ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
«Λατρεμένη Εύα! Ζωή μου!»
Οι παθιασμένες επιστολές του ποιητή Αγγελου Σικελιανού στην Αμερικανίδα που στάθηκε δίπλα του ως σύζυγος και φύλακας άγγελός του
[ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 06/07/2008]
«Τον πρωτοείδα σε μια μεγάλη αυλή μακριά από την Αθήνα. Ο Αγγελος έφθασε από το βαπόρι στον Κοπανά, πεζός. Στάθηκε στην αυλή, λεπτός, ξανθός, χλωμός στον ήλιο του Αυγούστου. Επειτα, στη μεγάλη κάμαρα ζήτησε νερό, ένα μικρό καφέ, και μέλι, και όλες τις μέρες εκεί δεν έτρωγε τίποτε άλλο. Αυτό το βράδυ μίλησε πολλή ώρα, κ' εγώ, και τούτη είναι η υπερηφάνεια μου, (και ήτανε πριν γράψει τον Αλαφροΐσκιωτο) ότι εγώ, ξένη που ήμουνα, τον αναγνώρισα αυτό το βράδυ όπως τον γνωρίζω σήμερα - και δε σάλεψα ποτέ από τη βεβαιότητα ότι άκουα προφητικά λόγια, και για την Ελλάδα, και για τον κόσμο ολόκληρο...». Λέξεις της εύπορης Αμερικανίδας Εύας Πάλμερ (1874-1952) για τη γνωριμία της με τον μετέπειτα σύζυγό της Αγγελο Σικελιανό (1884-1951), η οποία έγινε κατακαλόκαιρο του 1906 στο ιδιόρρυθμο οίκημα που είχε χτίσει η σπουδαία χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν στον Κοπανά (σημερινό Βύρωνα). Η Εύα βρέθηκε αιφνίδια από τη βουή της κοσμοπολίτικης ζωής της Νέας Υόρκης σε μια άλλη, υπερβατική διάσταση. Και με τα εφόδια της βαθιάς καλλιέργειας, της πολύπλευρης παιδείας και της αυθεντικής πνευματικότητας διέκρινε στη μορφή του μεγάλου έλληνα ποιητή τον άντρα στον οποίο θα μπορούσε να αφιερώσει όλη τη ζέση και την παραφορά της γυναικείας καρδιάς της.
Ο Σικελιανός στη Σαλαμίνα το φθινόπωρο του 1949
Σύμφωνα με τα λόγια του Μάρκου Αυγέρη, ο ποιητής, ευνοημένος από τη μοίρα να συναντήσει μια εξαιρετική γυναίκα, που έγινε η σύζυγός του κι ο φύλακας άγγελος των ημερών του, έζησε μέσα σ' ακύμαντη ευτυχία και κατόρθωσε να διατηρήσει την άλυπη ψυχή του και να αναδείξει όλα τα πνευματικά δώρα, που η φύση πλουσιοπάροχα του είχε χαρισμένα. Η Εύα Σικελιανού πρόσφερε κι άλλες υπηρεσίες στον τόπο, μα μια από τις σπουδαιότερες είναι που με την αφοσίωση και τη στοργή της βοήθησε έναν μεγάλο ποιητή ν' αναπτύξει το τάλαντό του, μέσα στις πιο ευνοϊκές συνθήκες. Η σωζόμενη αλληλογραφία του Αγγελου με την Εύα, σχεδόν στο σύνολό της σε γαλλική γλώσσα - που στα χέρια του Μπουρναζάκη ευτύχησε να βρει έναν εξαίρετο επιμελητή -, καλύπτει κυρίως το χρονικό διάστημα 1928-1951 και αποτελεί μια πρώτης τάξεως μαρτυρία για τους σταθμούς της ζωής που μοιράστηκαν: την αναβίωση των Δελφικών Εορτών που τα υπέρογκα έξοδά τους τούς γονάτισαν οικονομικά, τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια μετά τον αναγκαστικό χωρισμό του Πολέμου, τη λυτρωτική συναισθηματική διέξοδο που του πρόσφερε ο δεσμός του με την Αννα Καραμάνη, τη σπαρακτική πάλη του ποιητή με τον θάνατο και τα λίγα φωτεινά διαλείμματα των τελευταίων χρόνων (ένα ταξίδι στην Ελβετία το 1947, μια σειρά ομιλιών του το 1949 κ.ά.) Εκείνο πάντως που κάνει βαθιά εντύπωση είναι η αγάπη που τρέφει για τη γυναίκα του, παρά τις συχνά αντίξοες συνθήκες του κοινού τους βίου και τις ασυνεννοησίες ή σποραδικές απομακρύνσεις τους. «Ιβάκι» συνηθίζει να την προσφωνεί στις επιστολές του '30, για να περάσει προς τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο «Εύα Ζωή» και «Λατρεμένη». Να λίγες χαρακτηριστικές λέξεις από την πρώτη εκείνη περίοδο, που της ταχυδρομεί: «Ιβάκι! Ο Αγγελού είναι συγκινημένος κι ευτυχής για τα θεία λόγια που του έστειλε το Ιβάκι. Ο Αγγελού θα εργαστεί, έχοντας μέσα στην ψυχή του την πνοή που του έφεραν»· «Ο Αγγελού στέλνει ένα πολύ φωτεινό καλημέρα στο Ιβάκι. Ο Αγγελού βρίσκεται σε μια κορυφή και κοιτάζει γύρω του έτοιμος να πετάξει»· «Ζωή Ιβάκι! Η ψυχή του Αγγελού πιστεύει άδολα, στην καρδιά του, στο Ιβάκι! Τίποτε δεν την κάνει να γυρίσει προς τα πίσω και η ψυχή του αισθάνεται αρκετά δυνατή για να τραβήξει προς το Φως ό,τι ρίχνει τους άλλους στο σκοτάδι. Ο Αγγελού πιστεύει άδολα, στην καρδιά του, στο Ιβάκι! Ο Αγγελού έχει ατράνταχτη πίστη στην ψυχή του Ιβάκι».
Επάνω, ο Αγγελος και η Εύα με τον γερμανό συνθέτη Ρίχαρντ Στράους (αριστερά) τον Μάιο του 1926 στους Δελφούς. Αριστερά, το τελευταίο γράμμα προς την Εύα, και πιθανότατα το τελευταίο χειρόγραφο του Σικελιανού (26 Μαρτίου 1951)
Η αλληλογραφία Σικελιανού και Εύας θα διακοπεί από το 1941 ως το 1945. Είναι η εποχή που ο ποιητής έχει επιβληθεί στη συνείδηση των ομοτέχνων του αλλά και όλης της ελληνικής κοινωνίας ως κορυφαία προσωπικότητα των γραμμάτων, που ήρθε στο επίκεντρο της πνευματικής ζωής του τόπου, έτοιμος να επωμισθεί ευθύνες οι οποίες υπερβαίνουν το πεδίο της λογοτεχνίας. Εμψυχώνει με κάθε τρόπο το αντιφασιστικό φρόνημα των Ελλήνων, κάτι που κάνει άλλωστε και η Εύα από τις ΗΠΑ όπου βρίσκεται. Εκείνη συμμετέχει δραστήρια στην «Ελληνική Πολεμική Περίθαλψη», συνεχίζει να γράφει την αυτοβιογραφία της και εκδηλώνεται ανοιχτά υπέρ του ΕΑΜ, κάτι που θα της εξασφαλίσει μια θέση στις μαύρες λίστες των αντιφρονούντων Αμερικανών, με σοβαρότατες συνέπειες για την προσωπική της πορεία και ζωή. Οταν μετά το τέλος του πολέμου αποκατασταθεί η επικοινωνία τους, η Ελλάδα έχει ήδη βυθιστεί στο χάος του Εμφυλίου. Η μισαλλοδοξία θριαμβεύει, οι ραδιουργίες δημιουργούν μιαν αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ο Σικελιανός είναι συντετριμμένος από όλα αυτά, δεν παύει όμως να προσδοκά μια ελπιδοφόρα ζωή που θα αναδυθεί από τα συντρίμμια του μεταπολεμικού κόσμου. Η υποψηφιότητά του για το Βραβείο Νομπέλ έρχεται στο προσκήνιο, αλλά οι κύκλοι των Αθηνών δεν διάκεινται ευμενώς προς έναν όχι ιδιαίτερα «εθνικόφρονα» συγγραφέα και σαμποτάρουν την προσπάθεια. Γράφει στην Εύα την άνοιξη του 1946 ότι τη χρειάζεται: «Κι έπειτα σκέψου, λατρεμένη, μήπως θα ήθελες να έρθεις στην Ελλάδα και, κυρίως, μήπως αυτό σού έκανε καλό. Οσο για μένα έχω τη δύναμη να αντισταθώ σε όλο τον κόσμο, όταν έχω εσένα κοντά μου, και τη συνείδησή μου απολύτως καθαρή, όπως και είναι. Απάντησέ μου επ' αυτού. Για μένα η πίστη μου παραμένει όπως πάντα ακλόνητη και το αίτημα της Δημιουργίας εξίσου δυνατό όσο ποτέ. Θεϊκά δικός σου, Αγγελος». Οι ελληνικές αρχές όμως θεωρούν την Εύα Πάλμερ Σικελιανού ανεπιθύμητη. Υστερα από μια οδύσσεια ενεργειών θα κατορθώσει να επισκεφθεί την Ελλάδα μόλις τον Απρίλιο του 1952, δέκα ολόκληρους μήνες αφότου ο Αγγελος θα έχει κλείσει για πάντα τα μάτια - λίγο καιρό μετά, τον Ιούλιο, θα τον ακολουθήσει στον τάφο.
Τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας του φάνηκαν ήδη μετά τη λήξη του πολέμου. Της γράφει διεξοδικά στις 15 Ιουλίου 1946 για την κατάσταση της υγείας του, αφήνοντας να διαφανεί το μεγαλείο της ψυχής ενός ανθρώπου που «έδωκε στους ανθρώπους περισσότερα απ' όσα μπορούσαν να δεχτούν και ζήτησε από τους ανθρώπους περισσότερα απ' όσα μπορούσαν να δώσουν»: «Η υπερκόπωση που πέρασα κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν τεράστια. Διαισθανόμουν ότι ένας κίνδυνος με απειλούσε στο σώμα, αλλά δεν μου επιτρεπόταν να περιορίσω τη χρήση των δυνάμεών μου. Αυτό μού επέβαλαν τα ίδια τα πράγματα. Βοήθησα πλήθος κόσμο, έσωσα ζωές. Δοκίμασα εκείνο τον καιρό τη βαθύτερη, τη σπαρακτικότερη, αλλά και μαζί την πιο γλυκιά από τις ανθρώπινες εμπειρίες. Οφείλω σε κείνη την περίοδο τον καλύτερό μου εαυτό. Ωστόσο, σήμανε η ώρα της φυσικής συνέπειας. Ενα βράδυ, στην πλατεία Συντάγματος έπεσα άπνοος μπροστά σε κάποιο καφενείο. Η Αννα ήταν μαζί μου. Με έφεραν με ταξί στο σπίτι. Ενα γάγγλιο, στο κάτω μέρος της παρεγκεφαλίδας, το οποίο συνδέεται με τα νεύρα της αριστερής πλευράς (χέρι, στήθος, κοιλιά και, κυρίως, πόδι) υπέστη κάποια μικρή αιμάτωση. Οι φροντίδες που μου παρείχαν ήταν μεγάλες. Από τότε πέρασα περιόδους βελτίωσης και, απότομα, χωρίς φανερήν αιτία επιδείνωσης. Αυτά τον περασμένο μήνα. Ημουν αρκετά καλύτερα, όταν ξέσπασε μια κρίση και γι' αυτό το λόγο σού έστειλα το τηλεγράφημα που γνωρίζεις. Τα χρήματα που μου έστειλες με έσωσαν και συνεχίζουν να με σώζουν ακόμα τώρα που σου γράφω. Αλλά το πρόβλημα της ζωής μου παραμένει ακέραιο... Τι θα κάνω στη συνέχεια; Δεν ξέρω τίποτε, δεν μπορώ να κάνω τίποτε...».
No comments:
Post a Comment