Sunday, July 13, 2008

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ

«Ανθολογία Σύγχρονης Αλβανικής Ποίησης», εισαγωγή - επιλογή - μετάφραση: Ρομέο Τσολάκου, εκδόσεις Ροές, δίγλωσση έκδοση, σελ. 208

Του Γιώργου ΜΠΛΑΝΑ, Η Αυγή, 13/07/2008

«Με φέρν’ η ζούρλια κι ο σεβδάς δυο λόγους να μιλήσω,/ κι αρχίνησα το γράψιμον ολίγον να γλενδίσω.../ Τι μ’ εύραν βάσανα πολλά τον φετεινόν τον χρόνο/ και μου εσκότασ’ ο ντουνιάς, κι αράδα παλαβώνω». Στη διάρκεια των δύο αιώνων που κύλησαν, από την εποχή που ο Αλβανός ποιητής Χατζή Σερχάνης απ’ το Δέλβινο άρχιζε με τους παραπάνω στίχους την «Αληπασαλιάδα» του, οι λαοί της Ελλάδας και της Αλβανίας είχαν -παρά τους εξ αμφοτέρων «πατριώτες», οι οποίοι εξυπηρετούσαν πάντα κάποιον τρίτο- μοίρα κοινή, ή τουλάχιστον βαμμένη με τα ίδια χρώματα στον πίνακα της Ιστορίας: αιματηροί αγώνες για την ελευθερία, δικτατορίες, γελοίες μοναρχίες, διεφθαρμένες δημοκρατίες, αλλά και πνεύμα ατίθασο, βαθιά ριζωμένη αίσθηση της αυτονομίας, της ατομικότητας και των παρεπομένων της: της επίμονης ενασχόλησης με την ποίηση. Πλήθος οι Αλβανοί και οι Έλληνες ποιητές, συμπεριλαμβανομένων των ανωνύμων μεγαλοφυών τροβαδούρων, οι οποίοι μας κληροδότησαν τα ποιήματα που συνηθίζουμε να ονομάζουμε Δημοτικά. Κι αν εμείς, οι Έλληνες, έχουμε πίσω μας χιλιάδες χρόνια ποιητικής παράδοσης, που μας πιέζουν κατά κάποιον τρόπο να γράφουμε ποίηση, οι Αλβανοί ξεπετάχτηκαν απ’ τα σκοτάδια των Οθωμανικών Βαλκανίων, καθορίζοντας από μιας αρχής τις προθέσεις τους: σπαθί για την ελευθερία και τραγούδι για τη ζωή.

Αυτονόητη, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρείται η επικοινωνία ανάμεσα στους ποιητές -μα και στους αναγνώστες- των δύο χωρών. Γι’ αυτό, η «Ανθολογία Σύγχρονης Αλβανικής Ποίησης», του εξαίρετου ποιητή Ρομέο Τσολάκου, πρέπει να γίνει αρχικά δεκτή ως ένα πρώτο έναυσμα για ελεύθερη, μη κυβερνητική ή θεσμική γνωριμία, με την όντως εντυπωσιακή ποίηση που γράφεται σήμερα στα αλβανικά. Όμως η δυναμική της δίγλωσσης αυτής έκδοσης κάθε άλλο παρά εξαντλείται σε μια συμβολική χειρονομία. Πρόκειται για ένα βιβλίο ποίησης, με την πιο αυστηρή έννοια, αφού ο Τσολάκου -γνωστός στην Αλβανία ως λεπτός χειριστής της γλώσσας- αποδεικνύεται επίσης και εξαίρετος χειριστής της ελληνικής. Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση πως διαβάζει ποιήματα ελληνικά και μάλιστα των τελευταίων χρόνων. Από αυτήν την άποψη, εντυπωσιάζει ο συγχρονισμός με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ποιητών οι οποίοι το 1990 ήταν ανάμεσα στα 18 και τα 20 χρόνια τους. Ορισμένοι από αυτούς σπούδασαν σε ευρωπαϊκές πόλεις και είναι φυσικό να ήρθαν σε άμεση επαφή με τις αναζητήσεις των Ευρωπαίων ποιητών. Αλλά και όσοι περιορίστηκαν στο βαλκανικό πολιτιστικό κλίμα, διαθέτουν ασύμμετρα -προς τις περιπέτειες της χώρας τους- υψηλό επίπεδο έκφρασης. Η γενιά αυτή -ποιητές γεννημένοι ανάμεσα στο 1963 και το 1973- μοιάζει να βρίσκεται πολύ μακριά από την ποίηση που γραφόταν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η επιστροφή της στη μοντερνιστική ποιητική παράδοση των αρχών του εικοστού αιώνα, αλλά και στον Ρομαντισμό, είναι εμφανής. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα δημιουργικό και διαμορφώνει μια πολυπρισματική εκφραστικότητα, η οποία παρέχει στους ποιητές τη δυνατότητα να εκφέρουν το λόγο τους με ακρίβεια, διαύγεια και εμφανή σιγουριά για τη δύναμη του ποιητικού λόγου. Οι γλωσσικοί πειραματισμοί λείπουν, αλλά αυτό είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της επικεντρωμένης στο περιεχόμενο βαλκανικής ποιητικής παράδοσης. Οι σημερινοί Αλβανοί ποιητές δείχνουν μια σοφία, η οποία δεν οφείλεται μόνο στην σταθερότητα των νεο-ρομαντικών και μοντερνιστικών εκφραστικών μέσων τους. Οι επιλογές τους μοιάζουν απόλυτα ελεγχόμενες, από μιαν αισθητική συνείδηση που θεωρεί την ποίηση υπόθεση εισβολής της φαντασίας στην πραγματικότητα. Ο φαντασιακός ρεαλισμός του Ισμαήλ Κανταρέ, ο συναισθηματικός κλασικισμός του Έλιοτ, ο κονστρουκτιβισμός του Μαγιακόβσκι και η διαλεκτική του παραλόγου του Γιάννη Ρίτσου, βρίσκονται ανάμεσα στις εμφανείς επιρροές, οι οποίες όμως είναι πολύ καλά ενσωματωμένες στην αθέατη ύφανση των ποιημάτων. Τόσο οι ποιητές που περιλαμβάνονται στην ανθολογία, όσο και εκείνοι που δεν περιλαμβάνονται, αποτελούν ήδη ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ποίησης.

Ποιητικά διαμάντια όπως: «Οι άντρες όταν πίνουν γίνονται αποδημητικά πουλιά...» (Αριάν Λέκα), «Μια γυναίκα στα σαράντα/ είναι μια σκιά που ψάχνει το αντικείμενό της...» (Λουλιέτα Λεσανάκου), «Ω, ας θυσιαστεί... απόψε... η γαλάζια αορτή της σελήνης» (Αγκρόν Τούφα), «Στα δυο άκρα μιας λέξης/ κάθονται δυο άντρες /- χωρίς να είναι γράμματα» (Τσέλο Χότζα), «...μπροστά μας ξεπρόβαλλε η θάλασσα/ αυτό το πανέξυπνο εργαλείο/ που σκορπάει τα μυαλά/ σαν πούπουλα» (Ιλίρ Μπελίου), «Σκοτάδι, σκοτάδι βαθύ μες στα κυπαρίσσια/ ώσπου να συνέλθει ο πανταχού παρών νεωκόρος/ και δυο τρία αστέρια ν' ανάψει» (Ρομέο Τσολάκου), δείχνουν την πολύμορφη δυναμική μιας ποίησης που ξέρει τις πηγές της και αισθάνεται βέβαιη για τον εαυτό της. Αν και επικεντρωμένη στην εσωτερική εμπειρία του ποιητικού υποκειμένου, όχι μόνο δεν ξεχνά τον γύρω της κόσμο, αλλά του δίνει θέση προνομιακή, σαν να ήταν στο χέρι του ποιητή η σύστασή του.

Η εισαγωγή του Ρομέο Τσολάκου μας δίνει ένα συνοπτικό, μέχρι μετριοπάθειας, σχέδιο για τη διαδρομή της αλβανικής ποίησης, από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα, αφήνοντας όμως τον αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του άποψη για τους ανθολογούμενους. Ίσως οι ανάγκες της έκδοσης να επέβαλαν τόσο λίγο χώρο, ίσως ο ανθολόγος να ήθελε ν' αφήσει το λόγο μόνο στην ποίηση, αλλά η αλήθεια είναι πως το αποτέλεσμα μοιάζει να δίνει στην αλβανική ποίηση έναν ρόλο που δεν ανταποκρίνεται στον εντυπωσιακό πλούτο της· ακόμα κι αυτόν που δημιουργήθηκε στο άτεγκτο πλαίσιο του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού.

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

No comments: