Friday, May 14, 2010

Εκπτωτος μονάρχης


  • Βασίλης Βασιλικός, Ο μονάρχης,εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, σ. 286, ευρώ 16

Μα δεν καταλαβαίνεις, Παλόμα, της είπα, ότι υπάρχει μια μαφία εκδοτών; Οταν σε παίρνει ένας και σε φτιάχνει, όπως το λένε αυτοί, σε στήνει δηλαδή στα μάτια του κοινού, βγάζοντας τα βιβλία σου, ξοδεύοντας για μεταφράσεις, διαφήμιση και λοιπά, δεν σ' αφήνει εύκολα να πας σ' έναν άλλον. Και να μη σου το πει αυτό ανοιχτά, πιάνει τον άλλο εκδότη και του λέει: προσέχετε, αυτός είναι εξωμότης, είναι αχάριστος. Κι η συντεχνία των εκδοτών αλληλοϋποστηρίζεται, δεν θέλουν τσουγκρίσματα μεταξύ τους. Ελέγχουν συλλόγους, οργανισμούς, νοσοκομεία, συντάξεις, ακόμα και δικηγορικά γραφεία που ειδικεύονται στα πνευματικά δικαιώματα. Ετσι όπως η Φίατ, εδώ, έχει τους δικούς της αυτοκινητόδρομους, το ίδιο κι ένας μεγάλος Εκδοτικός έχει τα δικά του περιοδικά, εφημερίδες, τους δικούς του κριτικούς, δικά του μέλη στις επιτροπές των βραβείων, κρατάει όλους τους μοχλούς... (σσ. 137-138).

Τι κοινό έχουν ένας έκπτωτος μονάρχης ασιατικής χώρας κι ένας ελληνο-εβραίος συγγραφέας της διασποράς από τη Θεσσαλονίκη; Μα, την έλλειψη του πάτριου εδάφους φυσικά. Την έλλειψη σταθερής διαμονής. Την έλλειψη πολιτισμικής ταυτότητας κι εσωτερικής γαλήνης, αφού για τους άλλους θα είναι πάντα ένας αξιοπερίεργος ξένος -γραφικός, ίσως- που θα έλκει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, και η προσωπική του ζωή θα είναι διαφανής κάτω από τα αδιάκριτα βλέμματα των σαρκοβόρων μέσων ενημέρωσης των μαζών.

Ο Βασίλης Βασιλικός είναι μάστορας της κινηματογραφικού τύπου πεζογραφικής γραφής που «κατεβαίνει» στα μεγάλα πλήθη. Γνωρίζει την ακριβή δοσολογία λογοτεχνικότητας και λαϊκότητας, μοντερνισμού και ρεαλισμού, διανοουμενισμού και συναισθηματολογίας. Ετσι και σ' αυτό το πολιτικό-αστυνομικό μυθιστόρημα στήνει ένα ημι-εξωτικό σκηνικό, μέσα στο οποίο κινεί αριστοτεχνικά τις μαριονέτες των ηρώων του. Ποικίλλει την αφήγηση με ανατροπές και ευρήματα, και κλείνει με έναν επίσης απροσδόκητο τρόπο. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς το πώς κινείται από τον ρεαλισμό, στον μοντερνισμό και στον μετα-μοντερνισμό στον «Επίλογο» αυτού του πονήματός του.

Ο ήρωάς του, συγγραφέας και ο ίδιος, «εμπορικών» μυθιστορημάτων, μεταφρασμένων στις πολυμιλημένες γλώσσες του πλανήτη, και μεταφερμένων στον χολιγουντιανό κινηματογράφο, λειτουργεί ως προσωπείο του Βασίλη Βασιλικού, μια περσόνα που του επιτρέπει -ενδεχομένως- να πει πικρές αλήθειες και να αυτοσαρκαστεί: «Στην ουσία δε μ' ενδιέφερε ποσώς αν με παρακολουθούσαν ή όχι. Εγώ δεν είχα μυστικά. Από τη στιγμή που ο Εκδοτικός Οίκος μού βρήκε αυτό το σπίτι, προσωρινά φρόντισα να δηλωθώ στην Αστυνομία για τους Αλλοδαπούς, σαν καλή πόρνη, μια που πίστευα ότι όπως οι γυναίκες ελευθερίων ηθών έχουν τους σωματέμπορους που τις εκμεταλλεύονται, κι οι συγγραφείς "ελεύθερου ύφους" έχουν τους ψυχέμπορους, γιατί σ' αυτούς αναγκάζονται να πουλήσουν την ψυχή τους» (σ. 66).

Το στοιχείο της ειρωνείας -είτε ως υποδόρια είτε ως διάχυτη και κραυγαλέα ειρωνεία- είναι πανταχού παρόν και τα πάντα στιγματίζον σε αυτό το ευανάγνωστο πεζογράφημα. Ομως κάτω από τις γραμμές διακρίνεται ένας γνήσιος, ατόφιος ουμανισμός, η πίστη στην ανωτερότητα της ανθρώπινης φύσης, η φιλανθρωπία των συναισθηματικών προσεγγίσεων ετερόκλιτων ανθρώπων, η αδήριτη ανάγκη να δει κανείς τον εαυτό του «απ' έξω» -ως θεατής- και να φιλοσοφήσει ως σύγχρονος Επικούρειος για τις γήινες ηδονές, αλλά και ως πιστός οπαδός των μονοθεϊστικών θρησκειών για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, και την υποτίμηση του δυσάρεστου ταξιδιού της ψυχής σε αυτή την «κοιλάδα των δακρύων».

Ο Βασιλικός περιγράφει τις σκέψεις του συγγραφέα-ήρωά του στην πρώτη συνάντηση με τον ενδιαφέροντα αυτοεξόριστο μονάρχη ως εξής: «Το ότι έβλεπε τον εαυτό του απ' έξω και βρισκόταν μες στο πετσί ενός ρόλου, χωρίς να ταυτίζεται με τη μάσκα του, με προδιέθεσε ευνοϊκά. Δεν μπορώ να υποφέρω τους ανθρώπους που παίρνουν απόλυτα στα σοβαρά τον εαυτό τους. Για μένα η ικανότητα να βλέπει κανείς τον εαυτό του "ως εν εξόπτρω" ήταν το άλφα και το ωμέγα της προσωπικότητας» (σ. 36).

Αριστοτεχνική είναι η ομαλή μετάβαση του έμπειρου πεζογράφου από την πρωτοπρόσωπη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και τανάπαλιν. Αυτή η τεχνική απομακρύνει τον αναγνώστη από την καταβύθισή του και την ταύτισή του με τα πάθη του κεντρικού ήρωα, και του χαρίζει μια «αμφιθεατρική» ματιά στο μυθοπλαστικό τοπίο των τεκταινομένων.

Ο συγγραφέας θανατώνει τον ήρωά του σε ένα γελοίο ατύχημα, αφού μας έχει προϊδεάσει για μια στυγερή δολοφονία, αποτέλεσμα ίσως μιας κάποιας σκοτεινής, διεθνούς συνωμοσίας. Και ο έκπτωτος μονάρχης ζει κάπου ανάμεσα σε τουλίπες με την εξόριστη ολλανδέζα σύζυγό του. Η μελοδραματική κορύφωση δεν επιτεύχτηκε γιατί δεν ήταν αυτή το ζητούμενο. Το υπαρξιακό άγχος, ο φόβος του κενού (σ. 72), η ναυτία του ανθρώπινου μυαλού στη συνειδητοποίηση του μηδενός, καλύπτονται από τον προσγειωμένο έρωτα και τη συντροφικότητα (σ. 73). Μια ελληνικού τύπου -και μεσογειακής προελεύσεως- ανθρωποκεντρική ματιά πάνω στα προβλήματα που μαστίζουν την «εξελιγμένη» μετα-τεχνολογική και υπερ-τεχνολογική εποχή μας, είναι, θαρρώ, το κλειδί και το «μυστικό» της επιτυχίας του πεζογράφου Βασίλη Βασιλικού.

No comments: