- Ο λόγος του χαριέστατου ηθικοφιλόσοφου και ειρωνιστή Λουκιανού στην απόδοσή του από τον Ιωάννη Κονδυλάκη
- Του Παντελη Mπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 28 Σεπτεμβρίου 2010
H αγάπη του Ιωάννη Κονδυλάκη για το έργο του Λουκιανού πρέπει να άρχισε πολύ νωρίς, όπως πιστοποιεί και το εξής περιστατικό που μνημονεύει ο Νικόλαος Τωμαδάκης: «Ηδη μαθητής ο Κονδυλάκης, επωφελούμενος διαλείμματος, κατεσκεύασε διά θρανίων πρόχειρον σκηνήν και ανέλαβε να παραστήση τους “Νεκρικούς Διαλόγους” του Λουκιανού, εις τους οποίους θα υπεδύετο τον ρόλον του Ερμού. Το τόλμημα επιβράβευσε σκληρώς ο διδάσκαλός του, ο οποίος κατά τον Κονδυλάκην “ήσπασε τρία άχρηστα πράματα: το μπαστούνι του, το κανάτι και την κεφαλήν μου”».
Στη σάτιρα, έκδηλη στο πεζογραφικό και στο χρονογραφικό έργο του Κονδυλάκη, αλλά και στη στέρεη πίστη του σε ορισμένες ηθικές αρχές, εντοπίζουμε την κοινότητά του με τον αρχαίο σοφιστή. «Η ασχολία του Κονδυλάκη με τον χαριέστατον Λουκιανόν», υπογραμμίζει ο Καλιτσουνάκης, «αποδεικνύει όχι μόνον την εξακολουθητικήν αγάπην του προς την ελληνικήν φιλολογίαν αλλά (...) και την πνευματικήν και φιλοσοφικήν του συγγένειαν προς τον μεγάλον Σαμοσατέα, τον ηθικοφιλόσοφον και ειρωνιστήν».
Αναλυτικότερος ο Παύλος Νιρβάνας, τόνιζε το 1928: «Διά να συναντήσωμεν τον γενάρχην του ελληνικού χρονογραφήματος, ίσως θα έπρεπε να προχωρήσωμεν κάπως μακρύτερα από ό,τι φανταζόμεθα. Και να σταματήσωμεν εις μίαν από τας δροσερωτέρας πηγάς του ελληνικού πνεύματος. Δεν είναι ανάγκη, υποθέτω, να αναφέρω τον Λουκιανόν. Εις τον Β΄ αιώνα μ.Χ. δεν υπήρχαν βεβαίως εφημερίδες. Εάν υπήρχαν όμως, πρέπει να είμεθα βέβαιοι ότι κάποια μεγάλη ημερησία της εποχής εκείνης θα είχε σπεύσει να εξασφαλίση την συνεργασίαν του. Διότι κατά βάθος και κάτω από όλας τας μορφάς του λόγου που εκαλλιέργησεν ο μέγας Σαμοσατεύς ηθικοφιλόσοφος και ειρωνιστής, υπήρξεν ένας χρονογράφος, εις την σημερινήν σημασίαν της λέξεως. Μήπως ένας μεγάλος κριτικός, ο Βιλαμόβιτς, δεν τον ονόμασε δημοσιογράφον;».
- Ο γνησιότερος μαθητής
Και συνεχίζει ο Νιρβάνας: «Εις εποχήν κατά την οποίαν η ελληνική θρησκεία έδυε μέσα εις τας σκιάς των νεωτέρων αμφιβολιών και η ελληνική φιλοσοφία είχε προφέρει την τελευταίαν της λέξιν, ενώ η σοφία των στωικών ματαίως ηγωνίζετο να συγκρατήση τα ζωώδη ένστικτα των όχλων, η ελληνική και ρωμαϊκή κοινωνία, άπιστοι κατά βάθος και νοσούσαι βαρύτατα ηθικώς, έσβυναν την ηθικήν των δίψαν με κάθε τυφλήν και χονδροειδήν πρόληψιν, πηγάζουσαν από τα μακρυνά βάθη της Περσίας, της Χαλδαίας και της γης των Φαραώ. “Εις παρομοίου περιεχομένου εποχήν -παρατηρεί ένας κριτικός του Λουκιανού- ο Σαμοσατεύς, πνεύμα ζωηρόν, ατίθασον, αβρόν συγχρόνως και ισχυρόν, φιλοσοφούν με χάριν και καλήν διάθεσιν, έτοιμον εις πάσαν στιγμήν να γελάση με την μωρίαν και την άγνοιαν των συγχρόνων του, διά να μη κλαύση επί της καταστάσεως, μαστιγώνει ολόγυρά του, με το φιλοσοφικόν μειδίαμα εις τα χείλη, γελοιότητας, αδυναμίας, πάλι, κακίας, σκάνδαλα”. (...) Αλλά τι άλλο είναι τούτο παρά δημοσιογραφείν εις την ανωτέραν σημερινήν έννοιαν του όρου; Και, τηρουμένων των αποστάσεων και των αναλογιών, τι άλλο κάμνει σήμερον ο χρονογράφος της εφημερίδος, τι άλλο έκαμνεν ο αλησμόνητος Ιωάννης Κονδυλάκης, ο γνησιώτερος μαθητής και μεταφραστής του μεγάλου προγόνου του ελληνικού χρονογραφήματος;».
Τα ίχνη του λουκιάνειου πνεύματος μπορούμε να τα εντοπίσουμε τόσο στα χρονογραφήματα του Κονδυλάκη όσο και στα λογοτεχνήματά του. Ενα λαμπρό δείγμα πιστεύω πως αποτελεί το εξαιρετικό διήγημα «Ο επικήδειος», που αποτελεί ένα εξαιρετικό πλήγμα της στομφώδους ηρωολογίας. Εκεί ο αφηγητής, μια περσόνα του συγγραφέα, ιστορεί μαστορικά τα καθέκαστα της κηδείας ενός γέροντα που ελάχιστα τον γνώριζε και του οποίου τον επικήδειο του ανατέθηκε από την «εύθυμη συντροφιά» του να εκφωνήσει. Το γέλιο που προκαλεί η τραγελαφική απόπειρα να υμνηθούν κατορθώματα που ουδέποτε είχαν επιτελεσθεί ίσως απηχεί ένα άλλο γέλιο, περισσότερο φιλοσοφημένο, που ακούγεται στο «Περί πένθους» φιλάνθρωπο και αντιδεισιδαιμονικό πόνημα του Λουκιανού, το οποίο ουσιαστικά συμπυκνώνει τους «Νεκρικούς διαλόγους» και το απελευθερωτικό ήθος τους. Αν μπορούσε να μιλήσει ο νεκρός, εικάζει εκεί ο φιλόσοφος, θα έλεγε στον πατέρα του πως οι πράξεις και τα λόγια των πενθούντων, οι οιμωγές, τα στηθοκοπήματα και οι χοές του κρασιού, τον έκαναν με την ανοησία τους να «ανακαγχάσει» στον Κάτω Κόσμο, να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Βλέπουμε λοιπόν το γέλιο να δρα και στις δύο περιπτώσεις, για διαφορετικούς έστω λόγους, όχι απλώς σαν λύτρον λύπης αλλά και σαν ξεγέλασμα του γεγονότος του θανάτου, σαν ιλαρυντική μέθοδος απόδοσης της πραγματικής του αξίας.
- Η χαρά της μετάφρασης
Από τα 86 έργα που αποδίδονται στον Λουκιανό (δώδεκα θεωρούνται ψευδεπίγραφα), ο Κονδυλάκης μετέφρασε τα 54, τους «Νεκρικούς διαλόγους», τους «Θεών διαλόγους», τον «Μένιππο», τον «Ικαρομένιππο», τον «Ανάχαρση», το «Τίμων ή Μισάνθρωπος» και άλλα πολλά. Η καθαρεύουσά του, που μοιάζει να ανταποκρίνεται στην αττική του πρωτοτύπου και στην οποία τον οδήγησε σχεδόν υποχρεωτικά η δημοσιογραφική του δουλειά και το γλωσσικό καθεστώς που τη διείπε, ανασαίνει ελεύθερα· με την ευλυγισία της, καθώς και με την τεχνική ενσφήνωση λαϊκότερων τύπων όπου χρειάζεται, και δίχως να κλονίζεται το γενικότερο γλωσσικό καθεστώς, αναδεικνύει ζωηρό το νόημα του κειμένου και αποδίδει άθικτη τη ροή του. Εύλογο, εφόσον «η ευφυΐα και το “χιούμορ” του αρχαίου συγγραφέα αντιστοιχούσαν στον χαρακτήρα του μεταφραστή», όπως σημειώνει ο Στυλιανός Αλεξίου στο εντελώς πρόσφατο έργο του «Ελληνική λογοτεχνία - από τον Ομηρο στον 20ό αιώνα» (εκδ. «Στιγμή», 2010).
Ο Κονδυλάκης, όπως γρήγορα γίνεται φανερό, χαίρεται να μεταφράζει Λουκιανό, χαίρεται να υπηρετεί την κριτική οξύτητα του αρχαίου σκεπτικιστή και σκώπτη, κι αυτή τη χαρά του τη νιώθει τελικά και τη γεύεται και ο αναγνώστης. Ο μεταφραστής δεν παραδίδει ένα φιλολογικό πόνημα (ελάχιστες είναι οι εξηγητικές υποσημειώσεις του, σε μια καθαρεύουσα ψυχρότερη από του καθαυτό κειμένου), αλλά ένα ανάγνωσμα του οποίου εμπιστεύεται απολύτως την ικανότητα να τέρπει και να ψυχαγωγεί ουσιωδώς. Οι λιγοστές σποραδικές παραλείψεις μικρών χωρίων το αρχαίου κειμένου που εντόπισα θα πρέπει να συσχετιστούν με το γεγονός ότι ο μεταφραστής χρησιμοποιούσε γαλλικές εκδόσεις (δεν δηλώνεται ποιες), οι οποίες, από τότε και μέχρι σήμερα, έχουν τα προβλήματά τους· μολαταύτα, οφείλουμε πάντοτε να ευχαριστούμε τους ξένους εκδότες, φιλολόγους και σχολιαστές, γιατί δίχως τον δικό τους μόχθο η αρχαιομάθειά μας θα ήταν λειψή, τραυματισμένη· στην αρχαιογνωστική βιβλιογραφία άλλωστε, ακόμα και σήμερα, υπερτερούν συντριπτικά οι ξένοι τίτλοι.
Η απόφαση του Κονδυλάκη, το μεταφραστικό του πρόγραμμα, δικαιούται απόλυτα να χαρακτηριστεί όχι μονάχα δημοκρατικό παρά και διαφωτιστικό, με ακέραιη τη σημασία της λέξης. Αναδεικνύοντας την «εκτός κανόνος», μη επίσημη και τόσο προκλητική γραφή και σκέψη του Λουκιανού υποδεικνύει με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο ότι η αρχαιότητα δεν υπήρξε μία, μονότροπη και μονοφωνική, ότι ο πλούτος της βρίσκεται στις εσωτερικές διαφορές και συγκρούσεις της, φιλοσοφικές, λογοτεχνικές και πολιτικές. Είναι σαν να μας λέει ότι η εξιδανικευμένη εικόνα που βιαζόμαστε να σχηματίσουμε για τους αρχαίους δεν είναι απλώς κίβδηλη· είναι προπάντων άδικη, γιατί παραλαμβάνει ένα δυναμικό πολύχρωμο πεδίο και το παραδίδει στατικό και μονόχρωμο.
Προλογίζοντας την έκδοση των σωζομένων αποσπασμάτων των επίσης εκτός κανόνος Κυνικών («Γνώση», 1998), ο Ν.Μ. Σκουτερόπουλος γράφει: «Στην εικόνα μας για την αρχαιότητα δεσπόζουν τα μεγάλα κατορθώματα του ελληνικού πνεύματος: ο στοχασμός των Προσωκρατικών, η τραγική ποίηση, η φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη - έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το κέντημα του αρχαίου κόσμου από την καλή· με τους Κυνικούς το βλέμμα στρέφεται για λίγο και στην ανάποδη όψη του, την όχι και τόσο όμορφη, αυτήν όμως που, όπως θα έλεγε ο Σοπενάουερ, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πώς ενώνονταν τα νήματα». Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και στην περίπτωση της μετάφρασης του ρητοροδιδασκάλου Λουκιανού, ο οποίος άλλωστε δεν είχε μικρή σχέση με τους Κυνικούς, αφού, όπως φανερώνουν αρκετά έργα του, τιμά τόσο τον Διογένη όσο και τον Μένιππο, Κυνικό φιλόσοφο του 3ου αι. π.Χ. από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης, ενώ δεν παραλείπει να χλευάσει με επιγράμματά του όσους παριστάνουν ψυχικώς αδάπανα τους Κυνικούς ή γενικότερα τους φιλοσοφούντες, απόδειξη και τούτο το σκωπτικό επίγραμμά του: «Στα σοβαρά σου τώρα, θαρρείς το γένι θα γεννήσει τη σοφία; / Μα τότε ο μακρυγένης τράγος, Πλάτωνας θα γινόταν πάραυτα».
Για όλα τούτα λοιπόν, όσα ατελώς προσπάθησα να αναδείξω, μαζί με τους συγκαιρινούς του, οφείλουμε και εμείς οι μεταγενέστεροι διαρκή την ευγνωμοσύνη μας στον Ιωάννη Κονδυλάκη, σ’ αυτόν τον «Διαβάτη» που δεν υπήρξε περαστικός της Ιστορίας και των Γραμμάτων μας.
No comments:
Post a Comment