Sunday, July 13, 2008

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

«Καλώς τον συγγραφέα» μου είπε και μου έτεινε το γλοιώδες κοντό του χέρι. «Καλωσήρθες στα μέρη μας. Είμαι ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοφ». (από το βιβλίο, σ. 42)

ΝΙΚΟΣ ΒΛΑΝΤΗΣ, «Λήθη», εκδόσεις Κέδρος, σελ. 245

Του Χρήστου ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αυγή, 13/07/2008

Η ευρηματική μυθοπλασία που αναπτύσσεται εδώ από τον Νίκο Βλαντή προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία να συλλογιστούμε υπό ποιες προϋποθέσεις εκφέρονται οι αποφάνσεις της λογοτεχνίας. Συνοπτικά: ο κεντρικός ήρωας της «Λήθης» (alter ego του συγγραφέα) αιχμαλωτίζεται από μια σπείρα λογοτεχνικών χαρακτήρων με αρχηγό τον πατέρα Καραμάζοφ, φυλακίζεται σε έναν πύργο και αναγκάζεται να παράγει κείμενα στα οποία πρωταγωνιστούν οι δεσμώτες του, ώστε εκείνοι να διατηρούνται «εν ζωή».

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό: ότι όλη λογοτεχνία αποτελεί μια μεταφορά προς κάποια αδιατύπωτη κυριολεξία. Τότε αναρωτιόμαστε τι είδους μεταφορά κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα, στο οποίο ο συγγραφέας συναντά όχι τον Ντοστογιέφσκι αλλά τον Αλεξέι Καραμάζοφ, σαν να ήταν αυτόβουλη οντότητα (είτε υπαρκτό πρόσωπο, είτε ενύπνιο, ή φάντασμα... κ.λπ.).
Η απάντηση δεν είναι προφανής, επειδή η μεταφορά που προκύπτει είναι διπλά αμφίσημη. Κατά πρώτον, δεν έχει αναφερόμενο. Ο Καραμάζοφ είναι ο ίδιος ένα κειμενικό σημαινόμενο, που οικοδομείται από τις προτάσεις που τον αφορούν εντός του μυθιστορήματος «Αδερφοί Καραμάζοφ». Ο πατέρας Καραμάζοφ είναι στην ουσία μια αφαίρεση, για όσα έχει «πει» μέσω αυτού ο Ντοστογιέφσκι. Με ποιο τρόπο, επομένως, τοποθετείται ως αυτενεργούσα ύπαρξη σε μια μυθοπλασία; Το να πεις απλώς «Καραμάζοφ» δεν παραπέμπει σε κάτι μονοσήμαντο~ είναι η αφετηρία μιας σημείωσης - όχι κάποιο πρόσωπο με αυτό το όνομα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε εύκολα τη ρηματική λειτουργία ενός έργου που έχει ως χαρακτήρες λογοτεχνικά πρόσωπα. Με άλλα λόγια: Τι είναι αυτό που θέλει να υπαινιχθεί η «Λήθη»; Είναι προφανές ότι η επιλογή του εκάστοτε χαρακτήρα είναι βαρύνουσα. Το γεγονός ότι στο βιβλίο εμφανίζεται ο πατέρας Καραμάζοφ έχει κάποια αδήλωτη βαρύτητα (δεν θα ήταν το ίδιο αν εμφανιζόταν, π.χ., ο Σέρλοκ Χολμς). Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να στοιχειωθεί λεπτομερειακώς εντός του μυθιστορήματος ο χαρακτήρας Αλεξέι Καραμάζοφ. Αυτό θα σήμαινε ότι -στην ακραία περίπτωση- θα έπρεπε να ξαναγραφεί εντός της «Λήθης» όλο το βιβλίο «Αδερφοί Καραμάζοφ» (όπως έχει υποδείξει ο Μπόρχες αφηγούμενος την παγίδα στην οποία έπεσε ο Πιερ Μενάρντ, καταλήγοντας να ξαναγράφει αυτολεξεί όλον τον «Δον Κιχώτη»)'^1^.
Σε κάθε περίπτωση κάτι υποδηλώνεται, συνεπώς δεν ξεφεύγουμε από το εμπρόθετο άνυσμα της μεταφοράς: Γιατί ο Βλαντής εμφανίζει τον Καραμάζοφ; Εμφανίζει τον Καραμάζοφ ή τον Ντοστογιέφσκι ή το μυθιστόρημα «Αδερφοί Καραμάζοφ»; Εντέλει, αυτή η εμφάνιση είναι μια δείξη του ιστορικού πλαισίου (Ντοστογιέφσκι, ρωσική λογοτεχνία, 19ος αι., κλασικό μυθιστόρημα... κ.λπ.) ή μια παραπομπή σε έναν κόσμο μυθοπλασίας «εντός» του έργου «Αδερφοί Καραμάζοφ»; Όλα ετούτα παραμένουν ευεργετικώς αλυσιτελή.
Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι τέτοιες απορίες γύρω από ένα μυθιστόρημα είναι αβάσιμες, επειδή ουσιαστικά δεν εκφέρονται στον πραγματικό κόσμο αλλά «εντός της μυθοπλασίας» (in the fiction). Εντούτοις, αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι καθόλου απλός, επειδή ο εγκιβωτισμός ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα ως δρώντος προσώπου (και όχι ως αναγνώσματος) καθιστά ασταθή τη φαινομενολογική θέση της αφήγησης και αποδομεί τις συνθήκες αληθείας του λογοτεχνικού έργου. Είναι απίστευτα δύσκολο να αποφασίσει κανείς τι είναι αληθινό για ετούτες τις λογοτεχνικές οντότητες (και σε ποιον κόσμο), αφού ακόμα και η ίδια η φύση τους είναι αμφίσημη (είναι απλά ονόματα; - κειμενικά σημαίνοντα; - κανονικά πρόσωπα;).
Εντεύθεν, ανακύπτει μια σειρά αναγνωστικών αποριών. Είναι ο Ρωμαίος του Σαίξπηρ ο ίδιος με τον Ρωμαίο του Πίτερ Μπρουκ; Πόσα στοιχεία της προσωπικότητας του επιθεωρητή Κλουζό μπορώ να παρωδήσω, προτού αρχίσω να μιλώ για κάποιον άλλον, ο οποίος δεν είναι πλέον ο επιθεωρητής Κλουζό; Δημιουργείται ένας νέος λογοτεχνικός ήρωας αν πάρουμε ένα ιστορικό (καθ’ όλα υπάρχον) πρόσωπο και το περιγράψουμε εξαρχής;Οι απαντήσεις εδώ δεν έχουν σαφείς όρους αληθείας, μάλιστα ο Laurent Stern^2^ ισχυρίστηκε (ήδη από το 1965) ότι στις προτάσεις που αφορούν τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, και εκφέρονται εντός της μυθοπλασίας, δεν επιτρέπεται να αποδίδουμε απολύτως κανέναν βαθμό αληθείας. Τέτοιες προτάσεις εξυπηρετούν αποκλειστικά τις εκάστοτε κειμενικές πρακτικές.
Το να πεις (για να μη χρησιμοποιήσουμε ξανά τον δύστυχο Καραμάζοφ) «Η Έμα Μποβαρί είναι μια όμορφη γυναίκα», σημαίνει να διαβάζεις τα ακόλουθα: 1) «Η Έμα Μποβαρί υπάρχει», 2) «δεν υπάρχει παρά μόνο μία Έμα Μποβαρί» και 3) «δεν υπάρχει κάποια υπόσταση που να ονομάζεται Έμα Μποβαρί και να μην είναι όμορφη». Εφόσον η προκείμενη (1) είναι -με πραγματολογικούς όρους- ψευδής, τότε τυπικά όλη η πρόταση είναι ψευδής. Είναι αυτό αληθές; Ας σκεφτούμε τις παρακάτω εναλλακτικές προτάσεις: α) «Η Έμα Μποβαρί είναι μια όμορφη γυναίκα» και β) «στο λογοτεχνικό έργο Μαντάμ Μποβαρί του Γουστάβου Φλομπέρ, η Έμα Μποβαρί είναι μια όμορφη γυναίκα». Κάποιες χρήσεις καθιστούν ασφαλώς τις (α) και (β) συνώνυμες κι αυτό λύνει μερικά προβλήματα. Εντούτοις, η λύση είναι και πάλι εξαιρετικά περιορισμένη.
Η φράση «Η Έμα Μποβαρί είναι όμορφη» μπορεί να εκληφθεί ως αληθής, μόνο εφόσον αναφέρομαι σε κάτι που αληθώς περιγράφεται στο έργο «Μαντάμ Μποβαρί». Τι θα συνέβαινε όμως αν ήθελα να πω: «Η Έμα Μποβαρί μιλάει στο κινητό με τον Νίκο Βλαντή» Τίποτε δεν μου απαγορεύει να ισχυριστώ ότι η Έμα είχε κινητό. Εντούτοις, φαίνεται ότι σε αυτή την πρόταση κάτι πάει λάθος (ή μάλλον δεν είναι εύλογα προφανές). Η διαφορά είναι ότι δεν ξέρουμε αν ο Νίκος Βλαντής μιλά με την Έμα, ως πραγματικό πρόσωπο απέναντι σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο - ή αν μιλά ως χαρακτήρας ο ίδιος απέναντι σε μια άλλη λογοτεχνική μεταφορά υπό το όνομα Έμα Μποβαρί. Η αδυναμία μας να δώσουμε μια οριστική απάντηση είναι ο λόγος για τον οποίο σε ολόκληρη τη μεταφορά της «Λήθης» θα απομένει πάντοτε κάποιο νοηματικό «υπόλοιπο».
Επιστρέφουμε λοιπόν στην αρχή, για να ξεκαθαρίσουμε ότι το να αναφέρεσαι στον Καραμάζοφ δεν είναι σαν να μιλάς για έναν άνθρωπο, αλλά σαν να μιλάς για το λεξιλόγιο, το συντακτικό, το ύφος, τον αφηγηματικό χρόνο... κ.λπ. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι πολιτισμικά δημιουργήματα, όπως οι νόμοι, οι θεωρίες και οι παρτιτούρες μουσικής. Η ίδια η φύση του Καραμάζοφ εξαρτάται από τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές όποιου ασχολείται με τη λογοτεχνία, στην οποία ο Καραμάζοφ εμφανίζεται. Και για να καθοριστεί τι είδους παράγωγο είναι ο λογοτεχνικός χαρακτήρας Καραμάζοφ, πρέπει να αντιδιασταλεί με συνώνυμους απο-προσωποποιητικούς όρους (όπως, π.χ., «κειμενικό απόσπασμα που περιέχει τη λέξη Καραμάζοφ») και να συμφωνηθεί με ποιον τρόπο ο χαρακτήρας Καραμάζοφ συνδέεται με τα άλλα πρόσωπα, υπό ποιες προϋποθέσεις αποτελεί ένα αναφερόμενο και όχι έναν ευφημισμό (π.χ. «είσαι ένας Καραμάζοφ»), με ποιον τρόπο ταυτοποιείται όταν δεν ονοματίζεται... κ.λπ.
Εν γένει, όποιος χειρίζεται έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα οφείλει να εκθέσει τις λογοτεχνικές πρακτικές που τον περιγράφουν και να καθορίσει μια οντολογική υπόσταση για το τι είναι αυτός ο «δευτερογενής» λογοτεχνικός χαρακτήρας στο δικό του έργο (ακόμα και αν πρόκειται για τη σύμβαση μιας φαντασίας ή ενός ονείρου - άλλωστε οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες δεν υπήρξαν ποτέ τίποτε περισσότερο από μια επινόηση).
Η αλυσιτέλεια των συστημάτων πίστης (belief systems), όπως είναι τα λογοτεχνικά, έργα οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραδοχές και οι κανόνες με τους οποίους οικοδομούνται δεν μπορούν να καθοριστούν συναινετικά. Το ζήτημα είναι ότι εδώ ακριβώς εμφανίζεται αυτό που ο Χάιντεγκερ εννοεί όταν λέει ότι το κείμενο «παρακρατεί» κάτι θεμελιώδες, μας «αποκρύπτει» κάτι ουσιαστικό. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή ακριβώς η «έλλειψη» κάνει το κείμενο να «λέει» περισσότερα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί ο συγγραφέας του - αυτό ο Keats το ονομάζει «fine excess» (εξαίσια περίσσεια).
Τα ερωτήματα, λοιπόν, ή μάλλον οι απαντήσεις που επιχειρούμε να δώσουμε στις απορίες μας, δεν αποτελούν ανακαλύψεις αληθειών (discoveries of truths), αλλά αποφάσεις (decisions) για το πώς να καλύψουμε το σημασιολογικό κενό με τον πλέον πρόσφορο τρόπο. Ο κάθε αναγνώστης κρίνει για τον εαυτό του -σύμφωνα με την αναγνωστική του καλλιέργεια- αν ετούτο αποτελεί μετανεωτερικό προτέρημα ή αδυναμία.

  • Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι συγραφέας
  • 1. Πρόκειται για το διήγημα «Πιερ Μενάρντ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη», το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή Ficciones (1944).
  • 2. Laurent Stern, «Fictional Characters, Places and Events». Philosophy and Phenomenological Research, τόμ. 26, αρ. 2, σ. 202-215. Δεκ., 1965.

No comments: