- Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 14 Μαΐου 2010
Με τον συγγραφέα του αποψινού βιβλίου γνωριστήκαμε τυχαία. Μολονότι πιστεύω ότι την τύχη την προκαλούμε και την καθοδηγούμε εμείς οι ίδιοι. Ηταν ένα βράδυ στη Φωκίωνος Νέγρη. Καλοκαίρι προς φθινόπωρο, πριν από λίγα χρόνια.
Εκοβα βόλτες αναποφάσιστος να πάρω ή να μην πάρω ταξί για να πάω στην Κηφισιά, όπου κατοικοεδρεύουμε με τη Λιλή τους θερινούς μήνες, όταν η Αθήνα με την ατμόσφαιρά της και τους καύσωνες μας διώχνει από το κέντρο. Καθυστερούσα να πάρω και τσιγάρα. Θα πρέπει να ήμουν βαρύς και λυπημένος, για να παραλλάξω τον τίτλο μιας νουβέλας φίλου συγγραφέα, που ξέρω ότι αρέσει και στον τιμώμενο απόψε. Πάνω στην ώρα που αγόραζα τσιγάρα από ένα περίπτερο πολύ κοντά στο σπίτι μου της Κυψέλης, με πλησιάζει ένας νέος άντρας γύρω στα 35 με 40, καστανός, στρογγυλοπρόσωπος, καλοκαμωμένος και μου ζητάει μια πληροφορία. «Πού είναι η Αγίας Ζώνης, ξέρετε;», μου λέει κάπως κομπιαστά. Οι άνθρωποι που σου ζητάνε νυχτιάτικα πληροφορίες σπάνια είναι ανιδιοτελείς. Τον κοίταζα καχύποπτα κι ας μη φαινόταν ύποπτος. «Να εκεί, ο πεζόδρομος που βλέπετε», και του έδειξα με το δάχτυλο, διότι δεν απείχαμε παρά μερικά μέτρα. «Α, σας ευχαριστώ πολύ», μου είπε κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Ξέρετε, μένει ένας φίλος μου σ' αυτόν τον δρόμο και τον γυρεύω», βιάστηκε να δικαιολογηθεί παρατείνοντας τη συνομιλία. Κάποια καινούρια γνωριμία επιδιώκει, σκέφτηκα και, με τη δεδομένη διαφορά ηλικίας μεταξύ μας, μάλλον κολακεύτηκα. Κατά περίεργο τρόπο φαινόταν όμως κολακευμένος ο ίδιος. Και όπως αργοπορούσαμε αναποφάσιστοι και οι δύο, τον ακούω να μου λέει: «Είσαστε ο γνωστός...». Κόμπιασμα. «...θέλω να πω ο...». Ηξερα τη συνέχεια. Δεν ξέρω αν αυτό μου άρεσε ή αν, αντιθέτως, με απομάκρυνε. Η ανωνυμία τις νύχτες είναι γλυκιά. Οπως τη μέρα είναι επίσης γλυκιά η επωνυμία. Ιδίως όταν πρόκειται για γιατρούς που μπορεί να σου θεραπεύσουν το σώμα ή για ανθρώπους της εφορίας που μπορεί να σου θεραπεύσουν την τσέπη. «Ναι», του αποκρίθηκα, «είμαι αυτός που νομίζετε». Αναψε τσιγάρο και πήγε να μου προσφέρει. «Καπνίζω απ' τα δικά μου», του είπα. Σταθήκαμε λίγο ακόμα μες στους καπνούς των τσιγάρων μας και στους ατμούς της υγρασίας που ενέτειναν τη ζέστη. Μου συστήθηκε ότι ήταν αρχιτέκτονας και από τις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε κατάλαβα ότι διάβαζε λογοτεχνία. Με ρώτησε πού πηγαίνω κι εγώ του είπα: «Με περιμένει η οικογένειά μου». Λες κι εκτός από τη Λιλή με περίμενε κι ένα τσούρμο παιδιά. Με κοίταξε σαν να μη με πολυπίστευε. Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο φίλος του, ένας λιγνός, κάπως μαυριδερός τριαντάρης, Αλβανός όπως έμαθα εκ των υστέρων, που έγραφε λογοτεχνία. «Εμείς πάμε για φαγητό», μου είπε ο Ελληνας, «αν μπορείτε κι έχετε κέφι, μας κάνετε παρέα». Και μου έδωσε τον αριθμό του κινητού του. Απομακρύνθηκαν κι εγώ περίεργος όπως είμαι και μέσα στην αναποφασιστικότητά μου να πάρω ή να μην πάρω ταξί, να πάω ή να μην πάω μαζί τους -άλλο που δεν ήθελα-, σχημάτισα τον αριθμό που μου έδωσε. Σε κάνα δεκάλεπτο σμίξαμε πάλι σ' ένα μικρό μαγέρικο κάπου εκεί στη Φωκίωνος, έξω στα τραπεζάκια.
Αυτός είναι ο πρόλογος της φιλίας μου με τον Νίκο Βουδούρη. Προς στιγμήν είχα ελπίσει ότι απέκτησα έναν καινούριο φίλο ο οποίος δεν έγραφε, αλλά περιοριζόταν στον καθόλου ευκαταφρόνητο ρόλο τού αναγνώστη. Διαψεύστηκα. Στην πορεία άρχισε να μου εμπιστεύεται διάφορα μικρά κείμενα, διηγήματα ή πεζογραφήματα. Η ποιότητά τους νίκησε την αρχική δυσπιστία μου. Τον ενεθάρρυνα, λοιπόν, να δημοσιεύσει. Χωρίς να τον βοηθήσω στο ελάχιστο, βρήκε εκδότη μόνος του.
Αυτό που κάνει εντύπωση σε μια πρώτη ανάγνωση είναι η ωριμότητα που αποπνέουν τα κείμενα αυτά, σαν να μην έχουμε να κάνουμε μ' έναν πρωτοεμφανιζόμενο, αλλά μ' έναν πεζογράφο με κατακτημένα ήδη τα εκφραστικά του μέσα. Είναι διηγήματα ολιγοσέλιδα τα περισσότερα, που μερικά ξανοίγονται με διάθεση να γίνουν νουβέλες, με στρωτή γλώσσα, που παράλληλα με την προφορικότητά τους δείχνουν έναν άνθρωπο που ξέρει να γράφει ελληνικά. Καλά ελληνικά, βέβαια, γράφουν πολλοί, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και συγγραφείς. Η γλώσσα του Βουδούρη είναι προσωπική, από τη διαλογή των λέξεων ώς τη σύνταξή τους. Πηγάζει από την ανάγκη των ίδιων των ηρώων του, που είναι άνθρωποι μοναχικοί, πολλές φορές απελπισμένοι και αντικοινωνικοί. Δεν είναι αποτέλεσμα γραφείου και εγκεφαλικής κατασκευής, υπάρχει ζωή και κάτι αυθεντικό.
Είναι μια γλώσσα σωματική. Ο άνθρωπος που τη γράφει δεν το κάνει από φιλοδοξία να δει το όνομά του τυπωμένο. Υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι και οι εκδοτικοί οίκοι κατακλύζονται από χειρόγραφα ανθρώπων -στον Κέδρο το ξέρουμε καλά- που νομίζουν ότι τα εσώψυχά τους και οι περιπέτειες της ζωής τους μπορεί να ενδιαφέρουν και τρίτους. Παλιά υπήρχε πληθώρα ποιητών, σήμερα υπάρχει πλησμονή υποψήφιων πεζογράφων. Το θέλει, φαίνεται, η αντιποιητική εποχή μας. Μόνο που το να γράφεις πεζό προϋποθέτει μια ψυχή ποιητή.
Συζητώντας στην πορεία με τον Βουδούρη, διαπίστωσα πόσο καλό μάτι και αυτί έχει με τη λογοτεχνία. Και πόσο αδηφάγος αναγνώστης είναι της ελληνικής γραμματείας. Καθόλου σαν μερικούς που διαγράφουν τους Ελληνες, ιδίως τους παλαιότερους, και ασχολούνται αποκλειστικά με ξένους. Η λογοτεχνία που αρέσει στον αποψινό συγγραφέα μας περιλαμβάνει τον Βιζυηνό, τον Μητσάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Ιωάννου. Αναφέρω μόνο μερικά ονόματα. Φυσικά, παρακολουθεί και τους συγχρόνους του, αυτούς που γράφουν πρόζα, και τους αξιολογεί με κριτήρια αξιοπρόσεχτα, χωρίς ανταγωνισμούς και μ' ένα ένστικτο που σπάνια λαθεύει. Από ξένους, όπως συχνά τους αναφέρει, του αρέσουν ο Ναμπόκοφ, ο Καπότε, ο Ζενέ, ο Φόκνερ, η Κάρσον ΜακΚάλερς και από θεατρικούς, ο Τενεσί Ουίλιαμς, με έμφαση στο Λεωφορείο.. και στο Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι. Γράφει και ο ίδιος θέατρο. Δεν το κρύβω ότι θα μου άρεσε να συζητά περισσότερο για κλασικούς, Γάλλους, Αγγλους και Ρώσους. Υπάρχει όμως πάντα καιρός, διότι τον αισθάνομαι πρόθυμο και ανοιχτό χωρίς προκαταλήψεις. Σέβομαι τις εμμονές του. Κάθε συγγραφέας οφείλει να έχει εμμονές. Χωρίς αυτές δεν ζει και δεν τροφοδοτείται.
Επειδή μίλησαν πριν για σύγχρονους πεζογράφους, υπάρχει ένας που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι έχει επηρεάσει τον Βουδούρη. Είναι ο Σωτήρης Δημητρίου, που όλοι έχουμε διαβάσει, και ξέρω ότι αρέσει πολύ και στον συγγραφέα μας. Και στους δύο υπάρχει ως κεντρικό πρόσωπο ο περιθωριακός άνθρωπος, ο αποδιοπομπαίος, ο λίγο σαλεμένος. Η διαφορά ανάμεσα στους δυο, πέραν του ότι ο ένας έχει προχωρήσει πολύ και ο άλλος τώρα μόλις ξεκινά, είναι ότι οι ήρωες του Δημητρίου είναι στη βάση τους λαϊκοί άνθρωποι που έχουν το βλέμμα στραμμένο στο χωριό και στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και από αυτήν αντλούν δυνάμεις. Είναι άνθρωποι της περιφέρειας, όταν δεν είναι και των συνόρων, που προσπαθούν να εγκλιματιστούν στην αστική ζωή.
Οι ήρωες του Βουδούρη είναι άνθρωποι της πόλης. Ανθρωποι μοναχικοί, καταναγκαστικοί ως προς τις ροπές τους. Υπάρχει ένας ιδιόμορφος ερωτισμός που τους συνέχει και που πολλές φορές παίρνει έναν αντικοινωνικό χαρακτήρα, με κίνδυνο να χαρακτηριστούν νοσηροί. Είναι συνήθως άνθρωποι με λίγη χαρά, ενοχικοί και διαλυμένοι. Αντιθέτως, οι περισσότεροι γυναικείοι χαρακτήρες του είναι εκρηκτικοί, πολλές φορές και απολυταρχικοί, όπως η γυναίκα στο διήγημα που επιγράφεται «Αϊντάχο φάκινγκ φρίντομ», που πλαγιάζει με τον αφηγητή ύστερα από μια αστραπιαία γνωριμία σε μπαρ. Εκείνος ύστερα από μέρες ανακαλύπτει κατάπληκτος ότι η έκλυτη γυναίκα που γνώρισε είναι μια πάμπλουτη κυρία της ανώτερης τάξης, με ακροδεξιές θέσεις. Παρακολουθεί στην τηλεόραση μια συνέντευξή της με έναν δημοσιογράφο, ο οποίος σε μια στιγμή τής λέει: «Να ανακαλέσετε τα όσα υποστηρίζετε για την ανάγκη ενός δευτέρου πραξικοπήματος».
Οπότε εκείνη αρχίζει να γελά, «με γέλια ηχηρά, βαθιά, βαθύτατα, βραχνά και γάργαρα»,όπως περιγράφονται. Τελικά η γυναίκα αποστομώνει τον δημοσιογράφο με την εξής ατάκα: «Φακ οφ, ντιντή φλωρόπουστα».
Τα γέλια που έκανα με αυτή τη φράση δεν λέγονται. Υπάρχει αυτό το απρόοπτο, πηγαίο, προφορικό χιούμορ που ώρες ώρες ξεσπά αυθόρμητο, για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα από την καταπίεση και το αδιέξοδο.
Επειδή έκανα ήδη μια νύξη για συγγένεια συγγραφική μ' έναν έλληνα σύγχρονο πεζογράφο, θα μπορούσα να προεκτείνω λέγοντας ότι ανάμεσα σ' έναν αμερικανό διηγηματογράφο, τον Ρέιμοντ Κάρβερ, και τον δικό μας, εδώ, υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα που τους ενώνει. Λιτός και ελλειπτικός ο Αμερικανός, καταγράφει κι αυτός τη μικροαστική μιζέρια της χώρας του. Θα πρόσθετα στον κατάλογο και το νεοϋορκέζικο χιούμορ, την τρέλα των ηρώων και το αταίριαστο που συναντάμε στους ήρωες του Τρούμαν Καπότε.
Είπα ήδη ότι οι άντρες στα διηγήματα του Βουδούρη είναι διαλυμένοι. Είναι όμως και μερικές φορές άνθρωποι που σκαλίζουν επίμονα τα βιβλία και σημειώνουν στα περιθώριά τους, όπως ο ήρωας στο ομώνυμο «Ο βυθός είναι δίπλα». Αυτός περιφέρεται μέσα στο σπίτι του διαβάζοντας τις σημειώσεις που έχει κάνει στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», στην «Παναγία των Λουλουδιών» και σε άλλους συγγραφείς της αρεσκείας του.
Παράλληλα όμως φαντασιώνεται διάφορα παιχνίδια, τα «γιαλαντζί παιχνίδια», όπως τα ονομάζει, και απειλεί να πέσει γυμνός απ' το μπαλκόνι του. Είναι ένας άνθρωπος που βλέπει «να τον περιμένει, αιωρούμενη σαν απειλητικός καπνός, η αγωνία της απραξίας». Μια φράση εμβληματική, που χαρακτηρίζει ολόκληρο το βιβλίο, αλλά και μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων που μάχονται με το φάσμα της ανίας.
Υπάρχει ένα άλλο διήγημα σ' αυτή τη συλλογή, δεν ξέρω αν είναι το καλύτερο, και μάλλον δεν είναι, που εγώ όμως ιδιαίτερα αγαπώ, τα «Σφαγεία». Κάποιος χωρίς όνομα, σχολώντας από τη δουλειά του -δεν ξέρουμε ποια δουλειά-, περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας, αράζοντας εδώ κι εκεί σε διάφορα στέκια, συνεχώς μετακινούμενος. Σε κάποια στιγμή, έξω από ένα ολόφωτο φαστφουντάδικο, συναντά έναν παλιό γνωστό του, με τον οποίο φαίνεται ότι έχει κάνει στο παρελθόν παρέα, δεν ξέρουμε πόση και ποίου είδους. Ο άλλος είναι ντυμένος κομψά και εκκεντρικά, σε αντίθεση με τον αφηγητή, που είναι αξύριστος και ντυμένος χύμα. Ο παλιός αυτός φίλος, χωρίς όνομα κι αυτός, επαίρεται για τη δουλειά του επιμένοντας φορτικά ότι είναι «δημιουργική, δημιουργική». Ενώ προφανώς ο αφηγητής ή βαριέται τη δική του δουλειά ή αποφεύγει να μιλήσει γι' αυτήν. Μια αγέλη σκύλων διασχίζει στο φανάρι τον δρόμο διακόπτοντας τη συνομιλία και σκορπίζοντας έναν μικρό φόβο. Ο αφηγητής διατείνεται ότι πάνε να γλείψουν τα αίματα στα σφαγεία. Ποια σφαγεία; απορεί ο συνομιλητής του. Δεν υπάρχουν σφαγεία στην Πατησίων. Προφανώς δεν υπάρχουν, αλλά ο αφηγητής επιμένει. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα μισόλογων και αναφορών σ' ένα αόριστο παρελθόν, το διήγημα τελειώνει όταν ο αφηγητής δίνει στον παλιό γνώριμο το τηλέφωνό του, μαζί κι ένα φιλί. «Πάρε κάνα τηλέφωνο, παλιομαλάκα», του λέει. Ενα διήγημα μόλις πέντε σελίδων, που μυρίζει φτηνή κολόνια, βρεγμένο πεζοδρόμιο, με την παρέλαση των αδέσποτων σκύλων, που δίνει ένα ρίγος στην ατμόσφαιρα και τον τόνο να ειπωθούν τα δήθεν ανέμελα και αινιγματικά ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο αναγνώστης μένει με το αίσθημα μιας κρυφής απειλής, κάτι ανεκπλήρωτου κι ενός πόνου που περιγράφεται ελλειπτικά. Η αποθέωση της απόκρυψης, θα έλεγα. Μ' αρέσει πολύ αυτό το διήγημα και χωρίς να το θέλω το συσχετίζω μ' εκείνα τα πρώτα, αλησμόνητα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου.
Πίσω από τον κάποτε παιχνιδιάρικο τόνο τής αφήγησης υπάρχει στα διηγήματα του Βουδούρη ένα λοξό βλέμμα προς τους ανθρώπους και μια κρυφή απειλή.
Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτά τα περιφερόμενα ναυάγια των ηρώων του με τρομάζουν. Ο συγγραφέας με αναγκάζει να συνειδητοποιήσω γι' άλλη μια φορά, αλλά με ειδικό τρόπο, το βαθύ χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στα πρότυπα που συνήθως μας σερβίρει η κοινωνία και σε αυτούς τούς δεύτερης διαλογής ανθρώπους. Με τρομάζει διότι όλοι αυτοί οι σαλεμένοι και βαρεμένοι ήρωες, με τα ανάπηρα μέλη και το σκοτισμένο μυαλό, έρχονται να μου προσφέρουν τη μόνη εναλλακτική λύση σ' αυτή την ξετσιπωσιά και την γκλαμουριά που μας περιτριγυρίζει, με τους απολιθωμένους γιάπηδες και τους αποστειρωμένους αστούς.
Με τρομάζει ακόμα το γεγονός ότι οι κουρελιασμένοι μικροαστοί του, οι κάπως νοσηροί με τα τρέχοντα στάνταρ, είναι αυτοί που στο βάθος κερδίζουν ένα μεγαλείο. Ο βυθός είναι δίπλα μας λοιπόν, και δεν το λέει μόνον ο τίτλος.
Οσο όμως σκοτεινοί είναι οι άνθρωποί του άλλο τόσο η πρόζα του συγγραφέα είναι στιλπνή, απαλλαγμένη από περισσά στολίδια και φιοριτούρες. Το άκρο αντίθετο ενός λογιοτατισμού και μιας φιλολογίτιδας, που καμιά φορά μαστίζει ακόμα και συγγραφείς με ταλέντο. Ελλειπτική εκεί όπου χρειάζεται και αλλού καταναγκαστική σε λεπτομέρειες εξαντλητικές, που μοιάζουν να είναι η περίληψη ενός χάους.
Κατά τα άλλα, σαν να μη μεσολάβησε κανένα βιβλίο δικό του ή δικό μου, συνεχίζουμε με τον Βουδούρη τις νυχτερινές μας βάρδιες στη Φωκίωνος, στο Γκάζι ή όπου αλλού μας βγάλουν οι δρόμοι της Αθήνας. Μια πόλη δύσκολη το πρωί, με το φως της μέρας, αλλά γεμάτη ζωντάνια και κρυφές πτυχές τις νύχτες, όχι όμως πάντα εύκολες στην πρόσβασή τους, όπως φαντάζει στα μάτια όσων κάνουν τουρισμό. Συζητάμε για βιβλία, για γραπτά αλλά και για ζωντανούς ανθρώπους. Κοινούς γνωστούς και φίλους, αλλά και αυτούς που γλιστράνε δίπλα μας σαν ίσκιοι και που έχουμε την περιέργεια να τους εξιχνιάσουμε. Αυτό που κάνει την παρέα μαζί του αληθινή είναι ότι και ο ίδιος έχει κάτι από αυτά που περιγράφει στο βιβλίο του. Ενα λοξό βλέμμα στα γύρω μας, κάποτε αφηρημένο, κάποτε επίμονο, μια περιέργεια να μοιραστεί με τους άλλους αυτό που θεωρεί ενδιαφέρον και καλό. Απορρίπτει μια ορισμένη κάστα ανθρώπων και καλά κάνει. Πολλές φορές τον πιάνω να έχει τη διάθεση να βοηθήσει τους αδύναμους και τους χαμένους. Είναι κάποτε και ο ίδιος αδύναμος, μα το κρύβει. Πρόσφατα ανέλαβε αμισθί να μάθει ελληνικά σε ξένους μετανάστες. Κι ακόμα να διδάξει Αρχιτεκτονική σε νέους διακοσμητές, αυτά που ο ίδιος έμαθε στο Πολυτεχνείο. Κι επειδή αναφέρω την Αρχιτεκτονική, χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που περιγράφει σπίτια και κτίσματα στο βιβλίο του. Παράδειγμα το διήγημα που επιγράφεται «Το καλό, άσπρο σπίτι» και που, όπως ο ίδιος μου εξομολογήθηκε, έχει σχέση με το πατρικό του στην Κυπαρισσία.
Ισως είναι λοιπόν, εκτός από τα διαβάσματα, και η Αρχιτεκτονική που τον βοηθά να βρίσκει τις σωστές αναλογίες και την αισθητική, τόσο σε μια μεμονωμένη φράση όσο και στον σκελετό ενός διηγήματος. Διαβάσματα και Αρχιτεκτονική, βέβαια, που σε τίποτα δεν θα βοηθούσαν αν ο ίδιος δεν είχε το μικρόβιο μέσα του και το σαράκι. Εκείνος πάντως θα δείξει στη συνέχεια τι άλλο μπορεί να κατορθώσει πάνω στα θεμέλια που έχτισε. Αν θελήσει να ξανοιχτεί σε μια πλατύτερη φόρμα ή αν μπορέσει να ξεφύγει από τον καταναγκασμό της ψυχοπάθειας των ηρώων του. Εγώ το μόνο που μπορώ να του ευχηθώ είναι να συνεχίσει την ανηφόρα που άρχισε και να αντέξει χωρίς να λαχανιάσει.
*Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου τού Νίκου Αδάμ Βουδούρη, στο βιβλιοπωλείο «Πατάκη», στις 27 Φεβρουαρίου 2009.
No comments:
Post a Comment