρομερό και φοβερό στην ιρλανδική πολιτική», χαριτολογούσε, «έχω καλές πιθανότητες να το πάρω. Αφήστε που με την ελληνική κρίση, μπορεί και να το πάρει Ελληνας την επόμενη φορά».
- Μιας και η κουβέντα πήγε στην οικονομική ύφεση, μας μίλησε για την κρίση που χτύπησε την Ιρλανδία το 2008. «Τη δεκαετία του ’80 υπήρχε τρομερή φτώχεια, στα ’90s ανακαλύψαμε την ευμάρεια. Κοντά στο σπίτι μου έμενε ένας χειροπράκτης, ο οποίος έβγαλε τόσο πολλά χρήματα που αγόρασε ειδικό ελικόπτερο για να μεταφέρει τη Ρολς Ρόις του. Δεν είναι εξωφρενικό, χυδαίο; Φυσικά, έχασε τα πάντα. Η καταστροφή των Ιρλανδών ήταν η Lehman Brothers. Αυτήν πληρώνουμε».
Μυθιστορήματα, θεατρικά και πολλά βραβεία
- Ο Τζον Μπάνβιλ γεννήθηκε στο Ουέξφορντ της Ιρλανδίας το 1945. Δεν φοίτησε σε πανεπιστήμιο, μέγα σφάλμα παραδέχεται σήμερα, διότι ήθελε τόσο πολύ να εγκαταλείψει την πατρική εστία, οπότε εργάστηκε στις ιρλανδικές αερογραμμές, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδέψει στο κόσμο – και στην Ελλάδα. Εζησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ (στο διάστημα αυτό γνωρίστηκε με την κατοπινή σύζυγό του, την Αμερικανίδα Τζάνετ Ντάναμ) και όταν επέστρεψε στα πάτρια έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Irish Times. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος για περίπου τριάντα πέντε χρόνια. Είναι τακτικός συνεργάτης της αμερικανικής επιθεώρησης The New York Review of Books.
- Εχει γράψει δεκαοκτώ μυθιστορήματα, έξι θεατρικά έργα και τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ. Εκτός από το βραβείο Μπούκερ, έχει τιμηθεί και με άλλα σημαντικά βραβεία, μεταξύ αυτών το βραβείο της εφημερίδας Guardian. Ζει στο Δουβλίνο.
- Στη χώρα μας, τα περισσότερα βιβλία του Τζον Μπάνβιλ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη («Η θάλασσα», το «Σάβανο», οι «Απειροι κόσμοι», «Ο αδιάφθορος», «Η έκλειψη» κ. ά.), ενώ η επιστημονική μυθιστορηματική τριλογία του «Δόκτορ Κοπέρνικος», «Κέπλερ» και «Η επιστολή του Νεύτωνα: ένα ιντερλούδιο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
No comments:
Post a Comment