Tης Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 13/07/2008
Είναι όλοι συγγραφείς. Οπως οι γονείς τους. Η Μαρία Φακίνου, ο Θανάσης Χειμωνάς και ο Λένος Χρηστίδης ακολούθησαν, λιγότερο ή περισσότερο τυχαία, το δρόμο της γραφής. Ακριβώς όπως οι γονείς τους: η Ευγενία και ο Μιχάλης Φακίνος, ο Γιώργος Χειμωνάς και η Λούλα Αναγνωστάκη, η Ντόρα Γιαννακοπούλου και ο Μηνάς Χρηστίδης αντίστοιχα. Τα δύο αγόρια της παρέας μετρούν ήδη αρκετά βιβλία στο ενεργητικό τους. Το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Φακίνου κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο. Κουβαλάνε το βάρος του ονόματός τους; Τους βοήθησε ή τους εμπόδισε το επίθετό τους; Αυτά και άλλα πολλά -και μερικά τραγελαφικά- συζητήσαμε ένα βράδυ, σε καφέ του Κολωνακίου, με τη Μαρία Φακίνου και τον Θανάση Χειμωνά. Κι επειδή και οι δύο πέρασαν από τη δημοσιογραφία, κάποια στιγμή έκαναν ερωτήσεις ο ένας στον άλλον. Ηταν μια απρόσμενη συνάντηση.Θ.Χ.: Δεν περίμενα ποτέ ότι θα γίνω συγγραφέας, Ούτε διάβαζα ιδιαίτερα. Εκεί γύρω στο '90 πέρασα μια δύσκολη φάση στη ζωή μου και ξαφνικά μου ήρθε να γράψω. Εγραψα ένα διήγημα, «Το άλλοθι», το οποίο δημοσιεύθηκε στα «Νέα». Κι έτσι ξεκίνησα.
- Τι σ' έκανε να συνεχίσεις;
Θ.Χ.: Είχα ήδη δύο διηγήματα κι ένα βιβλίο και εκ των πραγμάτων ήμουν στο χώρο. Βέβαια, κολακεύτηκα και από την αντίδραση, τις κριτικές, τις παρουσιάσεις. Μετά έγραψα τα «Σπασμένα ελληνικά» και πλέον είχα μπει κανονικά. Είναι ένα χόμπι, δεν το κάνω ως επάγγελμα γιατί δεν μπορώ να ζήσω από αυτό.
Μ.Φ.: Εγραφα πάρα πολλά χρόνια, αλλά ποτέ δεν μ' ενδιέφερε η έκδοση. Για την ακρίβεια, το θεωρούσα αχρείαστο. Αυτή η άποψη ίσχυσε για πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή την πάτησα κι εγώ με τη δημοσιογραφία, γιατί θεώρησα ότι ήταν ένας τρόπος να είμαι σε επαφή με τον λόγο και τη γραφή. Ευτυχώς πολύ έγκαιρα κατάλαβα ότι αυτή η δουλειά δεν είχε καμιά σχέση με την ιδιοσυγκρασία μου και με την αυταπάτη ως προς τη σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας. Νομίζω ότι εξακολουθώ να μη θεωρώ την έκδοση αναγκαίο τμήμα της γραφής. Αλλά είπα να το δοκιμάσω και βλέπουμε τι θα γίνει. Ομως μου αρέσει να γράφω, πάντα μου άρεσε, πάντα με ανακούφιζε, ήταν ένας τρόπος για ν' ανακαλύψω πάρα πολλά πράγματα για μένα και για το πώς παρατηρούσα τα πράγματα...
Προστασία
- Η επωνυμία προκάλεσε δυσκολίες ή ευκολίες;
Μ.Φ.: Δημιουργεί αρνητικούς και θετικούς συνειρμούς. Είχα σκεφτεί αν έπρεπε να βγω με ψευδώνυμο ή με το αληθινό μου όνομα, και θεώρησα ότι πιο υγιές είναι να βγω με τ' όνομά μου. Σίγουρα μ' έχει βοηθήσει σε κάποιο βαθμό, δηλαδή ξεκινάς από μία διαφορετική βάση, αυτό οφείλω να το αναγνωρίσω. Δεν είσαι τελείως ξένος στον αναγνώστη. Μπορεί να έχω κερδίσει κάποιους αναγνώστες μόνο λόγω του ονόματος. Πιστεύω όμως ότι η γραφή μου δεν έχει σχέση με τα γραπτά των γονιών μου.
Θ.Χ.: Εμένα μ' έχει προστατέψει το όνομά μου. Αλλοι συνάδελφοί μου έχουν κατηγορηθεί για επιλογές ή στάσεις τους, εγώ ποτέ. Ισως γιατί υπάρχει ένα δέος απέναντι στον πατέρα μου.
Μ.Φ.: Πιστεύεις ότι θα είσαι πάντα ο γιος του Χειμωνά;
Θ.Χ.: Ελπίζω όχι. Υπάρχουν άνθρωποι -είναι σπάνιο- που δεν ξέρουν τον πατέρα μου και έχουν διαβάσει εμένα. Ο πατέρας μου, παρότι είναι πολύ πιο δύσκολος από μένα, εξακολουθεί να πουλάει πολύ περισσότερο και έχει φανατικούς αναγνώστες και πολλούς νέους.
- Τι φοβηθήκατε περισσότερο μπαίνοντας σ' αυτό το χώρο και κουβαλώντας αυτό το επώνυμο;
Θ.Χ.: Τίποτα. Ποτέ δεν μπήκα στη λογική ότι είμαι ο συνεχιστής του έργου του πατέρα μου ή επειδή είμαι ο γιος της Αναγνωστάκη πρέπει να κάνω κάτι ανάλογο. Δεν με απασχολεί.
Μ.Φ.: Εγώ φοβάμαι αυτό που νομίζω ότι θα φοβόμουν ούτως ή άλλως. Την κριτική. Μ' έπαιρνε η μάνα μου τηλέφωνο και μου έλεγε «γράφει εκεί για το βιβλίο σου». Δεν ήθελα να το δω. Ισως γιατί ήμουν πάντα το καλό παιδί, δεν θέλω να προκαλώ. Οπότε όταν βλέπω κάτι που αναφέρεται σε μένα, με φέρνει σε δύσκολη θέση γιατί θέλω να περνάω απαρατήρητη. Οταν με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν «βγήκε το βιβλίο σου, πήγαινε να το πάρεις» δεν ήθελα να πάω.
Θ.Χ.: Εγώ ήμουνα στην Αγγλία και μου το έστειλαν εκεί.
Το στίγμα
- Ποιο στίγμα θεωρεί ο καθένας ότι βάζει στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;
Θ.Χ.: Εγώ γράφω για να ικανοποιήσω τον εαυτό μου. Θεωρώ πάντως ότι ο συγγραφέας δίνει κάθε φορά το στίγμα της εποχής στην οποία ζει. Ο συγγραφέας είναι πιο χρήσιμος κι απ' τον ιστορικό. Αν κάποιος διαβάσει σύγχρονη λογοτεχνία ζώντων συγγραφέων θα έχει καλύτερη εικόνα για το πώς είναι ο κόσμος απ' ό,τι αν διαβάσει τις αναφορές κάποιου ιστορικού.
Μ.Φ.: Συμφωνώ με τον Θανάση. Δεν νομίζω ότι η πραγματικότητα είναι η αφορμή για να γράψω κάτι. Σίγουρα όμως επηρεάζει τη γλώσσα μου, αυτά που βλέπω και τον τρόπο που τα βλέπω. Ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα απεικονίζει την εποχή που ζεις.
- Τι σας εμπνέει για να γράψετε;
Μ.Φ.: Μια μικρή παρέκκλιση από το φυσιολογικό, μια μικρή διαστρέβλωση της πραγματικότητας με εξιτάρει πάρα πολύ. Οταν, δηλαδή, ο άλλος μου δώσει μιαν αναπάντεχη αφορμή, μιαν άλλη οπτική των πραγμάτων από αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Με ενδιαφέρει η πραγματικότητα ως αφορμή μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη. Τον ρεαλισμό τον βιώνω στην καθημερινότητά μου και δεν με αφορά.
Θ.Χ.: Συνειδητά τίποτα. Αλλά κάποια πράγματα αποτυπώνονται στο μυαλό μου και κάποια στιγμή βγαίνουν στη γραφή. Η δική μου η γραφή είναι απολύτως ρεαλιστική.
Μ.Φ.: Οταν είσαι σε διαδικασία γραφής, είσαι λίγο πιο ευαίσθητος με όσα συμβαίνουν γύρω σου;
Θ.Χ.: Ηδη έχει συμβεί μια διαδικασία στο μυαλο μου. Είμαι πλέον στη φάση της καταγραφής. Εχω στο μυαλό μου όλο το βιβλίο και απλώς το γράφω.
Μ.Φ.: Αλήθεια, ξέρεις αρχή, μέση, τέλος; Εγώ ξεκινάω έχοντας μόνο έναν ήρωα, ο οποίος κάπου με καθοδηγεί, αλλά δεν ξέρω εξαρχής πού θα με πάει. Ολα είναι εν δυνάμει υλικό, γι' αυτό και είμαι σε εγρήγορση. Επειδή είμαι ήπιος χαρακτήρας, αυτό μου αρέσει.
Γκάφες, απρόοπτα και τραγελαφικά
Μ.Φ.: Ενας φίλος πήγε σ' ένα βιβλιοπωλείο να πάρει το βιβλίο μου, και ρωτάει τον βιβλιοπώλη, έτσι για να δει αντιδράσεις: «Το έχεις διαβάσει το βιβλίο»; «Οχι», απαντάει. «Δεν μου αρέσει η Ευγενία Φακίνου, γιατί να μ' αρέσει η Μαρία;», ήταν η αποστομωτική απάντηση του βιβλιοπώλη.
Θ.Χ.: Εμένα με ρωτούν συχνά αν έχω συγγένεια με τον Χειμωνέτο τον ποδηλάτη. Το 2001 γινόταν μια κοινή εκδήλωση για μένα και τον πατέρα μου. Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες βγήκαν με τη φωτογραφία μου και λεζάντα: «Ο αείμνηστος Γιώργος Χειμωνάς». Φαντάζομαι την έκπληξη του κόσμου όταν είδε τον αείμνηστο να είναι παρών και να μιλάει! Και στην Καρδίτσα, μια άλλη φορά, από τα μεγάφωνα ανήγγειλαν ότι υπογράφει βιβλία ο «διάσημος συγγραφέας Γιώργος Χειμωνάς»!
«Χωρίς κριτική είμαστε τυφλοί»
Οι υποχρεώσεις του τον εμπόδισαν να βρίσκεται στη συνάντηση με τη Μαρία Φακίνου και τον Θανάση Χειμωνά. Μόνη κοινή ώρα, ένα Σάββατο σ' ένα καφέ της Καλλιδρομίου. Συναντηθήκαμε με τον Λένο Χρηστίδη με τα ψώνια της δημοφιλούς λαϊκής αγοράς στα χέρια μας. Δίπλα στο μπλοκάκι, τα λάχανα, τα φρούτα, τα μαρούλια, τα χόρτα. Συνεσταλμένος και δύσκολος στην προσέγγιση στην αρχή, ο Λένος Χρηστίδης ανοίχτηκε και χαλάρωσε όσο περνούσε η ώρα. Αισθάνεται άβολα στις συνεντεύξεις και προτιμάει να μιλάει μέσα από τα βιβλία του. «Με το «Μονολόγκ» νομίζω ότι είπα όσα ήθελα. Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο νομίζω πως δεν θα ξαναγράψω».
Μιλήσαμε για όσα αγαπάει και για τον τρόπο που περνάει τη μέρα του στο σπίτι του, στο κέντρο της πόλης, στην οδό Θεμιστοκλέους. Οταν δεν ταξιδεύει βέβαια, κυρίως στην Ασία. «Είναι πιο κοντά σε μένα. Δεν έχουν τον ανταγωνισμό της Δύσης εκεί. Οταν πρωτοπήγα είδα χιλιάδες πεζούς και αυτοκίνητα, χωρίς φανάρια, και κανείς να μην αγανακτεί. Αυτή η ηρεμία είναι η αρχή των πάντων. Στη Δύση μεγαλώνουμε με τον ανταγωνισμό».
Μαγειρεύει μόνος του, τρώει μια φορά την ημέρα, αργά την νύχτα, και βλέπει πολλές ταινίες. Παρακολουθεί φανατικά τις ξένες σειρές Prison Break και Lost και θεωρεί ότι «αυτές οι σειρές μας έδειξαν ότι η τηλεόραση δεν είναι για πέταμα. Η mainstream σειρά Lost προωθεί τα πιο κλασικά και διάσημα βιβλία (Μόμπι Ντικ, Αδελφοί Καραμαζώφ, Φίλιπ Ντιπ, Φλαν Ο' Μπράιαν κ.ά.). Το κοινό της έρχεται σε επαφή με τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
Μεγάλωσε δίπλα σε ανθρώπους των γραμμάτων. «Οι γονείς μου είναι πάντα στους πρώτους αναγνώστες μου, γιατί είναι διαφορετικοί και δικοί μου. Εχω γεννηθεί σε ένα σπίτι με κριτικούς και μετράω την κριτική. Αλλά να προέρχεται από σοβαρούς ανθρώπους. Χωρίς κριτική είμαστε λίγο τυφλοί. Κανείς δεν μπορεί να έχει το σωστό γούστο για τη δική του δουλειά». Οσο για τους πρώτους του αναγνώστες, είναι κάποιοι φίλοι των οποίων τη γνώμη μετράει πολύ και δεν διστάζει να αλλάζει τα κείμενά του.
Είναι ακριβώς σαράντα χρόνων ο Λένος Χρηστίδης και μεγαλώνει μαζί με την εξάπλωση της τεχνολογίας. Θεωρεί το Internet «θάλασσα πληροφοριών που χάνεσαι. Από την άλλη υπάρχει. Είναι ανεκτίμητο». Οσο για το Facebook, «μπαίνω, αλλά είναι όπως τα παλιά λευκώματα. Είμαστε λίγο μεγάλοι γι' αυτό».
Τα βιβλία τους
- Ραγδαία επιδείνωση, του Θανάση Χειμωνά (εκδ. Πατάκης).
- Μονολόγκ, του Λένου Χρηστίδη (εκδ. Καστανιώτης).
- Το καπρίτσιο της κυρίας Ν., της Μαρίας Φακίνου (εκδ. Καστανιώτης).
No comments:
Post a Comment