Του Γιώργου ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ, Η Αυγή, 20/07/2008
"Χθες απέθανε Καρασούτσας τις": μ' αυτές τις περιφρονητικές λέξεις νεκρολογούσε μια αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής τον Ιωάννη Καρασούτσα. Όπως κι ο Παπαρηγόπουλος, ο Καρασούτσας δεν άντεξε τους μικρόχαρους καιρούς του, που είθιστο και τότε να δολοφονούν τους ποιητάς και αποτόλμησε το απονενοημένο διάβημα. Κάκιστα, γιατί κάποτε θα πρέπει κι οι καλλιτεχνούντες κι οι μουσόληπτοι να πάρουν εκδίκηση επιφέροντας θανάσιμα πλήγματα στην σκυλόψυχη εποχή τους. Πάντως, οι στιχοπλόκοι της παλιάς αθηναϊκής σχολής δεν είχαν το σθένος να αντεπιτεθούν. Περιορίστηκαν να κλαυθμηρίζουν και να θρηνωδούν. Ανάμεσα ωστόσο στις γραώδεις θρηνωδίες του τότε συρμού το στιβαρό άσμα του Καρασούτσα ξεχωρίζει. Ο ίδιος διεκδικούσε μια εξέχουσα θέση για την τέχνη των Μουσών: "Οι ποιηταί ως Εστιάδες", γράφει στον πρόλογο της "Βαρβίτου", "φυλάττουσιν ακοίμητον την ιεράν φλόγα της φιλοπατρίας, διατηρούν την ελπίδα, χαροποιούσι τους τεθλιμμένους ήρωας υμνούντες αυτών τα κλέα και ζώσι και θνήσκουσιν ως εκείνοι καταλίποντες κληρονομίαν εις τους εκγόνους οι μεν το ξίφος οι δεν την λύραν αυτών". Ξίφος και λύρα είναι όπλα εξίσου ισχυρά. Και μάλιστα όταν στέφονται κατά των τυράννων. Ο Καρασούτσας, όπως κι ο Κάλβος, μισούσε τους Ξέρξες και τους σατράπες. Το πάθος της ελευθερίας ήταν βαθιά ριζωμένο στην ψυχή αυτού του σμυρνιού, που απεχθανόταν όσους συμβιβασμούς υποδουλώνουν κι ευτελίζουν κι εγκωμίαζε τον Βερανζέρο, γιατί "του Διογένους την πενίαν / κι εν της Λιλέτας απλούν ρόδον / επρόκρινε από την ανίαν / των χρυσοφόρων ανδραπόδων". Από την πλούσια λυρική συγκομιδή του Καρασούτσα θα επιλέξω να σταθώ στο ιδιάζον, "διαστημικής φαντασίας" ποίημα "Εις εν άστρον". Ο ποιητής αντικρίζει στις αχανείς εκτάσεις του νυκτερινού ουρανού το αμυδρό κι αβέβαιο φως ενός άστρου, έναν μικρό αδάμαντα άμεσα στην πληθύ των αδαμάντων, των σμαράγδων και των σαπφείρων που κοσμούν την εσθήτα του συμπαντικού θεού, μια χλωμή λαμπάδα του περίλαμπρου βωμού που προχέει "αείρροον φως λύχνων χιλίων και χιλίων" ή, ακόμα σωστότερα κι επιστημονικότερα, έναν ήλιο φέροντα " πλανήτας κινουμένους / και πας [του] δε πλανήτης υποπλανήτας άλλους" μέσα σε "σωρεία κόσμων εκτάσεων απείρου",. Ίσως δε-φαντάζεται- αυτό το άστρο να φέρει ως γίγας "επί ευρέων νώτων / και γαίας και θαλάσσας, και λόφους και πεδία- / πλην ποία των η τύχη και τις η ιστορία;" Κυλούν και εκεί τα πράγματα όπως εδώ, η μοίρα των ανθρωπίνων επαναλαμβάνεται απαράλλακτη κι εκεί; "Κι ενώ ο οφθαλμός μου, ω άστρον, σ' ατενίζει, / σε διαπρήσσουν ίσως στρατεύματα και στόλοι / υπό τα βήματά των το έδαφός σου τρίζει, / και μάχαι συγκροτούνται, και πίπτουν στρατοί όλοι." Η ωδή καταλήγει σε συμβατικούς απαισιόδοξους στοχασμούς για την ματαιότητα των πάντων: όλη αυτή η τύρβη κι η βοή είναι ασήμαντος κόκκος μέσα στην νεκρική σιγή της απεραντοσύνης, μια μικρή φωτεινή στιγμή που κάποτε θα σβήσει στο έρεβος της αιώνιας νύχτας. Ουσιαστικά, ο Καρασούτσας την αντανάκλαση της επίγειας ματαιότητας καθορά στο έναστρο στερέωμα προκαλώντας μας να φανταστούμε την μικρή μας γη από μιαν άλλη άκρη του διαστήματος. Φαίνεται πως το μυστήριο του έναστρου στερεώματος σαγήνευε τον ποιητή μας. Αφιέρωσε ολόκληρο άσμα στα ουράνια σώματα, τον γαλαξία, αυτή την μεγάλη φυταλιά άστρων , απ' όπου αέναα προβάλλουν νέοι κόσμοι, τις Πλειάδες που βαδίζουν κατά μόνας σαν άσπιλες παρθένοι, τον Ωρίωνα που νυκτιπολεί βαστάζοντας την χρυσή κώπη αργυροήλου ξίφους. Οι στίχοι αυτοί θυμίζουν τις εμπνευσμένες περιγραφές του μεγάλου αστρονόμου του 19ου αιώνος, του Καμίλλου Φλαμμαριόν, ο οποίος, πέρα από επιστήμων, ήταν, όπως φαίνεται στο μυθιστόρημά του "Στέλλα", και μέγας ποιητής του διαστήματος: "Παρατηρήσατε τον τρίτον αστέρα της Ανδρομέδας, φαίνεται λευκός και απλούς. Λοιπόν, οπότε θελήσετε, θα σας τον δείξω εις το τηλεσκόπιον και θα δήτε με τους ιδίους σας οφθαλμούς πόσον είναι θαυμάσιος! Είναι χρυσούς ήλιος, πέριξ του οποίου στρέφεται άλλος πράσινος ήλιος, σαν σμαράγδι, και πέριξ αυτού πάλιν άλλος ήλιος κυανούς ως σάπφειρος... Κυττάξετε εις τον Κύκνον αυτό το θαυμάσιον άστρο! Είναι ο Αλβιρέος. Υπάρχει κει πάνω εκπάγλου κάλλους ξυνωρίς δύο αστέρων, εκ των οποίων ο ένας σκορπίζει γύρω του χρυσάς ακτίνας και ο άλλος κυανήν λάμψην σαπφείρου. Εκεί δε στον Δελφίνα, παρατηρείται ο συμφυρμός των πυρσών ενός τοπαζίου κι ενός σμαράγδου" ( η μετάφραση του Ανδρέα Δαλέζιου). Ο Παλαμάς μεταξύ των καθαρολόγων ξεχώριζε κι εκτιμούσε τον Καρασούτσα και ως πρωτότυπο συγγραφέα και ως μεταφραστή - θεωρούσε τη μετάφρασή του της "Παναγίας των Παρισίων" αντάξια του πρωτοτύπου- και χρεώνει την αποτυχία του να γράψει ποιήματα ισοδύναμα του ταλάντου του στην καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς είχε δίκιο: το λυρικό καράβι της καθαρεύουσας βυθίστηκε αύτανδρο. Κανείς από τους λυρικούς ποιητές της δεν κατάφερε να επιβιώσει, όσο καλός οιακοστρόφος ή κωπηλάτης κι αν ήταν. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό το ναυάγιο στάθηκε δίχως οφέλη. Και στα γράμματα, όπως και αλλού, σε μια επιτυχημένη πραγμάτωση αντιστοιχούν πολλαπλάσιες αποτυχημένες δοκιμές, δίχως τις οποίες εκείνη δεν θα συντελούνταν ποτέ. Δίχως τους Βασιλειάδηδες, τους Παράσχους και τους Παπαρηγόπουλους, δίχως τα πεισιθάνατα στιχουργήματά τους, που σήμερα μόνο θυμηδία προκαλούν, δεν θα υπήρχε μήτε Παλαμάς, μήτε Καβάφης, μήτε Καρυωτάκης.
"Χθες απέθανε Καρασούτσας τις": μ' αυτές τις περιφρονητικές λέξεις νεκρολογούσε μια αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής τον Ιωάννη Καρασούτσα. Όπως κι ο Παπαρηγόπουλος, ο Καρασούτσας δεν άντεξε τους μικρόχαρους καιρούς του, που είθιστο και τότε να δολοφονούν τους ποιητάς και αποτόλμησε το απονενοημένο διάβημα. Κάκιστα, γιατί κάποτε θα πρέπει κι οι καλλιτεχνούντες κι οι μουσόληπτοι να πάρουν εκδίκηση επιφέροντας θανάσιμα πλήγματα στην σκυλόψυχη εποχή τους. Πάντως, οι στιχοπλόκοι της παλιάς αθηναϊκής σχολής δεν είχαν το σθένος να αντεπιτεθούν. Περιορίστηκαν να κλαυθμηρίζουν και να θρηνωδούν. Ανάμεσα ωστόσο στις γραώδεις θρηνωδίες του τότε συρμού το στιβαρό άσμα του Καρασούτσα ξεχωρίζει. Ο ίδιος διεκδικούσε μια εξέχουσα θέση για την τέχνη των Μουσών: "Οι ποιηταί ως Εστιάδες", γράφει στον πρόλογο της "Βαρβίτου", "φυλάττουσιν ακοίμητον την ιεράν φλόγα της φιλοπατρίας, διατηρούν την ελπίδα, χαροποιούσι τους τεθλιμμένους ήρωας υμνούντες αυτών τα κλέα και ζώσι και θνήσκουσιν ως εκείνοι καταλίποντες κληρονομίαν εις τους εκγόνους οι μεν το ξίφος οι δεν την λύραν αυτών". Ξίφος και λύρα είναι όπλα εξίσου ισχυρά. Και μάλιστα όταν στέφονται κατά των τυράννων. Ο Καρασούτσας, όπως κι ο Κάλβος, μισούσε τους Ξέρξες και τους σατράπες. Το πάθος της ελευθερίας ήταν βαθιά ριζωμένο στην ψυχή αυτού του σμυρνιού, που απεχθανόταν όσους συμβιβασμούς υποδουλώνουν κι ευτελίζουν κι εγκωμίαζε τον Βερανζέρο, γιατί "του Διογένους την πενίαν / κι εν της Λιλέτας απλούν ρόδον / επρόκρινε από την ανίαν / των χρυσοφόρων ανδραπόδων". Από την πλούσια λυρική συγκομιδή του Καρασούτσα θα επιλέξω να σταθώ στο ιδιάζον, "διαστημικής φαντασίας" ποίημα "Εις εν άστρον". Ο ποιητής αντικρίζει στις αχανείς εκτάσεις του νυκτερινού ουρανού το αμυδρό κι αβέβαιο φως ενός άστρου, έναν μικρό αδάμαντα άμεσα στην πληθύ των αδαμάντων, των σμαράγδων και των σαπφείρων που κοσμούν την εσθήτα του συμπαντικού θεού, μια χλωμή λαμπάδα του περίλαμπρου βωμού που προχέει "αείρροον φως λύχνων χιλίων και χιλίων" ή, ακόμα σωστότερα κι επιστημονικότερα, έναν ήλιο φέροντα " πλανήτας κινουμένους / και πας [του] δε πλανήτης υποπλανήτας άλλους" μέσα σε "σωρεία κόσμων εκτάσεων απείρου",. Ίσως δε-φαντάζεται- αυτό το άστρο να φέρει ως γίγας "επί ευρέων νώτων / και γαίας και θαλάσσας, και λόφους και πεδία- / πλην ποία των η τύχη και τις η ιστορία;" Κυλούν και εκεί τα πράγματα όπως εδώ, η μοίρα των ανθρωπίνων επαναλαμβάνεται απαράλλακτη κι εκεί; "Κι ενώ ο οφθαλμός μου, ω άστρον, σ' ατενίζει, / σε διαπρήσσουν ίσως στρατεύματα και στόλοι / υπό τα βήματά των το έδαφός σου τρίζει, / και μάχαι συγκροτούνται, και πίπτουν στρατοί όλοι." Η ωδή καταλήγει σε συμβατικούς απαισιόδοξους στοχασμούς για την ματαιότητα των πάντων: όλη αυτή η τύρβη κι η βοή είναι ασήμαντος κόκκος μέσα στην νεκρική σιγή της απεραντοσύνης, μια μικρή φωτεινή στιγμή που κάποτε θα σβήσει στο έρεβος της αιώνιας νύχτας. Ουσιαστικά, ο Καρασούτσας την αντανάκλαση της επίγειας ματαιότητας καθορά στο έναστρο στερέωμα προκαλώντας μας να φανταστούμε την μικρή μας γη από μιαν άλλη άκρη του διαστήματος. Φαίνεται πως το μυστήριο του έναστρου στερεώματος σαγήνευε τον ποιητή μας. Αφιέρωσε ολόκληρο άσμα στα ουράνια σώματα, τον γαλαξία, αυτή την μεγάλη φυταλιά άστρων , απ' όπου αέναα προβάλλουν νέοι κόσμοι, τις Πλειάδες που βαδίζουν κατά μόνας σαν άσπιλες παρθένοι, τον Ωρίωνα που νυκτιπολεί βαστάζοντας την χρυσή κώπη αργυροήλου ξίφους. Οι στίχοι αυτοί θυμίζουν τις εμπνευσμένες περιγραφές του μεγάλου αστρονόμου του 19ου αιώνος, του Καμίλλου Φλαμμαριόν, ο οποίος, πέρα από επιστήμων, ήταν, όπως φαίνεται στο μυθιστόρημά του "Στέλλα", και μέγας ποιητής του διαστήματος: "Παρατηρήσατε τον τρίτον αστέρα της Ανδρομέδας, φαίνεται λευκός και απλούς. Λοιπόν, οπότε θελήσετε, θα σας τον δείξω εις το τηλεσκόπιον και θα δήτε με τους ιδίους σας οφθαλμούς πόσον είναι θαυμάσιος! Είναι χρυσούς ήλιος, πέριξ του οποίου στρέφεται άλλος πράσινος ήλιος, σαν σμαράγδι, και πέριξ αυτού πάλιν άλλος ήλιος κυανούς ως σάπφειρος... Κυττάξετε εις τον Κύκνον αυτό το θαυμάσιον άστρο! Είναι ο Αλβιρέος. Υπάρχει κει πάνω εκπάγλου κάλλους ξυνωρίς δύο αστέρων, εκ των οποίων ο ένας σκορπίζει γύρω του χρυσάς ακτίνας και ο άλλος κυανήν λάμψην σαπφείρου. Εκεί δε στον Δελφίνα, παρατηρείται ο συμφυρμός των πυρσών ενός τοπαζίου κι ενός σμαράγδου" ( η μετάφραση του Ανδρέα Δαλέζιου). Ο Παλαμάς μεταξύ των καθαρολόγων ξεχώριζε κι εκτιμούσε τον Καρασούτσα και ως πρωτότυπο συγγραφέα και ως μεταφραστή - θεωρούσε τη μετάφρασή του της "Παναγίας των Παρισίων" αντάξια του πρωτοτύπου- και χρεώνει την αποτυχία του να γράψει ποιήματα ισοδύναμα του ταλάντου του στην καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς είχε δίκιο: το λυρικό καράβι της καθαρεύουσας βυθίστηκε αύτανδρο. Κανείς από τους λυρικούς ποιητές της δεν κατάφερε να επιβιώσει, όσο καλός οιακοστρόφος ή κωπηλάτης κι αν ήταν. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό το ναυάγιο στάθηκε δίχως οφέλη. Και στα γράμματα, όπως και αλλού, σε μια επιτυχημένη πραγμάτωση αντιστοιχούν πολλαπλάσιες αποτυχημένες δοκιμές, δίχως τις οποίες εκείνη δεν θα συντελούνταν ποτέ. Δίχως τους Βασιλειάδηδες, τους Παράσχους και τους Παπαρηγόπουλους, δίχως τα πεισιθάνατα στιχουργήματά τους, που σήμερα μόνο θυμηδία προκαλούν, δεν θα υπήρχε μήτε Παλαμάς, μήτε Καβάφης, μήτε Καρυωτάκης.
No comments:
Post a Comment