Της Ντινας Κακαλη, Η Αυγή, 20/07/2008
Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε τους προηγούμενους μήνες η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να εξαιρεθούν οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες από τη χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ανάπτυξης) 2008-2013. Η απόφαση αυτή δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι οι δαπάνες για την κάλυψη των πάγιων και λειτουργικών εξόδων των βιβλιοθηκών κρίθηκαν ως μη επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρά τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις και προετοιμασίες από μεριάς των βιβλιοθηκών να οργανώσουν τις προτάσεις τους στο Δ΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), αλλά και την έντονη διαμαρτυρία από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας, δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική απάντηση από μεριάς του Yπουργείου, αρκετούς μήνες μετά. Η απόφαση αυτή ανέδειξε μια σειρά από ζητήματα, εκ των οποίων τα πιο σημαντικά είναι, βέβαια, η αμφίβολη συνέχιση του έργου των βιβλιοθηκών, καθώς και η εργασιακή ομηρία εκατοντάδων εργαζομένων.
Ακόμα και αν κάποια υπο-έργα, όπως η προμήθεια των περιοδικών, μπορέσουν να ενταχθούν στον κρατικό προϋπολογισμό, η λειτουργία των βιβλιοθηκών υπονομεύεται από την έλλειψη προσωπικού, καθώς αυτή θα είναι η βασική συνέπεια της απώλειας της χρηματοδότησης από κοινοτικά κονδύλια. Διότι, όπως γνωρίζουν καλά οι άνθρωποι που "ζουν από μέσα" τις βιβλιοθήκες αλλά και αυτοί που τις χρησιμοποιούν, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα των έργων τα οποία με κόπο και μεράκι αναπτύχθηκαν το προηγούμενο διάστημα είναι η συνέχιση της απασχόλησης του προσωπικού, που είτε οργάνωσε τις υπηρεσίες αυτές είτε τις στελέχωσε. Για παράδειγμα, πολλές ψηφιακές βιβλιοθήκες, που στην ουσία είναι τα ιδρυματικά καταθετήρια της λεγόμενης "γκρίζας βιβλιογραφίας" (διατριβές, μεταπτυχιακές εργασίες και δημοσιεύσεις μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας), οργανώθηκαν και στελεχώθηκαν από τη νέα γενιά των συμβασιούχων αυτών~ το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την υποστήριξη της πρόσβασης για άτομα ΑμεΠΟ (φοιτητές με προβλήματα μερικής ή ολικής όρασης), μια πρωτοπόρα για τα ελληνικά δεδομένα προσπάθεια.
Οι εργαζόμενοι αυτοί, στην πλειοψηφία τους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, εργάζονται, χωρίς αυτό να αποτελεί δική τους επιλογή, με συμβάσεις έργου. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η καθημερινή παρουσία τους στον χώρο εργασίας είναι αναγκαία, αφού καλύπτουν ουσιαστικά πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το οξύμωρο, βέβαια, είναι ότι στα ιδρύματα οι μόνιμες θέσεις βιβλιοθηκονόμων είναι ελάχιστες. Οι θέσεις, λ.χ., που προβλέπονται από τον οργανισμό του Παντείου Πανεπιστημίου (Π.Δ. 381/1998) είναι μόλις επτά για τη Διεύθυνση Βιβλιοθήκης, και μάλιστα τρεις από αυτές είναι θέσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης βιβλιοθηκάριων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, σήμερα, με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας (μόνιμοι, αορίστου χρόνου, ειδικό τεχνικό προσωπικό, συμβασιούχοι έργου), στις βιβλιοθήκες εργάζεται πολύ μεγαλύτερος αριθμός ατόμων.
Κανένας στον χώρο τον ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών δεν μπορεί να αιτιολογήσει την εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στην έννομη ρύθμιση της οργάνωσής τους. Γιατί, ενώ με βάση τον γνωστό νόμο-πλαίσιο, "σε κάθε ΑΕΙ ιδρύεται ενιαία Βιβλιοθήκη για την εξυπηρέτηση των σκοπών της έρευνας και της διδασκαλίας που λειτουργεί ως αυτοτελής και αποκεντρωμένη υπηρεσία και αποτελείται από: α) την Κεντρική Βιβλιοθήκη του Α.Ε.Ι. β) τις Βιβλιοθήκες Τμημάτων"^1^, δεν εκδόθηκε ποτέ το Προεδρικό Διάταγμα, που προβλεπόταν στο ίδιο άρθρο, το οποίο και θα ρύθμιζε τις αρμοδιότητες των βιβλιοθηκών, όσον αφορά τη διοίκησή τους καθώς και τα ζητήματα σε σχέση με το προσωπικό και την εξέλιξή του. Το αποτέλεσμα είναι η ανυπαρξία τμημάτων, αλλά και επίσημης οργανωτικής δομής στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια στελεχώθηκαν από τις χρηματοδοτήσεις των προγραμμάτων του Β' και Γ' ΚΠΣ. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο νόμος 3404/2005, με το άρθρο 16, παρέπεμπε το ζήτημα αυτό στους εσωτερικούς κανονισμούς των ιδρυμάτων, γνωρίζοντας όμως καλά ότι θέματα όπως ο αριθμός θέσεων και η διοικητική διάρθρωση είναι ζητήματα των οργανισμών των ιδρυμάτων. Ο νέος πρότυπος εσωτερικός κανονισμός, τον οποίο εισηγήθηκε πριν από κάποιους μήνες το Υπουργείο, έρχεται σε αντίθεση με τον παραπάνω νόμο και δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε~ αντίθετα, αποδεικνύει ότι τουλάχιστον τα αντίστοιχα άρθρα συντάχθηκαν με πνεύμα που απέχει πολύ από τις σύγχρονες ανάγκες τους.
Παρά τις παραπάνω αντιξοότητες, τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια ότι οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες άλλαξαν όψη, παρουσιάζοντας ένα πολύπλευρο έργο διεθνών προδιαγραφών και βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας γιγαντιαίας προσπάθειας στον τομέα της διαχείρισης, της πρόσβασης και της παραγωγής της επιστημονικής γνώσης.
Σε επίπεδο οριζόντιας δράσης, οι βιβλιοθήκες ανέπτυξαν κοινοπραξία που πέτυχε να δώσει σάρκα και οστά σε μια σειρά από έργα, όπως η πρόσβαση σε αξιόλογο αριθμό επιστημονικών περιοδικών, η ανάπτυξη κοινών προτύπων, συλλογικού καταλόγου και ενοποιημένης αναζήτησης, η μονάδα ολικής ποιότητας για τη συγκέντρωση και ανάλυση των στατιστικών στοιχείων. Το πιο σημαντικό όμως είναι η επίτευξη της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης -- ίσως όχι της ιδεατή, αλλά πάντως ικανή να επιφέρει τα παραπάνω αποτελέσματα.
Σε επίπεδο κάθετων δράσεων, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες αυτοματοποίησαν την αναζήτηση στις συλλογές τους, ανέπτυξαν υπηρεσίες πληροφόρησης για τους χρήστες, οργάνωσαν εκπαιδευτικά σεμινάρια, δημιούργησαν θεματικές πύλες και ψηφιακές βιβλιοθήκες~ επίσης, ψηφιοποίησαν αρχειακό υλικό και ανέπτυξαν, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, υπηρεσίες διαδανεισμού. Πρωτοπόρες βιβλιοθήκες κατάφεραν τα επιτεύγματα αυτά να πραγματωθούν εξολοκλήρου από το προσωπικό τους~ ακόμη, χρησιμοποίησαν νέα λογισμικά που ανέπτυξαν οι ίδιες ή βασίστηκαν σε λογισμικό ανοικτού κώδικα.
Έτσι λοιπόν, ο αποκλεισμός των βιβλιοθηκών ακόμα και από αυτές τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, βάζει ταφόπλακα στις πολύχρονες προσπάθειες που καταβλήθηκαν ώστε σήμερα να μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες. Η φιλοσοφία που αντιμετώπιζε τις βιβλιοθήκες ως πολυσυλλεκτικούς οργανισμούς για την πρόσβαση στη γνώση, τη διάχυση της γνώσης και, ακόμη περισσότερο, της πληροφορίας, αντιστρέφεται για να επιστρέψουμε και πάλι στη λογική των βιβλιοθηκών που επιτελούν τον ρόλο αποθήκης αραχνιασμένων βιβλίων.
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αναδεικνύεται από όλα τα παραπάνω είναι ότι η ανάπτυξη θεσμών στρατηγικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση, όπως οι βιβλιοθήκες, δεν μπορεί να στηρίζεται σε ευρωπαϊκά κοινοτικά προγράμματα. Η προσκόλληση στα ευρωπαϊκά προγράμματα αντικατοπτρίζει την επικρατούσα αντίληψη, που αντιμετωπίζει τις βιβλιοθήκες περίπου ως μια περιττή πολυτέλεια, και όχι ως αναπόσπαστο κομμάτι της αέναης εκπαιδευτικής, ερευνητικής και, βεβαίως, πολιτισμικής επένδυσης μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας. Αποδεικνύει δε την αποσπασματική και πρόχειρη αντιμετώπιση, από πλευράς της πολιτείας, ενός κοινωνικού αγαθού υψίστης σημασίας στις σύγχρονες κοινωνίες, που αποτελεί δείκτη ανάπτυξης, ευημερίας αλλά και δημοκρατίας.
Εδώ, παραφράζοντας ελαφρά τη ρήση του μεγάλου συγγραφέα αλλά και επαγγελματία βιβλιοθηκάριου Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μπορούμε να πούμε: Η βιβλιοθήκη είναι καθρέφτης της κατάστασης των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πνευμάτων μας, είναι το γνωσιολογικό σύμπαν μας και συνάμα η μνήμη του κόσμου μας, έτσι όπως συλλογικά τη κατασκευάζουμε.
Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε τους προηγούμενους μήνες η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να εξαιρεθούν οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες από τη χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ανάπτυξης) 2008-2013. Η απόφαση αυτή δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι οι δαπάνες για την κάλυψη των πάγιων και λειτουργικών εξόδων των βιβλιοθηκών κρίθηκαν ως μη επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρά τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις και προετοιμασίες από μεριάς των βιβλιοθηκών να οργανώσουν τις προτάσεις τους στο Δ΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), αλλά και την έντονη διαμαρτυρία από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας, δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική απάντηση από μεριάς του Yπουργείου, αρκετούς μήνες μετά. Η απόφαση αυτή ανέδειξε μια σειρά από ζητήματα, εκ των οποίων τα πιο σημαντικά είναι, βέβαια, η αμφίβολη συνέχιση του έργου των βιβλιοθηκών, καθώς και η εργασιακή ομηρία εκατοντάδων εργαζομένων.
Ακόμα και αν κάποια υπο-έργα, όπως η προμήθεια των περιοδικών, μπορέσουν να ενταχθούν στον κρατικό προϋπολογισμό, η λειτουργία των βιβλιοθηκών υπονομεύεται από την έλλειψη προσωπικού, καθώς αυτή θα είναι η βασική συνέπεια της απώλειας της χρηματοδότησης από κοινοτικά κονδύλια. Διότι, όπως γνωρίζουν καλά οι άνθρωποι που "ζουν από μέσα" τις βιβλιοθήκες αλλά και αυτοί που τις χρησιμοποιούν, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα των έργων τα οποία με κόπο και μεράκι αναπτύχθηκαν το προηγούμενο διάστημα είναι η συνέχιση της απασχόλησης του προσωπικού, που είτε οργάνωσε τις υπηρεσίες αυτές είτε τις στελέχωσε. Για παράδειγμα, πολλές ψηφιακές βιβλιοθήκες, που στην ουσία είναι τα ιδρυματικά καταθετήρια της λεγόμενης "γκρίζας βιβλιογραφίας" (διατριβές, μεταπτυχιακές εργασίες και δημοσιεύσεις μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας), οργανώθηκαν και στελεχώθηκαν από τη νέα γενιά των συμβασιούχων αυτών~ το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την υποστήριξη της πρόσβασης για άτομα ΑμεΠΟ (φοιτητές με προβλήματα μερικής ή ολικής όρασης), μια πρωτοπόρα για τα ελληνικά δεδομένα προσπάθεια.
Οι εργαζόμενοι αυτοί, στην πλειοψηφία τους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, εργάζονται, χωρίς αυτό να αποτελεί δική τους επιλογή, με συμβάσεις έργου. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η καθημερινή παρουσία τους στον χώρο εργασίας είναι αναγκαία, αφού καλύπτουν ουσιαστικά πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το οξύμωρο, βέβαια, είναι ότι στα ιδρύματα οι μόνιμες θέσεις βιβλιοθηκονόμων είναι ελάχιστες. Οι θέσεις, λ.χ., που προβλέπονται από τον οργανισμό του Παντείου Πανεπιστημίου (Π.Δ. 381/1998) είναι μόλις επτά για τη Διεύθυνση Βιβλιοθήκης, και μάλιστα τρεις από αυτές είναι θέσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης βιβλιοθηκάριων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, σήμερα, με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας (μόνιμοι, αορίστου χρόνου, ειδικό τεχνικό προσωπικό, συμβασιούχοι έργου), στις βιβλιοθήκες εργάζεται πολύ μεγαλύτερος αριθμός ατόμων.
Κανένας στον χώρο τον ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών δεν μπορεί να αιτιολογήσει την εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στην έννομη ρύθμιση της οργάνωσής τους. Γιατί, ενώ με βάση τον γνωστό νόμο-πλαίσιο, "σε κάθε ΑΕΙ ιδρύεται ενιαία Βιβλιοθήκη για την εξυπηρέτηση των σκοπών της έρευνας και της διδασκαλίας που λειτουργεί ως αυτοτελής και αποκεντρωμένη υπηρεσία και αποτελείται από: α) την Κεντρική Βιβλιοθήκη του Α.Ε.Ι. β) τις Βιβλιοθήκες Τμημάτων"^1^, δεν εκδόθηκε ποτέ το Προεδρικό Διάταγμα, που προβλεπόταν στο ίδιο άρθρο, το οποίο και θα ρύθμιζε τις αρμοδιότητες των βιβλιοθηκών, όσον αφορά τη διοίκησή τους καθώς και τα ζητήματα σε σχέση με το προσωπικό και την εξέλιξή του. Το αποτέλεσμα είναι η ανυπαρξία τμημάτων, αλλά και επίσημης οργανωτικής δομής στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια στελεχώθηκαν από τις χρηματοδοτήσεις των προγραμμάτων του Β' και Γ' ΚΠΣ. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο νόμος 3404/2005, με το άρθρο 16, παρέπεμπε το ζήτημα αυτό στους εσωτερικούς κανονισμούς των ιδρυμάτων, γνωρίζοντας όμως καλά ότι θέματα όπως ο αριθμός θέσεων και η διοικητική διάρθρωση είναι ζητήματα των οργανισμών των ιδρυμάτων. Ο νέος πρότυπος εσωτερικός κανονισμός, τον οποίο εισηγήθηκε πριν από κάποιους μήνες το Υπουργείο, έρχεται σε αντίθεση με τον παραπάνω νόμο και δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε~ αντίθετα, αποδεικνύει ότι τουλάχιστον τα αντίστοιχα άρθρα συντάχθηκαν με πνεύμα που απέχει πολύ από τις σύγχρονες ανάγκες τους.
Παρά τις παραπάνω αντιξοότητες, τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια ότι οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες άλλαξαν όψη, παρουσιάζοντας ένα πολύπλευρο έργο διεθνών προδιαγραφών και βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας γιγαντιαίας προσπάθειας στον τομέα της διαχείρισης, της πρόσβασης και της παραγωγής της επιστημονικής γνώσης.
Σε επίπεδο οριζόντιας δράσης, οι βιβλιοθήκες ανέπτυξαν κοινοπραξία που πέτυχε να δώσει σάρκα και οστά σε μια σειρά από έργα, όπως η πρόσβαση σε αξιόλογο αριθμό επιστημονικών περιοδικών, η ανάπτυξη κοινών προτύπων, συλλογικού καταλόγου και ενοποιημένης αναζήτησης, η μονάδα ολικής ποιότητας για τη συγκέντρωση και ανάλυση των στατιστικών στοιχείων. Το πιο σημαντικό όμως είναι η επίτευξη της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης -- ίσως όχι της ιδεατή, αλλά πάντως ικανή να επιφέρει τα παραπάνω αποτελέσματα.
Σε επίπεδο κάθετων δράσεων, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες αυτοματοποίησαν την αναζήτηση στις συλλογές τους, ανέπτυξαν υπηρεσίες πληροφόρησης για τους χρήστες, οργάνωσαν εκπαιδευτικά σεμινάρια, δημιούργησαν θεματικές πύλες και ψηφιακές βιβλιοθήκες~ επίσης, ψηφιοποίησαν αρχειακό υλικό και ανέπτυξαν, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, υπηρεσίες διαδανεισμού. Πρωτοπόρες βιβλιοθήκες κατάφεραν τα επιτεύγματα αυτά να πραγματωθούν εξολοκλήρου από το προσωπικό τους~ ακόμη, χρησιμοποίησαν νέα λογισμικά που ανέπτυξαν οι ίδιες ή βασίστηκαν σε λογισμικό ανοικτού κώδικα.
Έτσι λοιπόν, ο αποκλεισμός των βιβλιοθηκών ακόμα και από αυτές τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, βάζει ταφόπλακα στις πολύχρονες προσπάθειες που καταβλήθηκαν ώστε σήμερα να μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες. Η φιλοσοφία που αντιμετώπιζε τις βιβλιοθήκες ως πολυσυλλεκτικούς οργανισμούς για την πρόσβαση στη γνώση, τη διάχυση της γνώσης και, ακόμη περισσότερο, της πληροφορίας, αντιστρέφεται για να επιστρέψουμε και πάλι στη λογική των βιβλιοθηκών που επιτελούν τον ρόλο αποθήκης αραχνιασμένων βιβλίων.
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αναδεικνύεται από όλα τα παραπάνω είναι ότι η ανάπτυξη θεσμών στρατηγικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση, όπως οι βιβλιοθήκες, δεν μπορεί να στηρίζεται σε ευρωπαϊκά κοινοτικά προγράμματα. Η προσκόλληση στα ευρωπαϊκά προγράμματα αντικατοπτρίζει την επικρατούσα αντίληψη, που αντιμετωπίζει τις βιβλιοθήκες περίπου ως μια περιττή πολυτέλεια, και όχι ως αναπόσπαστο κομμάτι της αέναης εκπαιδευτικής, ερευνητικής και, βεβαίως, πολιτισμικής επένδυσης μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας. Αποδεικνύει δε την αποσπασματική και πρόχειρη αντιμετώπιση, από πλευράς της πολιτείας, ενός κοινωνικού αγαθού υψίστης σημασίας στις σύγχρονες κοινωνίες, που αποτελεί δείκτη ανάπτυξης, ευημερίας αλλά και δημοκρατίας.
Εδώ, παραφράζοντας ελαφρά τη ρήση του μεγάλου συγγραφέα αλλά και επαγγελματία βιβλιοθηκάριου Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μπορούμε να πούμε: Η βιβλιοθήκη είναι καθρέφτης της κατάστασης των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πνευμάτων μας, είναι το γνωσιολογικό σύμπαν μας και συνάμα η μνήμη του κόσμου μας, έτσι όπως συλλογικά τη κατασκευάζουμε.
1. Νόμος 1268/82, άρθρο 7.
Η Ντίνα Κακάλη είναι διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Παντείου Πανεπιστημίου
No comments:
Post a Comment