ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΗΔΗ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟΣ. ΟΜΩΣ Ο ΡΟΝΚΑΛΙΟΛΟ ΤΟΥ ΔΙΝΕΙ
ΖΩΗ ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ
1992 ΗΓΕΤΗ ΤΟΥ ΑΜΠΙΜΑΕΛ ΓΚΟΥΣΜΑΝ. ΕΝΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΜΥΘΟ
ΠΛΑΣΙΑΣ
Ο τριανταπεντάχρονος Περουβιανός Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο επιβεβαιώνει εδώ ότι δικαίως συγκαταλέγεται στα πλέον υποσχόμενα ονόματα της λογοτεχνίας διεθνώς. Αν και καταπιάνεται με ένα άχαρο, παραμερισμένο θέμα όπως αυτό της βίαιης δράσης του κινεζόφιλου κινήματος
Φωτεινό Μονοπάτι στις Περουβιανές Ανδεις, καταφέρνει να δώσει στην επαναστατική βία μια οικουμενική διάσταση, αν όχι λυτρωτική, πάντως γερά εδραιωμένη σε ένα κοινωνικό υπόστρωμα ακραίας ανισότητας και φυλετικού αποκλεισμού.
Ο Ρονκαλιόλο, που ζει εδώ και καιρό στην Ισπανία, ξεκίνησε την έρευνά του ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Εl Ρais». Σύντομα η δουλειά του θα ξέφευγε από τα πλαίσια του απλού ρεπορτάζ. Πέφτοντας πάνω σε έναν τοίχο σιωπής, συλλογικών ενοχών και αποσιώπησης της πρόσφατης ιστορίας του Περού, ο συγγραφέας θα ανακαλέσει τις παιδικές του μνήμες, θα ανασυγκροτήσει το βίαιο παρελθόν και εντέλει θα γίνει από παρατηρητής εμπλεκόμενος. Ενδεικτική σκηνή και εναρκτήριο λάκτισμα, η πρώτη ανάμνηση από τη χώρα του στο κεφάλαιο (Ι) με τίτλο
Ο Μικρός Κομμουνιστής: οι αστυνομικοί ξεκρεμούν από τους στύλους του ηλεκτρικού στη Λίμα σφαγμένους σκύλους. Πάνω τους η υπογραφή του Φωτεινού Μονοπατιού και η φράση «Τενγκ Σιαοπίνγκ, σκύλας γιε»- αναφορά στην εκσυγχρονιστική πορεία της Κίνας και την απαξίωση της σκέψης του Μεγάλου Τιμονιέρη. Στον αιωνίως γκρίζο ουρανό της πόλης επικρέμαται πλέον μια απειλή. Ο πόλεμος έχει κηρυχθεί.
Οι απόηχοι
Ο Ρονκαλιόλο επισκέπτεται φυλακές, αναζητεί ίχνη της παιδικής ηλικίας του Αμπιμαέλ Γκουσμάν (γεν. 1934), ανασυστήνει την προεπαναστατική ζωή του, επικοινωνεί με τα ετεροθαλή αδέλφια του (ο ηγέτης του Φωτεινού Μονοπατιού ήταν νόθος γιος πλουσίου πατρός και ταπεινής
καταγωγής μητρός στην καθολική προπολεμική κοινωνία του Περού). Ομως δεν υποκύπτει στους εύκολους ψυχολογισμούς. Η ισπανική κληρονομιά στη χώρα των Ινκας σκιαγραφείται προσεκτικά: πολιτισμική και φυλετική περιθωριοποίηση, «περίφραξη» των κοινόχρηστων πόρων, προϊούσα ανισότητα, εν ολίγοις μια ακραία δυϊστική κοινωνία που δεν θέλει και πολύ για να εκραγεί. Σε μια εποχή όπου στη Νότια Αμερική ανθούν τα επαναστατικά κινήματα, οι απόηχοι της κουβανέζικης επανάστασης ταξιδεύουν πάνω από τις Ανδεις, ο Τσε (τον οποίο πάντως ο Γκουσμάν περιφρονεί) πεθαίνει στη γειτονική Βολιβία, στην Αργεντινή εξαφανίζονται κατά χιλιάδες οι αντιτιθέμενοι στη στρατιωτική χούντα, το Περού διαθέτει καμιά εβδομηνταριά κομμουνιστικά κόμματα (ναι, καλά διαβάσατε). Το πώς καταφέρνει ο Γκουσμάν με υπομονετική δουλειά στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 να περιθωριοποιήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, να εκπαιδευτεί στην Κίνα «παίρνοντας το χρίσμα», να επαναστατικοποιήσει το φοιτητικό κίνημα και να ξεσηκώσει μέρος της αγροτιάς, περιγράφονται εδώ με μια μέθοδο περιπτωσιολογικής δόμησης της ιστορίας όπου ο αφηγητής μεταβάλλεται σταδιακά σε μέρος του προβλήματος.
Το Φωτεινό Μονοπάτι υπήρξε το βιαιότερο κίνημα στη Νότια Αμερική στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 και η σύγκρουσή του με το κράτος του Περού άφησε πίσω της 70.000 νεκρούς. Πολλοί από αυτούς ήταν θύματα των παραστρατιωτικών και των Σωμάτων Ασφαλείας, άλλοι ήταν προϊόν αλληλοεξόντωσης ομάδων χωρικών. Τμήματα της χώρας αποκλείσθηκαν από οποιαδήποτε πρόσβαση. Ο Γκουσμάν- που θεωρούσε τον εαυτό του ως την τέταρτη ρομφαία του διεθνούς κομμουνισμού μετά τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Μάο- δόμησε ένα υδροκέφαλο κίνημα με οδηγό τη μονολιθική του σκέψη από όπου οποιαδήποτε παρέκκλιση τιμωρείτο με θάνατο ή και με κάρφωμα στις Αρχές. Τον συνέλαβαν το 1992 και επτά χρόνια αργότερα συνέλαβαν και τον τελευταίο από τα ηγετικά στελέχη του Μονοπατιού. Ο Ρονκαλιόλο δεν αναζητεί απλώς τις ρίζες του Κακού. Μοιάζει να κατανοεί πώς ο επαναστατικός μαρξισμός μπορεί να καταντήσει θρησκευτικό δόγμα εμποτισμένο με υπερβατική βουλησιαρχία.
ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΟΥΣ
Εντέλει κάτι ίσως μένει πίσω από αυτή τη σκοτεινή ιστορία: η επανανάδυση των ιθαγενών και της εργατικής τάξης στα πολιτικά πράγματα της Λατινικής Αμερικής μπορεί σήμερα να ανιχνευθεί σε πολλές χώρες. Γιατί τα βίαια επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών ΄60 και ΄70 έφεραν στο προσκήνιο τα αιτήματα των φυλετικά περιθωριοποιημένων Ινδιάνων - που ειδικά στις Ανδεινές Δημοκρατίες της Κολομβίας, του Περού, της Βολιβίας και του Ισημερινού συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Εφεραν επίσης στο προσκήνιο το συλλογικό αίτημα της αναδιανομής της γης που στην αποικιοκρατούμενη Λατινική Αμερική είχε υψηλότατο βαθμό συγκέντρωσης σε ελάχιστα χέρια, συγκροτώντας αχανή λατιφούντια όπου οι άκληροι δούλευαν ως αγρεργάτες. Παράλληλα δε με το συνδικαλιστικό κίνημα που άνθησε στις μεγαλουπόλεις και που έφερε στην εξουσία λ.χ. τον Βραζιλιάνο Λούλα, είχαμε και την ανάδυση του οικολογικής τάξεως συλλογικού αιτήματος για δημοκρατικό έλεγχο επί των φυσικών πόρων- ενέργεια, νερό, εδάφη, βιοποικιλότητα. Παρά λοιπόν την οσμή άλλων εποχών που απελευθερώνει το άνοιγμα του σεντουκιού της μνήμης για ένα μονολιθικό κίνημα όπως το Φωτεινό Μονοπάτι, η Τέταρτη Ρομφαία συνιστά και μια πορεία αυτογνωσίας για τις νεώτερες γενιές. Μπορεί το αποτέλεσμα της δράσης του Γκουσμάν να υπήρξε αιματηρό και συχνά απωθητικό, ωστόσο τα συλλογικά αιτήματα έφτασαν στους αποδέκτες τους. Από κει και πέρα η σημερινή πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα και πάντως ανοιχτή σε πολλαπλά ενδεχόμενα, μοιάζει να μας λέει ο Ρονκαλιόλο. Κάτι είναι κι αυτό στους καιρούς που ζούμε.
No comments:
Post a Comment