Sunday, July 6, 2008

ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ: ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ Ή ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

ΧΡΟΝΙΚΟ

Στη σκιά του πατέρα

Η Μαρίνα Καραγάτση αναπλάθει τη ζωή της οικογένειάς της και του συγγραφέα τού «Γιούγκερμαν» ξαναζωντανεύοντας μια ολόκληρη εποχή

[ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 06/07/2008]

«Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ καμιά ωρίτσα, αλλά κι αν δεν κοιμηθώ, δε χάλασε κι ο κόσμος. Με τη θανατερή τοξικότητα της φαντασίας μου, θ' αρχίσω να ονειρεύομαι ξύπνιος, τα όνειρα που θέλω. Αραγε πέρασε ποτέ απ' το μυαλό της αγαπητής μου θυγατέρας πως ο πατέρας της δεν είναι παρά ένας δειλός φυγάς της δυσάρεστης πραγματικότητας που αυτοχασισώνεται σα δερβίσης τις ώρες που γράφει κι όχι μόνο τότε».

Τα παραπάνω θα μπορούσε να τα έχει πει ο Μ. Καραγάτσης είτε σε ευθεία εξομολόγηση είτε μέσω κάποιου ήρωά του. Τα λέει ωστόσο η κόρη του Μαρίνα, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της στο βιβλίο της Το Ευχαριστημένο, όπου έχουμε το πορτρέτο του συγγραφέα, της οικογένειας Καραγάτση και κατ' επέκταση την αίσθηση και το άρωμα του χρόνου όπου έζησαν οι πρωταγωνιστές της συγγραφέως, πραγματικά πρόσωπα αλλά και μυθοποιημένες φιγούρες.

Επιστροφή στην παιδική ηλικία



Ο Μ. Καραγάτσης (δεξιά), η Νίκη Καραγάτση και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Στην ένθετη φωτογραφία, η Μαρίνα Καραγάτση στο σπίτι της, σήμερα


Ας το πούμε λοιπόν εξαρχής: πρόκειται για ωραίο και πρωτότυπο βιβλίο, για νοσταλγική και πικρή αναδρομή στο παρελθόν που αναπλάθει την ιστορία μιας από τις γνωστότερες αστικές οικογένειες της εποχής. Είναι ένα χρονικό, θα λέγαμε, του συναισθήματος το οποίο εκτυλίσσεται μέσω της ανάκλησης της παιδικής ηλικίας και ταυτοχρόνως μια κατάθεση ψυχής.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη και τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο και εκτενέστερο μέρος που φέρει τον τίτλο Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950 μεταφερόμαστε στην εποχή και τους πρωταγωνιστές της: στον ίδιο τον Καραγάτση που μιλάει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Ο Καραγάτσης, τη Μαρίνα, έφηβη στα 13 της χρόνια, και την υπηρέτρια του σπιτιού Λασκαρώ, αυτή που έδωσε το όνομα Ευχαριστημένο στη συγγραφέα στο δεύτερο κεφάλαιο που έχει τίτλο Η Μαρίνα και η Λασκαρώ, ενώ στο τρίτο (Η γιαγιά Μίνα) μιλάει η πεθερά του Καραγάτση, αρχόντισσα από την Ανδρο που μέσα από την αφήγησή της μας προσφέρει μια εικόνα της μεγαλοαστικής Ελλάδας του 19oυ και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Τρία κεφάλαια, τρία αφηγηματικά επίπεδα που σοφά διαπλέκονται καθώς η διαφορά της οπτικής γωνίας κάθε φορά που αλλάζει ο αφηγητής δεν επηρεάζει ούτε την αφηγηματική ροή ούτε τη σύνθεση του υλικού το οποίο αποτελεί τη διήγηση της Μαρίνας Καραγάτση. Είναι ασφαλώς σημαντικό το επίτευγμα, αν σκεφθεί κανείς ότι οι συνειρμικές αφηγήσεις πολύ συχνά δεν έχουν συνοχή.
Ο Καραγάτσης μιλάει σαν Καραγάτσης. Η Λασκαρώ η υπηρέτρια μιλάει σαν Λασκαρώ, η γιαγιά Μίνα σαν γιαγιά Μίνα και η Μαρίνα σαν Μαρίνα αλλά πουθενά δεν έχεις την αίσθηση ότι η διαφορά της ομιλίας συνεπάγεται και αλλαγή στο ύφος - στην ουσία πρόκειται για διαφορά απόχρωσης γιατί το βιβλίο έχει αφηγηματική ταυτότητα πέραν των πρωταγωνιστών-αφηγητών: αυτή της Μαρίνας Καραγάτση.

Ολα τα πρόσωπα επί σκηνής

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου έχουμε καθώς λέμε όλα τα πρόσωπα επί σκηνής. Βρισκόμαστε σε Μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006. Οι νεκροί επιστρέφουν - ή, καλύτερα, είναι σαν να μην έχουν πεθάνει αφού εξακολουθούν να κατοικούν στην περιοχή της μνήμης. Η μνήμη είναι αγαθή, απαλύνει το αδέκαστο του χρόνου και μας βοηθά να βλέπουμε με επιείκεια, κάποτε και με ελαφρά ειρωνεία τη ματαιότητα και τη σκληρότητα του παρόντος. Οι πρωταγωνιστές λοιπόν διασχίζουν μισόν αιώνα απουσίας και επιστρέφουν στην ίδια παλιά αυλή, που παραμένει ανάλλαχτη, ή σχεδόν ανάλλαχτη, γιατί τώρα είναι κι αυτή μια εικόνα της μνήμης, μια μισοβυθισμένη εικόνα φυσικά που αναδύεται από το βάθος του χρόνου όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά που σφραγίζουν τη ζωή μας και γεννούν μέσα μας την ανάγκη να τα φέρουμε στο φως.

Το μέρος αυτό έχει θεατρική μορφή. Είναι ένα μονόπρακτο όπου δεν συμβαίνει τίποτε αλλά λέγονται σχεδόν τα πάντα. Θα μπορούσε κανείς να το εισπράξει και ως σχόλιο ή προβολή τού πώς οι παλιοί πρωταγωνιστές θα έβλεπαν σήμερα τα όσα έζησαν στον καιρό τους. Η έφηβη Μαρίνα που τους βάζει να μιλούν είναι πλέον μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Δανείζεται άραγε τη φωνή τους ή τους δίνει τη δική της φωνή; Νομίζω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Η σκηνή είναι το αυλιδάκι, η παλιά μικρή αυλή του σπιτιού των Καραγάτσηδων, αλλά στο προσκήνιο έχουμε βεβαίως τη μνήμη. Αν όπως λέμε η μνήμη είναι αγαθή δεν παύει να είναι και άλλο τόσο πικρή. Κι όταν πηγαίνει σε βάθος πενήντα και πλέον χρόνων γίνεται ακόμη πιο πικρή για το μάταιο των ανθρωπίνων, για το αίσθημα που προκαλεί η απώλεια και η απουσία, για το μεγάλο κενό του χρόνου, το αδυσώπητο του θανάτου - δηλαδή το απότομο σταμάτημα του χρόνου - που ο καθένας τον μάχεται καταθέτοντας ένα ουσιώδες κομμάτι του εαυτού του, με άλλα λόγια τη ζωή που έζησε και που τον σφράγισε. Είναι ακόμη ο τρόπος να βλέπει κανείς αυτά που έβλεπε όταν τα ζούσε, όμως αυτή τη φορά μέσα από την ακατανίκητη έλξη του κενού, από την παντοδύναμη και στις πιο προσωπικές στιγμές ανυπόφορη επιβολή της απουσίας. Οι δικοί μας άνθρωποι είναι οι ψηφίδες του εαυτού μας, αυτοί που συνθέτουν μεγάλο μέρος της εσωτερικής μας ζωής. Πρέπει να τους βλέπουμε με καθαρό μάτι - όπως και τον εαυτό μας - αλλά και με την αγάπη που μας χάρισαν και την τρυφερότητα που νιώσαμε δίπλα τους.

Το γέλιο των νεκρών

Τα πρόσωπα επί σκηνής σχολιάζουν το παρελθόν και αρκετά συχνά γελούν - με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Αλλά πώς ή ποιο μπορεί να είναι το γέλιο των νεκρών; Και αν υπάρχει, πώς μπορούμε να το φανταστούμε οι ζωντανοί; Η Μαρίνα Καραγάτση το αντιμετωπίζει με συγκινητική απλότητα γιατί οι νεκροί δεν είναι νεκροί. Είναι οι δικοί της άνθρωποι, όπως λέει και ο υπότιτλος του βιβλίου της. Την «ανοιξιάτικη μέρα του 2006» η ίδια στη σύναξη των νεκρών είναι το κοριτσάκι των 13 ετών, το «Ευχαριστημένο», η φωνή που έρχεται από το παρελθόν αλλά και ο εαυτός που κρατά μέσα της, αυτός που τη βοηθά να μεταφέρει πενήντα χρόνια μετά τον σταματημένο χρόνο. Είναι αυτό το δεύτερο μέρος του βιβλίου η πίσω πλευρά του πρώτου. Και η ίδια είναι η Φωνή, δηλαδή ακούγεται από το παρασκήνιο, από εκεί όπου κρύβεται και βλέπει και ακούει τα πρόσωπά της να μιλούν.

Το βιβλίο κλείνει με τη φωνή της συγγραφέως που με διακριτικότητα αλλά πολύ καθαρά λέει «καλή αντάμωση» στους νεκρούς της:

«ΦΩΝΗ: Μαμά, μπαμπά, Λασκαρώ, θείε Αντώνη, γιαγιά Μίνα, παππού Λεωνίδα. Τώρα που τελείωσα το γράψιμο θα πάω μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου κι έπειτα έρχομαι αμέσως. Να με περιμένετε. Δεν θα αργήσω».

No comments: