Sunday, July 20, 2008

ΒΙΛΧΕΛΜ ΦΟΝ ΧΟΥΜΠΟΛΝΤ, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων

Η ρομαντική κατακόρυφος

Του Στέφανου ΡΟΖΑΝΗ, Η Αυγή, 20/07/2008

ΒΙΛΧΕΛΜ ΦΟΝ ΧΟΥΜΠΟΛΝΤ, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων, μτφρ. Ξενοφών Αρμύρος, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2008

Από το 1946, ο αλησμόνητος Παναγιώτης Μιχελής είχε εμπεριστατωμένα διερευνήσει στα νεοελληνικά μας τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ ωραίου και υψηλού, διάκριση η οποία αποτελεί συστατικό-ιδρυτικό όρο της ρομαντικής θεωρίας και πράξης και γενικότερα του ρομαντικού κοσμοειδώλου.Ο ρομαντικός κατακόρυφος άξονας του υψηλού παρέβλεπε, και ίσως κατ' ουσίαν αμφισβητούσε, την καντιανή προοπτική (μολονότι δεν την ακύρωνε) του υψηλού ως κλίμακος του ωραίου ή, εν πάση περιπτώσει, ως συνοίκησης του ωραίου και του υψηλού σε μιαν ολιστική θεώρηση της καταγωγικής περιοχής των δύο εκφραστικών κατηγοριών.

Διαρρηγνύοντας τις κυρίως αρχαιοελληνικές προϋποθέσεις και όρους του ωραίου, η κατηγορία του υψηλού εισήγαγε τη δημιουργική ασυμμετρία στον πυρήνα της ποιητικής εκφραστικής και της πρόζας του κόσμου, κατά το μέτρο κατά το οποίο επιθυμούσε να διαχωρίσει τη ρομαντική του ατομικότητα από τη μη-ατομικότητα των αρχαιοελληνικών εναισθήσεων της τραγικής μορφής του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου. Γράφει εν προκειμένω ο Μιχελής: "Το υψηλό το διακρίνει ο δυναμισμός, ενώ το ωραίο η στατικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ωραία έργα είναι άψυχα. Αλλά το αίσθημα του υψηλού γεννιέται από μια διάσταση, από μια 'τάση' έντονη συναισθημάτων που ζητάει μια λύση, ενώ του ωραίου το αίσθημα γεννιέται μέσα από την ισορροπία των τάσεων, μέσα από τη 'λύση' των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων. [...] Το ωραίο είναι στραμμένο προς τα έξω, είναι μια κατάφαση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου, ενώ το υψηλό είναι στραμμένο προς τα έσω, είναι μια άρνηση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου [...] Και γι' αυτό το υψηλό δεν τρομάζει ούτε στο άμορφο μπροστά~ στη φύση μάλιστα μία από τις πρώτες του εκδηλώσεις είναι η εντύπωση του χάους, και στην πρωτόγονη τέχνη η εντύπωση του κολοσσιαίου και τερατώδους [...] Αλλά η συγγένεια του άμορφου με το άσχημο και κατά συνέπεια η συγγένεια της αισθητικής κατηγορίας του υψηλού με την κατηγορία του άσχημου εξηγεί γιατί η υψηλή τέχνη μεταχειρίζεται και την ασχήμια σαν μέσο εκφραστικό" (Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης, Αθήνα 1946).

Διερευνώντας τις κατηγορίες του ωραίου και του υψηλού, από τη σκοπιά όχι ακριβώς της ενδημούσας σύγκρουσης η οποία εμπεριέχεται σε κάθε εγχείρημα παραλληλισμού, αλλά από τη σκοπιά μιας θεωρησιακής κατάστασης συμβίωσής τους, και άρα αλληλόδρασής τους, ο Wilhhelm von Humboldt, στα δοκίμιά του υπό τον γενικό τίτλο |Ο Χαρακτήρας των Ελλήνων|, εκφράζεται ακολουθώντας τη ρομαντική κατακόρυφο, δίχως ωστόσο να αφίσταται πλήρως από το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο του ωραίου, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει το ωραίο διά του υψηλού και το υψηλό διά του ωραίου. Το πρόταγμά του είναι ασφαλώς η συντήρηση μιας διαλογικής σχέσης μεταξύ ωραίου και υψηλού, με κάθε κόστος, και προπάντων με το κόστος που προϋποθέτει ο αναστοχασμός του επιγόνου οσάκις επιλέγει να μιλήσει για τον ισχυρό του πρόγονο. Ο "γενικός χαρακτήρας του αρχαίου", διατείνεται, "είναι ο κλασικός, ενώ του σύγχρονου ο ρομαντικός", εννοώντας πάντα τον αρχαίο κλασικό κόσμο, τον κόσμο του έξω και τον κόσμο της ωραίας μορφής, ως έναν ισχυρό πόλο του οποίου ο αντίθετος πόλος είναι ο "σύγχρονος κόσμος των έσω, ο κόσμος της κατακορύφου και της απόλυτης διάχυσης προς τον αμορφία και το μη-σχήμα (ά-σχημο) του απείρου. Σπεύδει μάλιστα να εδραιώσει τον διπολισμό του με μια γενική απόφανση περί της ρομαντικής κατακορύφου: "Το ρομαντικό", αποφαίνεται, "κινείται στο λυκόφως του αισθήματος, χωρίζει το άτομο από το γένος και το γένος από τον κόσμο, ψάχνει για το απόλυτο στα βάθη του εγώ, ενώ για τη δυσαρμονία στην οποία βρίσκεται το άτομο με το απόλυτο δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από την απελπισμένη παραίτηση κάθε προσπάθειας εξομάλυνσης, ή την τέλεια λύση με την ιδέα της χάρης και του θαύματος".

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Humboldt εισάγει την κατηγορία του υψηλού ως δυσαρμονία μεταξύ ατόμου και απολύτου, δηλαδή, με άλλους όρους, ως κατευθύνουσα δημιουργική ασυμμετρία του έσω, έναντι της απόλυτης αρμονίας του έξω, η οποία συνέχει το κλασικά ωραίο. Επιπλέον μάλιστα, διοχετεύει αυτή τη δυσαρμονία και ασυμμετρία στο συναίσθημα της παραίτησης από κάθε εγχείρημα εξομάλυνσης μεταξύ των δύο κατηγοριών, δηλαδή στη χριστιανική καταγωγή της ρομαντικής κατακορύφου, που πράγματι δεν είναι άλλη παρά η διαπήδηση στις ιδέες της χάριτος και του θαύματος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο διευκρινίζει ότι "η ύψιστη συμβολική έκφραση και των δύο [του κλασικού και του ρομαντικού] είναι ο μύθος για τον πρώτο και ο χριστιανισμός για τον δεύτερο".

Ουσιωδώς, η διάκριση καθίσταται αναγνωρίσιμη, μέσω μιας άλλης διαμεσολαβούσας κατηγορίας, την οποία ο Humboldt χρησιμοποιεί και προβάλλει ως τον γερμανισμό της ρομαντικής κατακορύφου, παρά το γεγονός ότι ο λόγος γίνεται προκειμένου να διαυγασθούν οι έννοιες της αναγκαιότητας και της ελευθερίας. Κατά μια ελεύθερη (αλλά όχι αυθαίρετη) ερμηνεία, το πρόβλημα της ελευθερίας είναι συνυφασμένο με την κατακόρυφο του ρομαντικού έσω και υπ' αυτή την άποψη ανακύπτει η ουσία του ενστίκτου ως προς την ελευθερία. Τι όμως μπορεί να δηλωθεί διά του ενστίκτου και πώς η δήλωση συνάπτεται με τη ρομαντική ελευθερία; Η απάντηση του Humboldt είναι ο γερμανισμός μιας ιδιόμορφης λέξης. Δηλώνει ο Humboldt: "Έτσι μπορεί να ονομαστεί το ένστικτο με μια λέξη που είναι κατανοητή μόνο σε Γερμανούς: sehusucht, νοσταλγία, και ο άνθρωπος έχει έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα στον βαθμό που έχει μια τέτοια συγκεκριμένη νοσταλγία, και αφού αυτή είναι νοητή μόνο σαν ενέργεια, έχει τόσο χαρακτήρα όσο ηθική ενέργεια έχει".

Είναι εμφανής η υπερερμηνεία από την πλευρά της ρομαντικής κατακορύφου που ο Humboldt επιχειρεί προκειμένου να διερμηνεύσει το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο της ωραίας μορφής, παρασύροντάς το προς το μέρος του ρομαντικού υψηλού και της ρομαντικής δυσαρμονίας. Διότι η νοσταλγία, την οποία προτάσσει ως τον γερμανισμό του ενστίκτου, δεν είναι παρά μια γενική κατηγορία συνυφασμένη απόλυτα με την ουσία του Ρομαντισμού, και βέβαια δεν αφορά διόλου το αρχαιοελληνικό πεπρωμένο των μορφών ή τον χαρακτήρα αυτών των μορφών. Πολύ δύσκολα (αν όχι διόλου) θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος τον αρχαιοελληννικό κόσμο να διέπεται από τη (ρομαντικής καταγωγής) δημιουργική φαντασία, τη νοσταλγία και τη δυσαρμονία.

Και όμως ο Humboldt στην υπερερμηνεία του το βεβαιώνει: "Αν γι' αυτό η φαντασία έγινε η κυρίαρχη δύναμη της ψυχής (του Έλληνα), αυτή ήταν μόνο η γνήσια και δημιουργική φαντασία, που δεν προκαταλαμβάνει καμία άλλη δύναμη και δεν παραγνωρίζει ποτέ τον χώρο της".

Τις δυσκολίες που προκύπτουν από μια τέτοια υπερερμηνεία, ο Humboldt τις αντιλαμβάνεται πλήρως γράφοντας προς τον Friedrich Schiller περί της ελληνικής και μοντέρνας [ρομαντικής] ποίησης. Εδώ ακριβώς η υπερερμηνεία του τον εξαναγκάζει να δεχθεί μιαν έλλειψη του αρχαιοελληνικού ποιητικού κοσμοειδώλου, έλλειψη η οποία ασφαλώς δεν αναδύεται από το ίδιο το αρχαιοελληνικό ποιητικό σώμα, αλλά από το γεγονός ότι το ποιητικό αυτό σώμα δεν δύναται να ανταποκριθεί στις ρομαντικές αξιώσεις της επιχειρούμενης ερμηνείας του. "Επειδή όμως", διατείνεται ο Humboldt, "αυτή η αλήθεια [η αλήθεια του αρχαιοελληνικού ποιητικού σώματος] είναι μόνο αισθησιακή και εξωτερική, και επειδή η μορφή του ίδιου του πνεύματος έχει διαμορφωθεί από μόνη της πιο πολύ από την εξωτερική επίδραση της φύσης, απ' ό,τι από εσωτερική διεργασία, προκύπτει μια έλλειψη, το μοναδικό αλλά και ουσιαστικό μειονέκτημα των Ελλήνων".

Φυσικά, δεν πρόκειται για "μειονέκτημα των Ελλήνων" παρά μόνο στον βαθμό που ο Humboldt επιχειρεί να συμπλησιάσει το έξω της κατηγορίας του ωραίου (αισθησιακή και εξωτερική) με το έσω της κατηγορίας του υψηλού, και αυτή την συμπλησίαση να την προβάλλει ως αξιολογική κλίμακα στη διερεύνηση του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου της ωραίας μορφής.

Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

No comments: