Sunday, July 20, 2008

ΕΝΑ ΛΑΜΠΡΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ ΜΕ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΜΠΟΝΣΑΙ

Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 20/07/2008

Αλεχάντρο Σάμπρα, Μπονσάι, μετ. Εφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη

Η Εμίλια και ο Χούλιο είναι συμφοιτητές και μελετούν μαζί. Ο Χούλιο θα προτιμούσε κάποια άλλη, αλλά τελικά πλαγιάζει με την Εμίλια, την ερωτεύεται, μοιράζεται μαζί της αλήθειες και ψέματα, φόβους και ενοχές, ανασφάλειες και ματαιοδοξίες, αναγνώσεις και κάθε λογής παραξενιές, σεξουαλικές, συναισθηματικές και λογοτεχνικές. Πολύ συχνά, πριν κάνουν έρωτα διαβάζουν και εμπνέονται από τις αναγνώσεις αυτές, οι οποίες μπορεί να μην έχουν καμία εμφανή αλλά και υπόρρητη ερωτική συνδήλωση. Και αυτές τους αποκαλύπτουν τη μοίρα τους: ένα διήγημα του Μασεδόνιο Φερνάντες, μέντορα του Μπόρχες, κάνει λόγο για ένα μπονσάι-σύμβολο αιώνιας αγάπης που χάνεται ανάμεσα σε άπειρα όμοιά του και τους φανερώνει το τέλος της σχέσης τους, το τέλος κάθε αγάπης, το ανέφικτο του «για πάντα».

Ο Χούλιο θα συνεχίσει και από αναγνώστης θα γίνει συγγραφέας. Θα γράψει το βιβλίο που τάχα του ανέθεσε να αντιγράψει στον υπολογιστή ένας διάσημος συγγραφέας. Το βιβλίο αυτό, δικό του και ξένο, θα έχει τον τίτλο «μπονσάι» και θα μιλάει για μια μεγάλη, χαμένη αγάπη που μένει για πάντα ζωντανή στην καρδιά του ήρωα. Από τη γραφή θα περάσει στην καλλιέργεια ενός μπονσάι, στην καθυπόταξή του αρχικά, έτσι ώστε να πάρει το σχήμα που αυτός θέλει, μέσα στο δοχείο που αυτός έχει επιλέξει και αποτελεί και αυτό μια μορφή τέχνης. Πουλάει τα βιβλία του για να ζήσει. Κρύβει τον καθρέφτη με το σκίτσο του μπονσάι και την εικόνα μιας γυναίκας που είναι δύο. Και όταν μαθαίνει ότι η Εμίλια βρήκε το θάνατο στις γραμμές του μετρό, γυρίζει αμίλητος, πεισματικά βουβός, φευγάτος, με ένα ταξί την πόλη, σε μια διαδρομή τριάντα χιλιάδων πέσος.

Ελάχιστες γραμμές

Ο νεαρός Χιλιανός Αλεχάντρο Σάμπρα ονομάζει το πρώτο του αυτό αφήγημα μυθιστόρημα-μπονσάι. Εχοντας ήδη δημοσιεύσει το δεύτερο, λίγο μεγαλύτερο κείμενό του, σε μια χώρα -και μια ήπειρο- που φημίζεται για τις μικρο-ιστορίες της (microcuentos), το έσχατο αυτό είδος μεταμοντέρνας αφήγησης που εξαντλείται σε ελάχιστες γραμμές, με ελάχιστα πρόσωπα και σε ελάχιστο χρόνο, ο Σάμπρα μοιάζει να ακολουθεί ευλαβικά τη συμβουλή του Μπόρχες: γράφει σαν να συνοψίζει ένα ήδη γραμμένο βιβλίο. Με μια διαφορά: ο Σάμπρα θέλει να συνοψίσει όλα τα γραμμένα βιβλία ή, ακόμα καλύτερα, γράφει ένα σύντομο, πνευματώδες αλλά και τραγικό σχόλιο πάνω στο ανέφικτο της λογοτεχνικής θεματικής καινοτομίας και στο ύψιστο ιδεώδες της καθαρής φόρμας, του έργου που ξεπερνώντας τη θεματική γίνεται καθαρό ύφος, το ιδεώδες του Φλωμπέρ. Το σχόλιό του έχει άξονα μια μικρο-ιστορία την οποία διαβάζουμε ευθύς εξαρχής: «Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος [...] Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει.» Και συνιστά ένα πυκνό διακείμενο που σχολιάζει την τελευταία πρόταση της μικρο-ιστορίας αυτής: «τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία». Τα υπόλοιπα είναι ο Προυστ, που δεν τον έχει διαβάσει κανένας από τους δύο και ντρέπεται να το ομολογήσει. Οταν αρχίζουν να τον διαβάζουν πριν από το σεξ, όπως και τόσα άλλα, δεν το τελειώνουν ποτέ, πρώτα τελειώνει η σχέση τους. Είναι επίσης η ορχιδέα του Προυστ που συνομιλεί με το μπονσάι, σε μια μεταφορά του έρωτα και της γραφής, μαζί με το νούφαρο του Μπορίς Βιάν στον «Αφρό των ημερών». Είναι ο Φλωμπέρ της «Μαντάμ Μποβαρύ» που κατέχει κεντρική θέση, αλλά και των Μπουβάρ και Πεκυσέ, των αντιγραφέων που δεν αναφέρονται.

Μοναχικές φιγούρες

Ελλειπτικό, το κείμενο ταλαντεύεται πάνω στα κενά και τις αποσιωπήσεις του, τις παραλείψεις και τις παύσεις του, υπογραμμίζοντας διαρκώς ότι μιλάει μόνο για δύο πρόσωπα και μιαν αγάπη και όλα τ' άλλα, η φίλη, ο γέρος συγγραφέας, η γυναίκα του, όλοι και όλα είναι δευτερεύοντα, εκτός θέματος. Σαν ταινία, μοντάρει σκηνές τραβηγμένες σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, με άλλο φως και άλλη οπτική γωνία και τονίζει την καθημερινότητα της απώλειας, το σύνηθες, το τετριμμένο της λανθασμένης επιλογής, το νομοτελειακό της μοναξιάς. Τα πρόσωπά του είναι μοναχικές φιγούρες, που τείνουν στο περίγραμμα.

Κι όμως, η θλίψη που αποπνέει η διαπίστωση αυτή χρωματίζεται από το πράσινο του μπονσάι στο δοχείο ή το βράχο του, την ελαφρότητα της κειμενικής τελικά υφής της λύπης, το παιχνίδι μιας γραφής που, επειδή έχουν όλα ειπωθεί, παίρνει το μονοπάτι προς τα πίσω, ξεκινά από τη μορφή για να συναντήσει το θέμα της, αναψηλαφά την αναπαράσταση ανάποδα, ξεκινώντας από τη λογοτεχνία. Ενα λαμπρό ντεμπούτο, ένα κείμενο πειραματικό και ευανάγνωστο, ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα.

No comments: