Βρίσκομαι στο Βερολίνο. Πρίν από δύο χρόνια το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου καλεί τον νομπελίστα Ορχάν Παμούκ για να τον ανακηρύξει επίτιμο διδάκτορα. Η τελετή έγινε στο κτήριο Ford στο Dahlem. Το κοινό είναι επιλεγμένο. Μόνο πανεπιστημιακοί, με ιδιαίτερη πρόσκληση. Φτάνω στο Dahlem, εκεί όπου το τρένο σταματά υπέργειο. Οι δρόμοι πλημμυρισμένοι από νεανικά πρόσωπα. Ευγένεια και χαμόγελα. Ολοι γνωρίζουν την κατεύθυνση.
Στο κτήριο αυτό αισθάνεσαι την προστασία της διαφάνειας όταν κοιτάς την προέκταση των κήπων. Ξαφνικά τελειώνει η αναμονή. Ακούγεται ένα εγκάρδιο χειροκρότημα, στην αίθουσα εμφανίζεται ο τιμώμενος Ορχάν Παμούκ. Τον χειροκροτούν οι επίσημοι. Η εκδήλωση είναι καταπληκτική, ενθουσιώδης. Προλογίζουν όλοι οι ειδικοί από τα Ινστιτούτα Ανατολικών Σπουδών.
Στο τέλος ο μεταφραστής του βιβλίου «Η Κωνσταντινούπολη» και ο Παμούκ διαβάζουν. Ο Παμούκ απνευστί. Οι λέξεις έχουν τη δύναμη της ρευστότητας.
Κανείς δεν μπορεί να επέμβει σε αυτόν τον ρυθμό, που έχει την ακρίβεια ενός συμφωνικού έργου. Οταν σταματάει υψώνει τον δείκτη προς τον ουρανό σαν ένδειξη της εύνοιας ενός ανέμου, που τον σπρώχνει κι εκείνος καταγράφει την ελευθερία των πραγμάτων που φανερώνονται στο φως.
Στο τέλος υπογράφει τα βιβλία του. Ανάμεσα στα πλήθη που συρρέουν και στον συγγραφέα τηρείται η απόσταση. Είναι ο πρώτος Τούρκος που αναγνωρίζω, στον οποίο προτείνω νοερά το χέρι μου.
Τώρα, στην πλατεία Ernst-Reuter κυματίζει μια γιγαντοαφίσα της Κωνσταντινούπολης με το γνωστό περίγραμμα της πόλης και τίτλο «Κωνσταντινούπολη, η πόλη των εμπνεύσεων» ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης το 2010.
Το Μουσείο
Σ' έναν λόφο πάνω από τον Βόσπορο στην περιοχή Cukurcuma, «λάκκος της Παρασκευής», γιατί οι Οθωμανοί, κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης καταφεύγουν εδώ για να προσευχηθούν, βρίσκεται το κτήριο που αγόρασε πριν από μερικά χρόνια ο Ορχάν Παμούκ και θα ονομάζεται «Μουσείο της Αθωότητας».
Εδώ, άλλοτε, κατοικούσαν Λεβαντίνοι έμποροι, Ελληνες, Αρμένιοι και Κούρδοι. Στο κέντρο αυτής της περιοχής υπάρχουν παλαιοπωλεία, εργαστήρια χειροτεχνίας, δέκα υπαίθριες αγορές. Τώρα τα πεζοδρόμια είναι φθαρμένα, τα σκαλοπάτια φαγωμένα, τα στενά σοκάκια θυμίζουν την παλιά εποχή. Τον χειμώνα, όταν φυσά, τρίζουν τα ετοιμόρροπα σπίτια, που απαγορεύεται να κατεδαφιστούν.
Το κτήριο αυτό κτίστηκε το 1897 από την οικογένεια Bruckner, που ήταν Λεβαντίνοι. Ο πατέρας της οικογένειας ήταν τραπεζίτης. Στην Κωνσταντινούπολη ζουν ακόμα οι απόγονοι αυτής της οικογένειας. Εχει τέσσερα πατώματα, κάθε πάτωμα 75 τ.μ., μ' ένα υπόγειο, χαμηλό, ύψους 2 μ. Από το κτήριο διατηρήθηκε μόνον η πρόσοψη. Εσωτερικά μια ατσαλένια κατασκευή το υποστυλώνει και το καθιστά αντισεισμικό. Το μουσείο είναι μικρό, αλλά περιμετρικά στις προθήκες τα εκθέματα θα είναι πυκνά.
Τα αντικείμενα
Ο Ορχάν Παμούκ ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο. Είδε 1.743 μουσεία. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του «Το Μουσείο της Αθωότητας» απαριθμεί τα μουσεία που ξεχώρισε, την αίσθηση κάθε μουσείου, τις ιδιαιτερότητες, την αρμονική τοποθέτηση των εκθεμάτων, τον ιδιαίτερο φωτισμό των αντικειμένων.
Τα αντικείμενα που θα εκτίθενται στο Μουσείο της «Αθωότητας», είναι υπολείμματα μιας κατάστασης συμβίωσης του παρελθόντος. Βουβά, βαριά, με συναισθηματική φόρτιση.
Βρίσκονται ακόμα σε κιβώτια, τσάντες και σακούλες. Είναι αντικείμενα που ανήκουν στην εικόνα της πόλης, ένα κομμάτι της Κωνσταντινούπολης που χάνεται.
Μερικά αντικείμενα ήταν κάποτε ζωντανά, εμψυχωμένα από την αφή των χεριών, από τη λείανση της χρήσης. Συνόδευαν σαν υποκατάστατα τις στιγμές. Μερικά όταν τα κοιτάς, αφηγούνται την αληθινή τους ιστορία. Οταν τα αγγίζουμε, ψηλαφίζουμε τον χρόνο και τον τρόπο της δημιουργίας τους.
Ο συλλέκτης γνωρίζει τις παραλλαγές, τις απομιμήσεις που διασκορπίζονται σε διάφορες αγορές. Υπάρχουν ακριβείς καλλιτεχνικές επαναλήψεις αντικειμένων. Οργανικά αντικείμενα, όπως φρούτα ή καρποί, που δεν τα αγγίζει η ιστορική αλλαγή.
Αντικείμενα που ο ήρωας του έργου δώρισε, έκλεψε, αγόρασε από παλιούς συλλέκτες ή μέσω του Διαδικτύου. Είναι ένας εξαρτημένος από τα αντικείμενα, όπως ομολογεί.
Το ρολόι και τα σπίρτα «με βοηθούν για να περιγράψω πώς περνούσα δέκα-δεκαπέντε λεπτά που χρειαζόταν, για να καταλάβω ότι η Φισούν δεν θα ερχόταν ούτε εκείνη τη μέρα».
«Το τρενάκι "Ankara-Express" είναι δικό μου παιχνίδι», αναφέρει ο Παμούκ. «Για να βλέπουν οι επισκέπτες πόσο υπέφερα, εκθέτω εδώ τη ραγισμένη καρδιά από πορσελάνη».
Το μουσικό ρολόι με την μπαλαρίνα, εισιτήρια από θερινούς κινηματογράφους, το ρολόι, που μία φορά την ημέρα το κοίταζαν για να κουρδίζουν τα ρολόγια τους και να τα ρυθμίζουν τα μέλη της οικογένειας Κεσκίν, είναι μερικά από τα εκθέματα του μουσείου.
Παντού στον κόσμο υπάρχουν μουσεία όπου φυλάσσονται αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ο ιδρυτής αυτού του μουσείου θα μεταμορφωθεί σε επιμελητή του. Θα κοιμάται σ' ένα μικρό δωμάτιο κάτω από τη στέγη και μέσα από τα διαφανή πατώματα θα μπορεί να επιβλέπει το μουσείο και οι επισκέπτες θα μπορούν να τον συναντούν στις σκάλες, όπως ο συλλέκτης Berggruen, που έμενε στο ομώνυμο μουσείο του Βερολίνο.
Οι φωτογραφίες είναι του Sedat Mehder: Orhan Pamuk, αντικείμενα του Μουσείου: οι γόβες της Φισούν, τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια, αναπτήρες.
Πηγές: Suddeutsche Zeitung, Nr. 214.
Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 21 Μαΐου 2010
No comments:
Post a Comment