Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 12 Μαΐου 2010
Δύο συγγραφείς δεν συνυπογράφουν συχνά ένα βιβλίο. Πόσω μάλλον στην Ελλάδα, που οι λογοτέχνες μοιάζουν να ακολουθούν μοναχικές πορείες. Ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός και ο πεζογράφος Χρήστος Χρυσόπουλος συνυπογράφουν, πάντως, «σαν ένας άνθρωπος», το βιβλίο «Το διπλό όνειρο της γραφής» (εκδ. Πατάκη).
Η συνομιλία τους για τη λογοτεχνία, το έργο τέχνης, την κριτική διατηρεί, χωρίς να χάνει το βάθος της, την αμεσότητα των e-mails που άρχισαν να ανταλλάσσουν, αρχικά, οι δυο τους. Το «διπλό όνειρο» δεν προκύπτει, όπως εξηγούν, από την ταύτιση και την απόλυτη συμφωνία τους, αλλά από μια διαφορά, εφόσον πρόκειται για τη σχέση καθενός εξ αυτών με τη γλώσσα.
- Πώς γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου;
«Η αρχική πρόθεση δεν ήταν να γράψουμε από κοινού ένα βιβλίο. Ξεκινήσαμε μια συνομιλία μέσω e-mail, με αφορμή τα δύο τελευταία μας βιβλία και κάποια δοκίμια που είχαμε δημοσιεύσει στο παρελθόν. Το μυθιστόρημα "Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον" αλλά και η ποιητική συλλογή "Διακοπές στην πραγματικότητα" είναι δύο έργα που υπερβαίνουν, το καθένα με τον τρόπο του, το είδος στο οποίο ανήκουν (πεζογραφία/ποίηση) και επιχειρούν ένα άνοιγμα προς μία λογοτεχνία που υπονομεύει τις αυστηρές ταξινομήσεις και οροθετήσεις. Καθένα από τα δύο αυτά βιβλία διεκδικεί την ελευθερία να σχολιάζει τη γραφή αλλά και τις σχέσεις του λόγου με τις άλλες τέχνες. Αρα εδώ υπάρχει μια κοινή προβληματική και μια κοινή (αλλά όχι ταυτόσημη) μέθοδος. Η κουβέντα μας, ακριβώς λόγω αυτής της "εκλεκτικής συγγένειας", απέκτησε μεγάλο ενδιαφέρον και μες στον χρόνο βάθυνε και επεκτάθηκε σε θέματα που δεν αφορούσαν μόνο τα συγκεκριμένα βιβλία. Καθώς προχωρούσε, διαπιστώσαμε ότι είχε λάβει τέτοια έκταση, ώστε πλέον έπρεπε να τη διαχειριστούμε ως αυτονομημένο κείμενο. Δηλαδή το ίδιο το θέμα μας (η γραφή) απέκτησε υπόσταση (έγινε κείμενο). Από εκεί και πέρα είχαμε να επεξεργαστούμε ένα βιβλίο εν προόδω».
- Τι σημαίνει για έναν πεζογράφο κι έναν ποιητή: γράφουμε «σαν ένας άνθρωπος»;
«Η έμφαση εδώ πρέπει να δοθεί στην παρομοίωση. Στο σημείο αυτό εδράζεται και η καινοτομία του βιβλίου. Γράφουμε "σαν" ένας άνθρωπος, δηλαδή υπογράφουμε από κοινού ένα κείμενο που υποδέχεται τις διαφωνίες μας και συνεπώς είναι ανεκτικό απέναντι στις αντιφάσεις του. Ως δύο διαφορετικής καταγωγής και προσανατολισμού συγγραφείς διεκδικούμε και περιφρουρούμε την αυτονομία και τις ιδιαιτερότητές μας».
- Λέτε ότι το βιβλίο είναι προϊόν μιας ουσιαστικής φιλίας σ' έναν περίγυρο που συνήθως αποφεύγει να υπερασπιστεί ιδέες, θέσεις και πρόσωπα. Υπάρχει κάποια ερμηνεία γι' αυτή τη στάση του λογοτεχνικού κόσμου;
«Η διαπίστωση αφορά την επιθυμία μας να διευρυνθεί στον τόπο μας ο δημόσιος διάλογος για τα ουσιαστικά ζητήματα της λογοτεχνίας. Το επιδιωκόμενο είναι να μπορούμε να συζητούμε ξεπερνώντας τις προσωπικές μας βλέψεις, αλλά διατηρώντας την αυτονομία μας και ταυτόχρονα αναλαμβάνοντας, ο καθένας μας, την ευθύνη των πράξεων και των λόγων του. Στον δικό μας μικρό περίγυρο δεν έχει νόημα να υποκρινόμαστε ότι δεν γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα. Είναι εντιμότερο να διακηρύξουμε τις φιλίες μας και να ξεδιπλώσουμε με γενναιοδωρία και ειλικρίνεια τα επιχειρήματα και τις πεποιθήσεις μας».
- Γράφετε: «μην εμπιστεύεσαι άκριτα ό,τι νομίζεις πως βλέπεις με τα δικά σου μάτια -ειδικά αν γράφεις κρατώντας στα χέρια χαρτομάντιλα». Ποιο στερεότυπο θεωρεί τον άκρατο συναισθηματισμό λογοτεχνική αρετή;
«Πρόκειται για μια διάχυτη αντίληψη που θέλει τον "γνήσιο" συγγραφέα να παραδίδεται στο συναίσθημα, να γράφει με την καρδιά... κ.λπ. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι ότι το συναίσθημα δεν υφίσταται ή ότι πρέπει να εξοβελίζεται από τη γραφή. Απλώς, όπως υπάρχει ένας νους που αισθάνεται, άλλο τόσο πρέπει να υπάρχει μια καρδιά που σκέφτεται. Το ποίημα ή το πεζό κείμενο είναι πρωτίστως ένα λεκτικό αρχιτεκτόνημα και ο συγγραφέας του δεν μπορεί να υποδύεται ότι δεν έχει συνείδηση του τι ακριβώς οικοδομεί. Η αισθηματολογία (στην οποία πολλοί συγγραφείς ρέπουν) δεν είναι παρά η αποτυχία του αισθήματος. Ας μη συγχέουμε πάντως αυτή την απαίτηση με μια αισθητική. Εδώ μιλάμε για μια συνθήκη του μυαλού: Ο Βιτγκενστάιν συνέλαβε το "Tractatus" στα χαρακώματα. Οι οβίδες που έπεφταν γύρω του δεν κατάφεραν να θολώσουν τη σκέψη του ούτε τη διαύγεια της γλώσσας του».
- Αν «η γραφή είναι πάντοτε μια διακινδύνευση», τι διακινδυνεύει ο συγγραφέας;
«Το πρόταγμα εδώ έχει τη μορφή μιας προϋπόθεσης. Η γραφή οφείλει να είναι διακινδύνευση. Η ενασχόληση με τη γραφή, για να είναι ουσιαστική (όπως κι αν το ορίσει αυτό κανείς) δεν μπορεί να καταλήγει σε διαρκή επιβεβαίωση των κεκτημένων. Ο συγγραφέας πρέπει να πειραματίζεται διαρκώς και να θέτει την ίδια του τη γραφή και επομένως και την ίδια την εικόνα του υπό αμφισβήτηση».
- Θεωρείτε ότι η σχέση της γραφής με την απάτη ή την πλαστοπροσωπία έχει άλλες διαστάσεις στην ψηφιακή συνθήκη και στον κόσμο των δικτύων;
«Το ζήτημα εδώ είναι πολλαπλό. Από τη μια μεριά, και μιλώντας για την ευκολία του μέσου: ναι. Αρκεί -για να το απλουστεύσουμε- "το πάτημα ενός κουμπιού". Από την άλλη: όχι. Με την ίδια ευκολία μπορούν να διαπιστωθούν τα λογής δάνεια και οι οικειοποιήσεις. Μια τρίτη διάσταση αφορά τη συγγενή έννοια της πρωτοτυπίας, το "originality": η ευκολία του μέσου έχει αλλάξει την ίδια τη φύση της διακειμενικότητας, γεννώντας νέες τεχνικές και αναζωογονώντας άλλες, γνωστές από τις απαρχές της λογοτεχνίας. Εδώ δεν αναφερόμαστε στους τρόπους με τους οποίους καταλήγει να διευθετείται η γραφή με μη-γραμμικό τρόπο (μοντάζ, παστίς, κολάζ, κ.λπ.) αλλά στις αρχικές "μεθόδους εξόρυξης των λογοτεχνικών υλικών", που προηγούνται της γραφής: λογοκλοπή, δειγματοληψία, αρπαγή, παρέμβαση, καταστροφή, εκτροπή, πλαστογραφία, διαστρέβλωση, εξαπάτηση, φάρσα, ετερωνυμία, μίμηση, κρυπτομνησία, υπερδιακειμενικόητα, δανεισμός, παρανάγνωση, απόδοση κ.λπ.».
- Γράφετε ότι «η λογοτεχνία που αντέχει στον χρόνο μετατρέπει την Ιστορία σε κάτι ανοίκειο. Στέκεται μακριά από κομματικές γραμμές». Αναφέρεστε στον στενό ορίζοντα της «στρατευμένης» τέχνης;
«Οι επαναστάσεις της ευαισθησίας δεν κερδίζονται στα χαρακώματα της πολιτικής. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει ένας συγγραφέας (για να θυμηθούμε τον Κάμινγκς ή και τη Λόρα Ράιντινγκ Τζάκσον) είναι να κατακτήσει ένα μέρος του εαυτού του, κι αυτό να το εγγράψει όσο πιο δραστικά μπορεί στο έργο του. Τα ποιήματα που αντέχουν στον χρόνο δεν είναι βέβαια αυτά που ο Αραγκόν, για παράδειγμα, αφιέρωσε στον σύντροφο Στάλιν, αλλά του Μαντελστάμ, που είχαν την τόλμη να αποκηρύξουν την "επίσημη αφήγηση" του καθεστώτος. Και ξέρουμε με τι τίμημα πλήρωσε ο Ρώσος ποιητής αυτή του τη στάση».
* Το βραβευμένο («Διαβάζω») βιβλίο «Διακοπές στην πραγματικότητα» (Πατάκης) του Χάρη Βλαβιανού κυκλοφορεί ήδη και στα σουηδικά σε μετάφραση του κορυφαίου μεταφραστή Ινγκεμαρ Ρεντίν. *
Wednesday, May 12, 2010
«Δεν γράφεις για να διατηρήσεις κεκτημένα»
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment