Οι περιπέτειες της Αλβανίας
Από τη Ρέα Γαλανάκη
- Μπεν Μπλούσι: Να ζεις σε νησί, μτφρ.: Νίκος Αναγνώστου, εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 421, ευρώ 23,10
- Το μυθιστόρημα Να ζεις σε νησί είναι το πρώτο του Μπεν Μπλούσι που διάβασα πριν από λίγους μήνες, ήταν όμως αρκετό για να κατατάξω τον Μπλούσι ανάμεσα στους συγγραφείς που, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ σπουδαίους στην εποχή μας (κυκλοφόρησε στην Αλβανία το 2008). Ηταν, επιπλέον, ένα μυθιστόρημα που αισθανόμουν να με αφορά, να μας αφορά όλους, όχι μόνο για την υψηλή λογοτεχνία του αλλά κι επειδή αναφέρεται σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή, άγνωστη σε μας, της γειτονικής μας σήμερα Αλβανίας κατά τον 17ο αιώνα. Στην έναρξη, δηλαδή, του εξισλαμισμού ανάμεσα στους χριστιανούς αλβανούς υπηκόους της Πύλης, που αρκετοί ανάμεσά τους μορφωμένοι γνώριζαν ελληνικά και είχαν ελληνική καταγωγή. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτά τα ζητήματα ξαναγίνονται πολύ επίκαιρα λόγω της έκδοσης του -γραμμένου στην ελληνική γλώσσα- αρχείου του αλβανού και μωαμεθανού, πλην όμως ελληνόφωνου και αλβανόφωνου Αλή πασά των Ιωαννίνων, ύστερα από εικοσαετείς προσπάθειες του Βασίλη Παναγιωτόπουλου και της ερευνητικής ομάδας του.
- Από τη σκοπιά της λογοτεχνίας, το Να ζεις σε νησί, όπως όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά έργα, υπερβαίνει ασφαλώς τον αιώνα τον οποίο ανασυνθέτει, δηλαδή τον κρίσιμο για την Αλβανία 17ο αιώνα, προκειμένου να θέσει και σύγχρονα ζητήματα εθνικών ταυτοτήτων, συνύπαρξης ή αντιπαλότητας θρησκειών, πολιτισμικών μεταλλάξεων και των συνεπειών τους. Τότε, κατά τη μακραίωνη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το θρησκευτικό υποκαθιστούσε το εθνικό, περίπου όπως συμβαίνει και τώρα στα Βαλκάνια, όπου το εθνικό τείνει να ταυτίζεται πολλές φορές με μια θρησκεία. Ο συγγραφέας, ωστόσο, δεν απλοποιεί καθόλου την εποχή που επικαλείται προκειμένου να εκφράσει τον πολύ σύγχρονο προβληματισμό του. Εκπλήσσει με την ιστορική του επάρκεια, με το πλήθος των πληροφοριών του, των ενταγμένων στέρεα στην καθημερινή ζωή των κατοίκων ενός αλβανικού χωριού, όπως εκπλήσσει και με το πλήθος των εγκιβωτισμένων στην αφήγηση άλλων ιστοριών που αφορούν εμβληματικά πρόσωπα εκείνης της ταραγμένης εποχής στα Βαλκάνια (ο Σκεντέρμπεης, ο Αλή Τεπελενλής - ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων που αναφέραμε στα νιάτα του, ο Γκέρκι Μπράνκοβιτς, ο Σαμπετάι Σεβή και άλλοι). Η μείζων και δραματική ιστορία αυτών των ιστορικών προσώπων διασταυρώνεται πάντα με τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων εκείνου του χωριού, λειτουργώντας σαν καταλύτης για μια προσωπική απόφαση, για μια αλλαγή πλεύσης.
- Πρόκειται, βέβαια, για ένα μυθιστόρημα γραμμένο από αλβανό συγγραφέα για περιπέτειες της πατρίδας του, της Αλβανίας. Ο τρόπος που ο συγγραφέας διαχειρίζεται τη σημασία που έχει για τον ίδιο η έννοια της πατρίδας, ο πόνος του και οι σημερινές προφανώς ανησυχίες του, η αναζήτηση κάποιων απαντήσεων στην ανασύνταξη του παρελθόντος, επιτρέπει στο μυθιστόρημα να διαβαστεί και σαν εξιστόρηση κάποιου χώρου που εστιάζεται μεν στις αλβανικές χριστιανικές και τις λίγες αλβανικές εξισλαμισμένες οικογένειες ενός συγκεκριμένου κλειστού χωριού, απλώνεται ωστόσο στη χαρτογράφηση μιας ευρύτερης περιοχής, που περιλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννινα, την ορεινή και την παραθαλάσσια Ηπειρο, κι άλλες ακόμη, για να επιμείνει ιδιαίτερα, σχεδόν συμβολικά, στην Κρήτη. Οντας Κρητικιά, και μάλιστα από το Ηράκλειο ή Χάνδακα, την παλιά πρωτεύουσα της βενετοκρατούμενης Κρήτης, θα ομολογήσω τη συγκίνησή μου από τους συμβολισμούς που ο Μπεν Μπλούσι αποδίδει στην κατάληψη αυτού του τελευταίου σημαντικού χριστιανικού προπύργιου στην ανατολική Μεσόγειο από την Πύλη μέσω του Αλβανού Κιοπρουλή πασά το 1669, ύστερα από 25 χρόνια πολιορκίας, γνωστής με το όνομα ο Κρητικός Πόλεμος.
- Η κεντρική φυσιογνωμία του βιβλίου αλλά και της πιο σημαντικής οικογένειας στο χωριό, ο Αριανίτης Κομνηνός, Αλβανός με ελληνική βυζαντινή ρίζα, γόνος μακραίωνης ένδοξης και καλλιεργημένης φάρας, υπέρμαχος ώς την τελευταία του πνοή της ελληνικότητας και όσων εκείνη συνεπάγεται, θα βρεθεί τελικά ενταφιασμένος στην ιδανική εκείνη Κρήτη, κοντά στη δεύτερη κι αγαπημένη του γυναίκα, τη Θεσσαλονικιά Εβραία Σέμπα, που είχε πεθάνει, χρόνια πριν, στη νήσο, γεννώντας τη μοναχοκόρη τους Σάρα, η οποία και πηγαίνει εκεί για να βρει τα ίχνη τους. Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική αιτία που με κάνει να συμφωνώ βαθιά με τον συγγραφέα για το παλίμψηστο νοημάτων, αισθημάτων, και γρίφων ακόμη, που συνεχίζουν να κρύβουν οι τόποι και οι πολιτισμοί μας, περιμένοντας ίσως από μας, τους ελάχιστους, την ανασκαφή, την προσπάθεια να καταλάβουμε, την ανάδειξη, ενδεχομένως κάποιας καινούριας νοηματοδότησής τους.
- Ομως, ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο δεν χτίζεται μόνο με τα παραπάνω υλικά, ούτε είναι αποτέλεσμα μόνο των καλών προθέσεων, και σκέψεων, του συγγραφέα. Η λογοτεχνική του μαστοριά είναι αυτή που εντέλει θα καταστήσει το λογοτεχνικό βιβλίο έργο των χεριών, της καρδιάς και του νου, κτήμα κοινόχρηστο και αξιόλογο. Ο Μπεν Μπλούσι αποδεικνύεται μάστορας. Εχει δηλαδή θητεύσει με σοβαρότητα στην τέχνη που ασκεί και, κυρίως, τολμά να δημιουργεί φτιάχνοντας τον δικό του κόσμο, με τον δικό του προσωπικό λογοτεχνικό τρόπο. Για παράδειγμα, μια ιστορία που μας φαίνεται πλήρης και γοητευτική μέσα στο συγκεκριμένο κάποια στιγμή σκηνικό της, αποκαλύπτεται σε λίγο αλλιώτικη, όταν λέγεται από άλλους αφηγητές, για να ειπωθεί παρακάτω με καινούριες προσθαφαιρέσεις και διαφορετικές σημασιοδοτήσεις, καθώς ο συγγραφέας τη λέει και την ξαναλέει προσπαθώντας να φτάσει στο κέντρο των ομόκεντρων κύκλων της, με άλλα λόγια, στη μυστική ουσία της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης πράξης.
- Οι κοινωνικές τομές καταγράφονται από τον συγγραφέα με μια μαεστρία που εναλλάσσει σχεδόν αρμονικά το ειρηνικό με το πολεμικό, τους έρωτες και τους θανάτους, τη δημιουργικότητα με τις καταστροφές, τα γράμματα και την αγραμματοσύνη, πλάθοντας -κι αυτό μου άρεσε επίσης- εξαίσιες γυναικείες μορφές δίπλα στους μαχητικούς άντρες ή τους πιο πράους οικογενειάρχες, δίνοντας μεγάλη σημασία ακόμη και στα μικρά παιδιά. Για να κυριολεκτήσω, δίνοντας μεγάλο ρόλο και στον κύκλο της ζωής από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο από τη μια μεριά, από την άλλη όμως, δίνοντας μεγάλο επίσης ρόλο στους ατέρμονους κύκλους, στο ατέρμονο και γονιμοποιό ανακάτεμα της Ιστορίας και της προσωπικής μικροϊστορίας. Τέλος, η γλώσσα του έργου εκπλήσσει καθώς με την ίδια αρμονικότητα, και με ιδιαίτερη ζωντάνια, μεταβαίνει από τον χωρίς εισαγωγικά διάλογο στην αφήγηση των ιστοριών και των περιπετειών των ηρώων, από τη μικρή χειρονομία στη σημαίνουσα δημόσια πράξη, από τον κάτοικο του χωριού στην ιστορική προσωπικότητα, χωρίς να χάνει ποτέ τον σταθερό βηματισμό της, ο οποίος της επιτρέπει να παρατηρεί και να σημειώνει το κάθε τι στο διάβα της. Επιτρέποντας έτσι και σε μας, τους αναγνώστες, να βαδίζουμε στο πλευρό της, να ζούμε όσα εκείνη η γλώσσα ζει, να ονειρευόμαστε όσα ονειρεύεται, να σκεφτόμαστε όσα σκέφτεται. [Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 28 Μαΐου 2010]
No comments:
Post a Comment