Ο Μαξίμ Γκόρκι (Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ, 1868-1936) στον πρόλογο μιας συλλογής άρθρων του το 1916, σημειώνει πως όλο το νόημα της πνευματικής του δραστηριότητας και δημιουργίας συμπυκνώνεται σ' ένα πάθος ασίγαστο: να ξυπνήσει στους ανθρώπους την αίσθηση της δύναμής τους. Αυτό το ίδιο πάθος είναι διάχυτο και στην κάθε σελίδα του βιβλίου «Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»). Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, ο Γκόρκι απευθύνεται στα παιδιά. Ο ίδιος πέρασε πικρά παιδικά και εφηβικά χρόνια στην προεπαναστατική Ρωσία, κάνοντας συχνά σκληρά επαγγέλματα για να κερδίσει το ψωμί του. Τα διηγήματά του που την ιστορούν, είναι γεμάτα θλίψη. Σημειώνεται στον πρόλογο της έκδοσης: «Σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε κι η ανθρωπότητα έχει κάνει τόσες προόδους, υπάρχουν σε πολλές χώρες πολλά παιδιά δυστυχισμένα. Γι' αυτό, όσοι από σας ζείτε μέσα στην άνεση και τη θαλπωρή, κάτω από τη στοργική σκέπη των γονιών σας, καλό είναι να ξέρετε πως υπάρχει και διαφορετική ζωή στον κόσμο. Αυτό θα σας κάνει να προβληματιστείτε και θα σας βοηθήσει να γίνετε άνθρωποι με κατανόηση και συμπόνια για τους συνανθρώπους σας. Ισως ακόμα να σας κάνει να θελήσετε, σαν μεγαλώσετε, ν' αγωνιστείτε κι εσείς, για να μην υπάρχει πουθενά αδικία και κακομεταχείριση, πουθενά φτώχεια και δυστυχία, τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους μεγάλους».
Παπαγεωργίου Βασίλης |
Με το κυρτό του ημικύκλιο, το βαρύ μαρμάρινο κτίριο του σταθμού ανοίγει τα φτερά του, σαν επιθυμώντας ν' αγκαλιάσει τους ανθρώπους. Απ' το λιμάνι έρχεται η βαριά ανάσα των βαποριών, η υπόκωφη κίνηση της προπέλας στο νερό, το κουδούνισμα της αλυσίδας, σφυρίγματα και φωνές. Στην πλατεία είναι ήσυχα, πνιγερά και όλα περιχυμένα με καυτό ήλιο. Στα μπαλκόνια και τα παράθυρα των σπιτιών, γυναίκες με λουλούδια στα χέρια, παιδιά ντυμένα τα γιορτινά τους, ίδια λουλούδια.
Σφυρίζει μπαίνοντας τρεχάτο το τρένο στο σταθμό, το πλήθος τινάχτηκε. Ιδια μαύρα πουλιά πετάχτηκαν πάνω απ' τα κεφάλια τσαλακωμένα καπέλα οι μουζικάντες παίρνουν τις τρομπέτες, κάποιοι σοβαροί ηλικιωμένοι άνθρωποι διορθώνοντας πάνω στο κορμί τα ρούχα τους προχωρούν μπροστά, στρέφουν τα πρόσωπά τους προς το πλήθος, λεν κάτι κουνώντας τα χέρια δεξά - ζερβά.
Βαριά και χωρίς να βιάζεται, το πλήθος υποχώρησε, ανοίγοντας πλατύ πέρασμα για το δρόμο.
«Ποιον υποδέχονται;»
«Τα παιδιά της Πάρμας».
Εκεί, στην Πάρμα, έχουν απεργία. Τ' αφεντικά δεν υποχωρούν, οι εργάτες τα βρήκαν σκούρα και να, αφού μάζεψαν τα παιδιά τους, που άρχισαν κιόλας ν' αδυνατίζουν από την πείνα, τα 'στειλαν στους συντρόφους τους στη Γένουα. Πίσω απ' τις κολόνες του σταθμού έρχεται μια στρωτή πομπή από μικρούς ανθρώπους. Είναι μισοντυμένοι και φαίνονται χνουδωτοί μες στα κουρέλια τους, αναμαλλιασμένοι σαν τίποτε παράξενα ζωάκια. Ερχονται κρατημένοι πέντε πέντε στη σειρά, πολύ μικροί, σκονισμένοι, φανερά κουρασμένοι. Τα πρόσωπά τους σοβαρά, μα τα μάτια λάμπουν ζωηρά και καθάρια κι όταν η μουσική αρχίζει να παίζει σε προϋπάντησή τους τον ύμνο του Γκαριμπάλντι1, πάνω σ' αυτά τα λιγνά και πεινασμένα προσωπάκια περνά μια χαρούμενη ανατριχίλα κι ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.
Το πλήθος χαιρετάει τους ανθρώπους του μέλλοντος με ξεκουφαντική κραυγή, μπροστά τους σκύβουν οι σημαίες, μουγκρίζει ο χαλκός των οργάνων, ξεκουφαίνοντας και τυφλώνοντας τα παιδιά. Αυτά πια τα 'χουν κάπως χαμένα με τούτη την υποδοχή, για μια στιγμή κάνουν πίσω και ξαφνικά, σαν να τεντώθηκαν, μεγάλωσαν, δυνάμωσαν, έγιναν ένα σώμα κι οι εκατό φωνές μ' έναν ήχο φώναξαν:
«Viva Italia!»2
«Ζήτω η νιότη της Πάρμας!» Βροντοφωνάζει το πλήθος και τα περικυκλώνει.
«Eviva Garibaldi!»3 Φωνάζουν τα παιδιά και σαν ένα γκρίζο σπαθί χώνονται κι εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος.
Στα παράθυρα των ξενοδοχείων, στις στέγες των σπιτιών, σαν άσπρα πουλιά σπαρταράν τα μαντίλια, από κει σκορπούν πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων βροχή τα λουλούδια και οι χαρούμενες, δυνατές κραυγές.
Ολα γίνηκαν γιορταστικά, όλα ζωντάνεψαν και το γκρίζο μάρμαρο άνθισε με κάτι ζωηρόχρωμους λεκέδες. Κουνιώνται οι σημαίες, πετάνε στον αέρα καπέλα και λουλούδια, πάνω απ' τα κεφάλια των μεγάλων φύτρωσαν μικρά παιδικά κεφαλάκια, περνοδιαβαίνουν μικροσκοπικά μελαχρινά χεράκια, πιάνουν λουλούδια και χαιρετούν κι όλο αντηχεί στον αέρα η ασταμάτητη, παντοδύναμη ιαχή:
«Viva il Socialismo!»4
«Eviva Italia!»
Σχεδόν όλα τα παιδιά τα σήκωσαν αγκαλιά, κάθονται πάνω στους ώμους των μεγάλων, σφίγγονται πάνω στα πλατιά στήθια κάποιων σοβαρών γενάτων ανθρώπων. Η μουσική μόλις ακούγεται μέσα στο θόρυβο, τα γέλια και τις φωνές! Μέσα στο πλήθος, οι γυναίκες ξεχωρίζουν τα υπόλοιπα απ' τα νιοφερμένα παιδιά και φωνάζουν η μια στην άλλη:
«Ανέτα, παίρνετε δύο;»
«Ναι! Κι εσείς;»
«Και για την κουτσή Μαργαρίτα ένα...»
Παντού χαρούμενη ζωντάνια, γιορταστικά πρόσωπα, δακρυσμένα καλοσυνάτα μάτια και κάπου κάπου τα παιδιά των απεργών ν' αρχίζουν κιόλας να μασουλάνε ψωμί.
«Στα δικά μας τα χρόνια δεν το 'χαμε σκεφτεί», λέει ένας γέρος με γαμψή σαν του πουλιού μύτη και μ' ένα σβησμένο τσιγάρο στα δόντια.
«Και είναι τόσο απλό...»
«Ναι! Απλό κι έξυπνο.»
Ο γέρος έβγαλε το τσιγάρο απ' το στόμα του κι αναστενάζοντας κοίταξε την άκρη του και τίναξε τη στάχτη. Και μετά βλέποντας δίπλα του δυο αγοράκια της Πάρμας, ως φαίνεται αδερφάκια, κατσούφιασε, έκανε το θυμωμένο - τα παιδιά τον έβλεπαν σοβαρά - έχωσε το καπέλο του μέχρι τα μάτια, άνοιξε τα μπράτσα του, τα παιδιά σφίχτηκαν το 'να δίπλα στ' άλλο, μαζεύτηκαν κι έκαναν πίσω. Ξαφνικά ο γέρος έκατσε ανακούρκουδα και φώναξε δυνατά, ίδιος κόκορας. Τα παιδιά έσκασαν στα γέλια, χτυπώντας με τις γυμνές πατούσες τους το λιθόστρωτο, ενώ ο γέρος σηκώθηκε, έσιαξε το καπέλο του και πιστεύοντας ότι έκανε αυτό που έπρεπε απομακρύνθηκε με το αβέβαιο τρεμουλιαστό του βήμα.
Μια καμπουριασμένη κι ασπρομάλλα γυναίκα, με πρόσωπο γριάς - μάγισσας και με σκληρές άσπρες τρίχες στο κοκαλιάρικο σαγόνι της, κλαίει κοντά στα πόδια του αγάλματος του Κολόμβου, σκουπίζοντας τα κόκκινα μάτια της με τις άκρες της ξεθωριασμένης μαντίλας της. Σκοτεινή και τερατόμορφη, είναι τόσο μόνη ανάμεσα σ' αυτό το χαρούμενο πλήθος...
Χοροπηδώντας έρχεται μια μαυρομαλλούσα Γενοβέζα, τραβώντας απ' το χέρι έναν πιτσιρίκο εφτά χρονών με ξύλινα παπούτσια κι ένα μεγάλο καπέλο, που του φτάνει ως τους ώμους. Τραντάζει το κεφαλάκι του για να ρίχνει το καπέλο στο σβέρκο κι αυτό όλο του πέφτει στο πρόσωπο, η γυναίκα του τραβάει το καπέλο απ' το μικρό του κεφάλι και πετώντας το ψηλά τραγουδάει και γελά. Ο πιτσιρίκος την κοιτάει ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, όλος ένα χαμόγελο, μετά πηδάει για να πιάσει το καπέλο κι οι δυο τους χάνονται μέσα στον κόσμο.
Ενας ψηλός άντρας με δερμάτινη μπροστέλα, με γυμνά πελώρια μπράτσα, κρατά στον ωμό του ένα κοριτσάκι έξι χρονών, λεπτούλι σαν ποντικάκι και λέει στη γυναίκα, που πηγαίνει δίπλα του κρατώντας απ' το χέρι ένα μικρό αγοράκι, κοκκινόξανθο σαν φωτιά:
«Καταλαβαίνεις, αν τα συνηθίσουμε, θα 'ναι δύσκολο μετά να τ' αποχωριστούμε.»
Το κοριτσάκι στον ώμο του γελάει δυνατά, θριαμβικά και ταρακουνάει το μικρό της ποδαράκι στο γαλάζιο αέρα φωνάζοντας:
«Eviva Parma-a!»5
Οι άνθρωποι φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους τα παιδιά, στην πλατεία μένουν τσαλαπατημένα λουλούδια, χαρτάκια από καραμέλες, χαρούμενες ομάδες από αχθοφόρους και από πάνω τους η καλοσυνάτη μορφή του ανθρώπου που ανακάλυψε το Νέο Κόσμο.
Κι απ' το δρόμο, σαν από πελώριες τρομπέτες, χύνονται οι όμορφες, εύθυμες φωνές των ανθρώπων που πηγαίνουν στην απαντή της καινούριας ζωής...
* * *
1. Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (1807-1882), Ιταλός πατριώτης αγωνιστής της Εθνικής Ανεξαρτησίας της Ιταλίας.
2. «Ζήτω η Ιταλία».
3. «Ζήτω ο Γκαριμπάλντι».
4. «Ζήτω ο σοσιαλισμός».
5. «Ζήτω η Πάρμα».
No comments:
Post a Comment