- ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΑΣΤΡΑΠΕΛΛΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΑΜΠΡΟΒΑΣΙΛΗΣ. | Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010
Γράφει εδώ και μισό αιώνα, στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 30ό βιβλίο του, εκείνος μόλις ολοκλήρωσε το επόμενο. Το Νομπέλ τού διαφεύγει, αλλά λέει ότι δεν τον νοιάζει – «βραβεία έχω πολλά». Η ζωή που τελειώνει, οι φίλοι του που φεύγουν, τα παιδιά των άλλων, το όπλο που κρύβει στη σοφίτα, οι γυναίκες στα βιβλία του, ο Ομπάμα και οι Ρεπουμπλικανοί αποτέλεσαν μερικούς μόνο σταθμούς μιας πολύωρης συζήτησης με τον Φίλιπ Ροθ, κάπου στη μέση του πουθενά, σε έναν παλιό αχυρώνα στο Κονέκτικατ.
«Τους παρεξηγείς προτού ακόμη τους συναντήσεις ενώ περιμένεις να τους συναντήσεις, τους παρεξηγείς ενώ βρίσκεσαι μαζί τους, και μετά γυρίζεις σπίτι σου, μιλάς με κάποιον άλλον για τη συνάντηση και τους παρεξηγείς ακόμη μία φορά. Και επειδή το ίδιο ισχύει εν γένει με τους άλλους για σένα, η όλη υπόθεση είναι μια τρομερή πλάνη που στερείται οποιασδήποτε αντίληψης, μια εκπληκτική φάρσα εσφαλμένης αντίδρασης».
Ποιος άλλος θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τη «σημαντικότατη υπόθεση που λέγεται άλλοι άνθρωποι» από τον Φίλιπ Ροθ, τον σημαντικότερο εν ζωή αμερικανό συγγραφέα, τιμημένο με ό,τι λογοτεχνικό βραβείο δίνεται στην Αμερική (όπως το Πούλιτζερ λογοτεχνίας για το «Αμερικανικό ειδύλλιο», απ’ όπου προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα); Μάλλον κανείς. Η καταφατική απάντησή του για μια συνέντευξη με αφορμή την έκδοση του 30oύ βιβλίου του «H Ταπείνωση» (εκδόσεις Πόλις) δεν ήταν ακριβώς αναμενόμενη.
Ο 77χρονος πλέον συγγραφέας, που ζει μόνος και απομονωμένος κάπου στο Κονέκτικατ εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια, έχει, υποτίθεται, βαρεθεί να δίνει συνεντεύξεις και, όταν τις δίνει, λέει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, ενώ παραμένει κατά κύριο λόγο ανέκφραστος.
«Τι περιμένατε να δείτε; Ενα τέρας;» λέει γελώντας όταν ακούει την προκατάληψη με την οποία ταξίδεψα ως τα περίχωρα του Γουόρεν και τον μικρό πράσινο παράδεισο, που εκείνος αποκαλεί σπίτι, μόλις δυόμισι ώρες από την ασφυκτικά ζεστή καλοκαιρινή Νέα Υόρκη. Mας υποδέχτηκε στο ξύλινο σπίτι του, το οποίο χρονολογείται από το 1790. «Οχι και τόσο παλιό για τα ελληνικά δεδομένα» είπε χαριτολογώντας και αφού έβαλε τα παπούτσια του και ξεδίπλωσε την ψηλόλιγνη φιγούρα του πρότεινε να πάμε στο γραφείο του, 100 μέτρα πιο κάτω, έναν παλιό αχυρώνα ο οποίος έχει διαμορφωθεί σε χώρο δημιουργίας για τον κατ’ εξακολούθηση πολυγραφότατο Ροθ – και όμως έχουν περάσει 51 χρόνια αφότου πρωτοκυκλοφόρησε το παρθενικό του «Αντίο Κολόμπους»!
Καθισμένος σε μια πολυθρόνα Lounge των Αμερικανών Τσαρλς και Ρέι Ιμς, αποδεικνύεται ένας μοναδικός συνεντευξιαζόμενος. Υπομονετικός ομιλητής, αλλά και φιλοπερίεργος ακροατής. Πάνω απ’ όλα προσηνής. «Ημουν οκτώ ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και 12 όταν τελείωσε. Μεγάλωσα στο Νιούαρκ» λέει με απαλή φωνή και με εντυπωσιακή την απουσία στόμφου και οικονομίας λόγου. «Δεν είχαμε λεφτά. Μόνο όσα χρειάζονταν. Στα 16 μου επαναστάτησα. Αρχισαν οι άγριοι καβγάδες με τον πατέρα μου. Εφυγα για το πανεπιστήμιο, επτά ώρες μακριά. Ηταν υπέροχα! Μετά δίδαξα στις μεσοδυτικές Πολιτείες». Το γέλιο του είναι λίγο σφιγμένο και προσπαθεί να το ελέγξει, αλλά το βλέμμα του είναι τόσο ζωηρό, που μοιάζει να προσπαθεί να διαπεράσει κάθε μύχια σκέψη σου. Βέβαια, το πιο πιθανό είναι ότι η αίσθηση αυτή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μεγάλη «παρεξήγηση»...
«Τους παρεξηγείς προτού ακόμη τους συναντήσεις ενώ περιμένεις να τους συναντήσεις, τους παρεξηγείς ενώ βρίσκεσαι μαζί τους, και μετά γυρίζεις σπίτι σου, μιλάς με κάποιον άλλον για τη συνάντηση και τους παρεξηγείς ακόμη μία φορά. Και επειδή το ίδιο ισχύει εν γένει με τους άλλους για σένα, η όλη υπόθεση είναι μια τρομερή πλάνη που στερείται οποιασδήποτε αντίληψης, μια εκπληκτική φάρσα εσφαλμένης αντίδρασης».
Ποιος άλλος θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τη «σημαντικότατη υπόθεση που λέγεται άλλοι άνθρωποι» από τον Φίλιπ Ροθ, τον σημαντικότερο εν ζωή αμερικανό συγγραφέα, τιμημένο με ό,τι λογοτεχνικό βραβείο δίνεται στην Αμερική (όπως το Πούλιτζερ λογοτεχνίας για το «Αμερικανικό ειδύλλιο», απ’ όπου προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα); Μάλλον κανείς. Η καταφατική απάντησή του για μια συνέντευξη με αφορμή την έκδοση του 30oύ βιβλίου του «H Ταπείνωση» (εκδόσεις Πόλις) δεν ήταν ακριβώς αναμενόμενη.
Ο 77χρονος πλέον συγγραφέας, που ζει μόνος και απομονωμένος κάπου στο Κονέκτικατ εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια, έχει, υποτίθεται, βαρεθεί να δίνει συνεντεύξεις και, όταν τις δίνει, λέει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, ενώ παραμένει κατά κύριο λόγο ανέκφραστος.
«Τι περιμένατε να δείτε; Ενα τέρας;» λέει γελώντας όταν ακούει την προκατάληψη με την οποία ταξίδεψα ως τα περίχωρα του Γουόρεν και τον μικρό πράσινο παράδεισο, που εκείνος αποκαλεί σπίτι, μόλις δυόμισι ώρες από την ασφυκτικά ζεστή καλοκαιρινή Νέα Υόρκη. Mας υποδέχτηκε στο ξύλινο σπίτι του, το οποίο χρονολογείται από το 1790. «Οχι και τόσο παλιό για τα ελληνικά δεδομένα» είπε χαριτολογώντας και αφού έβαλε τα παπούτσια του και ξεδίπλωσε την ψηλόλιγνη φιγούρα του πρότεινε να πάμε στο γραφείο του, 100 μέτρα πιο κάτω, έναν παλιό αχυρώνα ο οποίος έχει διαμορφωθεί σε χώρο δημιουργίας για τον κατ’ εξακολούθηση πολυγραφότατο Ροθ – και όμως έχουν περάσει 51 χρόνια αφότου πρωτοκυκλοφόρησε το παρθενικό του «Αντίο Κολόμπους»!
Καθισμένος σε μια πολυθρόνα Lounge των Αμερικανών Τσαρλς και Ρέι Ιμς, αποδεικνύεται ένας μοναδικός συνεντευξιαζόμενος. Υπομονετικός ομιλητής, αλλά και φιλοπερίεργος ακροατής. Πάνω απ’ όλα προσηνής. «Ημουν οκτώ ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και 12 όταν τελείωσε. Μεγάλωσα στο Νιούαρκ» λέει με απαλή φωνή και με εντυπωσιακή την απουσία στόμφου και οικονομίας λόγου. «Δεν είχαμε λεφτά. Μόνο όσα χρειάζονταν. Στα 16 μου επαναστάτησα. Αρχισαν οι άγριοι καβγάδες με τον πατέρα μου. Εφυγα για το πανεπιστήμιο, επτά ώρες μακριά. Ηταν υπέροχα! Μετά δίδαξα στις μεσοδυτικές Πολιτείες». Το γέλιο του είναι λίγο σφιγμένο και προσπαθεί να το ελέγξει, αλλά το βλέμμα του είναι τόσο ζωηρό, που μοιάζει να προσπαθεί να διαπεράσει κάθε μύχια σκέψη σου. Βέβαια, το πιο πιθανό είναι ότι η αίσθηση αυτή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μεγάλη «παρεξήγηση»...
- Στο νέο βιβλίο σας ο ήρωάς σας, Σάιμον Αξλερ, στα 65 του αισθάνεται ότι έχει χάσει το ταλέντο του. Βέβαια, όπως του λέει ο ατζέντης του, «δεν υπάρχει απόλυτη ασφάλεια στην τέχνη». Γιατί όμως επιλέξατε να αναλύσετε αυτό το αγωνιώδες συναίσθημα από τη σκοπιά ενός ηθοποιού και όχι ενός συγγραφέα, όπως μας έχετε συνηθίσει;
- Και εσείς είχατε ασχοληθεί για λίγο με την υποκριτική, όταν ήσασταν στο κολέγιο.
- Γιατί το λέτε αυτό;
- Στο βιβλίο γράφετε ότι ο Τζον Γκίλγουντ έλεγε πως «υπήρχαν φορές που ευχόταν να είναι ζωγράφος ή συγγραφέας. Τότε θα μπορούσε να αποσύρει μια κακή απογευματινή παράσταση και να την ξαναπαρουσιάσει τα μεσάνυχτα διορθωμένη». Υπάρχει μη αντιστρέψιμη παράμετρος που να καθιστά τη συγγραφή ιδιαίτερα δύσκολη;
- Υποθέτω όμως ότι δεν είχατε από την αρχή αυτήν την ανεξαρτησία.
- Ηταν όλα θέμα τύχης; Το ότι δεν γίνατε ηθοποιός, το ότι εκδόθηκε βιβλίο σας νωρίς; Δεν είχατε κάποιο χάρισμα που σας οδήγησε εκεί και σας έκανε να ξεχωρίσετε από τους άλλους;
- Τον εαυτό σας δεν τον θεωρείτε ταλαντούχο;
- Τι σας κούρασε; Οι προσδοκίες των άλλων;
- Πώς ζουν οι «φυσιολογικοί άνθρωποι»;
- Αυτόν τον καιρό δεν γράφετε;
- Η ακρίβεια με την οποία αναλύετε τους χαρακτήρες σας είναι εντυπωσιακή. Εσείς ο ίδιος την έχετε χαρακτηρίσει «ανελέητη αυτοαντιπαράθεση», αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο «κατασκοπεύει» τον εαυτό του το λογοτεχνικό alterego σας, Νέιθαν Ζούκερμαν. Η υπερβολική αυτοπεποίθηση που πρέπει να προκύπτει από αυτήν τη διεισδυτική ικανότητά σας μπορεί να αφήσει χώρο για να ακούσετε εξωτερικές φωνές, να δεχτείτε κριτική;
- Είχατε πάντα αυτήν τη νοοτροπία ή διαμορφώθηκε από τη σιγουριά που έφερε η επιτυχία;
- Οπότε μάλλον δεν γνωρίζετε για τις, ας πούμε, αντιδράσεις που προκάλεσε η σκηνή σεξ που έχετε στο βιβλίο.
- Ενα ενδιαφέρον άρθρο της δημοσιογράφου Κέιτι Ρόιφ στους «NewYorkTimes» για τη γενιά των «Μεγάλων αμερικανών μυθιστοριογράφων» του 20ού αιώνα, δηλαδή τους Απντάικ, Μέιλερ, Μπέλοου, και εσάς, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ερωτική γραφή σας από τη νεότερη γενιά αμερικανών συγγραφέων, οι οποίοι μάλλον είναι «πολύ cool για να κάνουν σεξ», ξεκινάει με την αναφορά σε μια γνωστή της, η οποία μόλις διάβασε τη σκηνή αυτή πέταξε το βιβλίο στα σκουπίδια.
- Ισως επειδή είναι τόσο έντονες όταν τις γράφετε, που είναι δύσκολο να τις ξεχάσει κανείς...
- Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, έστω εν αγνοία σας, προκαλείτε έντονες αντιδράσεις γύρω από το έργο σας.
- Ισως επειδή η χειρουργική ακρίβεια στον τρόπο με τον οποίο περιγράφετε πόσο τρωτοί είναι οι χαρακτήρες σας λειτουργεί σαν καθρέφτης για τους αναγνώστες σας, και αυτό δεν είναι σε θέση να το αποδεχθούν. Στον τρόπο που ερωτεύονται, που γράφουν την αμερικανική ιστορία, που αισθάνονται εβραίοι. Δεν πρόκειται για μια ευχάριστη συνειδητοποίηση...».
- Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφείτε τους γυναικείους χαρακτήρες πολλές φορές δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικός. Οι γυναίκες δεν είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, δεν είναι σχεδόν ποτέ ευτυχισμένες ή τουλάχιστον ικανοποιημένες στα βιβλία σας. Εκτός και αν έχουν τον ρόλο της μητέρας του ήρωα…
- Οχι. Αλλά συχνότερα είναι πιο δυναμικοί, μπορούν να εμπνεύσουν τον σεβασμό ευκολότερα, έχουν τον έλεγχο της κατάστασης.
- Στην εφημερίδα «ΤheGuardian» πάντως η «αντίδραση» είχε να κάνει με το γεγονός ότι η ερωτική σκηνή είναι ανάμεσα σε έναν άνδρα και σε μια γυναίκα 25 χρόνια νεότερη. Είναι ένα θέμα που εμφανίζεται σε άλλα βιβλία σας, όπως στο «Ζώο που ξεψυχά», στο «Ανθρώπινο στίγμα», στο «Φεύγει το φάντασμα». Εξακολουθεί να είναι ταμπού για την κοινωνία, και από κάποιους και κυρίως από τις γυναίκες μπορεί να ερμηνευτεί ως σεξιστική αντιμετώπιση.
- Ενα άλλο θέμα στο οποίο επανέρχεστε στα βιβλία σας είναι η αυτοκτονία. Ο Φίλιπ Ροθ μάλιστα στο «Επιχείρηση Σάυλωκ» είχε αυτοκτονικές τάσεις. Γιατί σας ασκεί τόση γοητεία;
- Οι λόγοι για τους οποίους οι ήρωές σας αυτοκτονούν δεν είναι οι ίδιοι, το κοινό νήμα όμως που τους συνδέει όλους είναι η απόγνωση και η απουσία σθεναρής «εξέγερσης». Η επιλογή της ζωής με όλη τη δυσκολία της.
- Εχει ενδιαφέρον πάντως ότι στο άρθρο των «NewYorkTimes» που προανέφερα μνημονεύεται η άποψη του, παρεμπιπτόντως επίσης αυτόχειρα, συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας ότι η αιτία που οι ήρωες των συγγραφέων της γενιάς σας επιδίδονται στο σεξ είναι η «οντολογική απόγνωση» που αισθάνονται. Ο Κούντερα πάλι στη «Συνάντηση» κάνει λόγο, αναφερόμενος σε βιβλίο σας, «για τη μοναξιά του ανθρώπου που έχει μείνει μόνος του απέναντι στο κορμί του».
- Δεδομένου ότι στο βιβλίο γίνεται χρήση προσωπικού όπλου, ποια είναι η άποψή σας για την κουλτούρα των όπλων που υπάρχει στην Αμερική; Την αυτοάμυνα μέσω της οπλοφορίας;
- Προτού σας γνωρίσω είχα την εντύπωση ότι βαριόσασταν και αποφεύγατε τις συνεντεύξεις.
- Τι σας ενοχλεί περισσότερο;
- Εχοντας κερδίσει τόσο πολλά λογοτεχνικά βραβεία, πώς αισθάνεστε που σας αγνοεί η Σουηδική Ακαδημία; Διότι πολύς κόσμος το θεωρεί σκάνδαλο που δεν έχετε πάρει ακόμη το Νομπέλ λογοτεχνίας.
- Πόσο σας ενδιαφέρει;
- Είστε ικανοποιημένος από τη ζωή σας;
- Υπήρξε αυτό που λέμε «καλή μαζί σας»; Υπήρξατε τυχερός;
- Κάνετε λοιπόν απολογισμό;
- Μετανιώνετε που δεν κάνατε παιδιά;
- Για την εβραϊκή σας κληρονομιά πώς αισθάνεστε;
- Στο Ισραήλ πηγαίνετε;
- Πού θα πηγαίνατε τώρα;
- Στην Ελλάδα πρέπει να έρθετε, νομίζω ότι υπάρχει αρκετή πίεση για να σας τραβήξει το ενδιαφέρον. Αλήθεια, έχετε έρθει;
- Με ποια συγκυρία;
- Και η αίσθησή σας από την Αθήνα;
- Γιατί δεν επιστρέψατε ποτέ;
- Δεν σας λείπει;
- Γιατί δεν γράφετε για την Αμερική κατά τη διάρκεια ή μετά την 11η Σεπτεμβρίου; Κάνετε μια αναφορά στο «Φεύγει το φάντασμα», αλλά δεν είναι τόσο εμβριθής η ανάλυση, όπως, για παράδειγμα, αυτή που κάνετε για το Μεσανατολικό στο «Επιχείρηση Σάυλωκ».
- Συμβάλλει καθόλου το γεγονός ότι ζείτε μακριά από τη Νέα Υόρκη, οπότε δεν μπορείτε να παρατηρήσετε άμεσα τις επιπτώσεις στους κατοίκους της;
- Οπότε ίσως θα πρέπει να περιμένουμε δέκα χρόνια για να γράψετε και για τον πόλεμο στο Ιράκ. Ή για τη νέα εποχή που έχει ανατείλει με τον Ομπάμα.
- Το χάσμα μεταξύ τους μοιάζει αγεφύρωτο. Και η Αμερική μοιάζει χωρισμένη σε δύο κατηγορίες ανθρώπων.
- Το καπιταλιστικό σύστημα πάντως γνωρίζει κρίση παγκοσμίως. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να καταρρεύσει όπως ο κομμουνισμός στην Ανατολική Ευρώπη;
- Αρκεί να μη σταματούσατε να γράφετε. Πώς αισθάνεστε για όλον τον θαυμασμό που εισπράττετε;
- Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 517, σελ. 26-34, 12/09/2010.
- Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=354777&dt=16/09/2010#ixzz0zgF0UxNs
No comments:
Post a Comment