- Γιάννης Ξανθούλης
- Η εκδίκηση της Σιλάνας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σ. 248, ευρώ 17,50
Επηρεασμένος βαθιά από τον Πιραντέλο και τα «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», ο γνωστός (για το χιούμορ του) και μη εξαιρετέος (για την καυστική του σάτιρα) Γιάννης Ξανθούλης επινοεί ένα σουρεαλιστικό πρόσωπο μιας ομοιοκατάληκτης ποιήτριας που έχει καβατζάρει προ πολλού τα εκατό, και στήνει διάλογο μαζί της για την ξεχασμένη, περιπετειώδη κι αρρωστιάρικη εφηβεία του, στη Θράκη της δεκαετίας του '60. Παγανιστική γιορτή των αισθήσεων είναι αυτό το κείμενο με το ολοφάνερο χιούμορ, τον υποδόριο αυτοσαρκασμό και την καλώς καμουφλαρισμένη μελοδραματικότητά του. Η προφορικότητα υπερτερεί της λογοτεχνικότητας. Η ορθώς εννοούμενη ελληνικότητα (μακριά από εθνικιστικά σύνδρομα) λάμπει, χάρη στην κυριαρχία του Ερωτα, της πάνδημης Αφροδίτης, και χάρη στην παντοκρατορία των σωματικών απολαύσεων, πέρα από ενοχές και προπατορικά αμαρτήματα. Ελαφρώς βέβηλοι διάλογοι (σ. 223), ανερυθρίαστες περιγραφές τών πρώτων εφηβικών φουσκοδεντριών (και όχι μόνο), ανενδοίαστες νύξεις στην αντικομμουνιστική υστερία των πρώτων δεκαετιών μετά τον σπαρακτικό εμφύλιο πόλεμο, που γέμισε τη χώρα μας με περισσότερα πτώματα από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους που προηγήθηκαν, αλλά και ο βιτριολικός αντικομφορμισμός ενός εφήβου, εγκλωβισμένου στην ελληνική επαρχία, που ονειρεύεται την ελευθερία (και -γιατί όχι;- την ελευθεριότητα) της Αθήνας, την οποία τελικά επισκέπτεται μέσω του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλεύεται ως ...νεφροπαθής (!). Τελικά σώζεται, χάρη στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο, που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία το 1961/62 από τον θίασο Μυράτ-Ζουμπουλάκη, με την εκπληκτική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Τρία τραγούδια που έγραψε γι' αυτή την ιστορική παράσταση ξέφυγαν από τα όρια της θεατρικής πράξης κι έγιναν γνωστά στο πανελλήνιο χάρη στην «υγρή» φωνή τής ανεπανάληπτης Ζωής Φυτούση: το «Μαντολίνο», η «Πέτρα» και ο «Ταχυδρόμος». Ο νεαρός ασθενής έχει ένα κίνητρο για να επιβιώσει και να γίνει καλά: να δει αυτή την παράσταση. Και τα καταφέρνει.
Συγκεκαλυμμένα αυτοβιογραφικό αυτό το κείμενο, με τις πολλές αντιστροφές και τις «παραλλαγές» (στρατιωτικού τύπου), που μπορεί να διακρίνει «κάτω από τις γραμμές» ο επαρκής αναγνώστης, είναι ένα από τα πιο ευανάγνωστα πεζογραφήματα που έχουν γραφτεί για τις ψυχοσωματικές μεταλλάξεις ενός εφήβου στην ελληνική μετεμφυλιακή επαρχία. Ο Γιάννης Ξανθούλης, ύστερα από μια μακρά θητεία στο θεάτρο, στον κινηματογράφο, και στη δημοσιογραφία, γνωρίζει πλέον καλώς πώς ν' απευθύνεται στον αναγνώστη του και να τον κερδίζει αμέσως, χωρίς συμπλέγματα διανοουμενισμού και βαρύγδουπης, ακατανόητης «λογοτεχνικότητας». Το μεγαλύτερο επίτευγμά του σε αυτό το ολισθηρά εξομολογητικό κι αυτοψυχαναλυτικό πόνημα είναι ότι δεν πέφτει ούτε μία στιγμή στην παγίδα της νοσταλγικότητας του «γλυκού πουλιού της νιότης», ενώ αποφεύγει αποτελεσματικότατα τους μελοδραματισμούς κάθε είδους. Ακόμα και το γεγονός ότι «φαλλολογεί» (ας μου επιτραπεί αυτός ο νεολογισμός) κάθε τρεις και λίγο, με μια μετα-φροϋδική εμμονή που θα μπορούσε να εκτρέψει το κείμενο προς την ελαφρά πορνογραφία, περνάει σχεδόν απαρατήρητο, χάρη στην απολύτως προσωπική (σουρεαλιστική) χιουμοριστική τεχνική τού συγγραφέα, που βουτάει με προσοχή την πένα του στο ανόσιο και στο ανίερο. Κι αν αποφεύγει τους «τα φαιά φορούντες» και την μήνιν τους, είναι γιατί μιλάει με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, που μόνο στα παιδιά, στους τρελούς, στους μεθυσμένους και στους ποιητές επιτρέπεται. Η ποίηση φαίνεται ότι είναι το απωθημένο και το desideratum του επιτυχημένου πεζογράφου. Και δεν είναι ο μόνος από τους ζώντες έλληνες λογοτέχνες που παραθέτει στίχους του Καβάφη, παράλληλα με τα δικά του αδέξια, ομοιοκατάληκτα εφηβικά τεχνάσματα, τα οποία αποδίδει -ευφυώς- στο φάντασμα μιας ελαφρώς (ή βαρέως - όπως το πάρετε) γραφικής γεροντοκόρης υπεραιωνόβιας στιχουργού. Αυτή η ελάχιστα πιστευτή λογοτεχνική (και ραδιοφωνική) σύμβαση δίνει τον απαραίτητο τόνο στο αφήγημα αυτό, προκειμένου να αποφευχθούν ο μελοδραματισμός και η νοσταλγικότητα κάθε είδους. Ο συγγραφέας, επηρεασμένος από την αριστοφανική παράβαση, μιλάει από καιρού εις καιρόν απευθείας στον αναγνώστη του, ενώ δεν διστάζει να ξεκαθαρίσει και παλιούς επαγγελματικούς λογαριασμούς με τη συχωρεμένη την Αλίκη, που τη χαρακτηρίζει κακοπληρώτρια (ή τσιγκούνα - αν προτιμάτε) επιχειρηματία, αλλά υπέροχη οικοδέσποινα, που δεξιωνόταν τους καλεσμένους της τόσο πλουσιοπάροχα, έτσι που τους έκανε να νιώθουν βασιλείς. Το στοιχείο της υπερβολής είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό του «ξανθούλειου» ύφους, που συντείνει τα μάλα στη δημιουργία του κωμικού αποτελέσματος, π.χ.: «Στο μυαλό μου είχα άλλα σχέδια. Να θωρακιστώ για το Γυμνάσιο ψυχολογικά, γιατί το ηθικό μου σερνόταν σαν ομφάλιος λώρος γαϊδούρας λεχώνας, και να στείλω στίχους μου σε διαγωνισμό του λαϊκού περιοδικού Ντομινό, το οποίο μελετούσε ενδελεχώς μια γειτόνισσα μοδίστρα, ειδικευμένη να μεταποιεί ρούχα που μας έστελναν οι συγγενείς από τη Νέα Υόρκη - συνήθως νάιλον και εξαιρετικά λαμέ. Μερικά ήταν τόσο γυαλιστερά -κι αυτά ακριβώς προτιμούσε η μαμά μου- που, όταν έβγαινε στον δρόμο φορώντας τα, οι τυφλοί αποκτούσαν το φως τους και οι μη τυφλοί το έχαναν» (σσ. 45-46). Απ' αυτό το απόσπασμα είναι πλέον σαφές ότι το ζητούμενο δεν είναι η ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, με τις απαραίτητες δόσεις αυτοψυχαναλυτικού αφηγηματικού ναρκισσισμού, αλλά η χαρά του αναγνώστη. Κι έτσι προτείνω να διαβαστεί αυτό το καλογραμμένο μυθιστόρημα.
Sunday, May 9, 2010
Ομοιοκατάληκτος «άγγελος προβοκάτορας»
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment