Tuesday, September 21, 2010

Ο Κονδυλάκης ως μεταφραστής του Λουκιανού

  • Το έργο του αρχαίου σοφιστή από τα Σαμόσατα της Συρίας στην απόδοσή του από τον Κρητικό πεζογράφο


  • Του Παντελη Mπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 21 Σεπτεμβρίου 2010
Πράξη δημοκρατική η μετάφραση, επιτρέπει σε όσους δεν κατέχουν γλώσσα άλλη από τη μητρική τους να γνωρίσουν κόσμους που διαφορετικά θα τους έμεναν εντελώς ξένοι, απόρθητοι. Δεν μεταφράζουμε πάντως λέξεις, αν βέβαια δεν έχουμε συμβιβαστεί με τις ιδιότητες και τις ικανότητες του αυτόματου μεταφραστή. Τρόπους επιχειρούμε να ανασυστήσουμε μεταφράζοντας, και όχι μονάχα ύφος παρά και ήθος. Εχει λοιπόν και η επαγγελματική λεγόμενη επάρκεια τα όριά της. Κι αν δεν παθιάζεσαι με ό,τι σε παιδεύει κατά την αναδιατύπωσή του, αν δεν δαπανάς και θερμό αίσθημα εκτός από ψυχρό πνεύμα, ώστε να μην τσιγκουνεύεσαι τον χρόνο της αναζήτησης και του αυτοελέγχου, δεν θα τα καταφέρεις πειστικά· ο μη συγκινημένος, δύσκολα συγκινεί άλλους.
Ειδικά η μετακένωση αρχαιοελληνικών κειμένων στα νέα ελληνικά οφείλει να αντιμετωπίσει σαν εμπόδιο και παγίδα ό,τι προφαίνεται σαν πλεονέκτημά μας και σαν ευκολία μας εν συγκρίσει με τους μεταφραστές έργων της αρχαιοελληνικής γραμματείας σε κάποια άλλη γλώσσα του κόσμου. Εννοώ τη γλωσσική οικειότητα, άλλοτε πραγματική και άλλοτε φαινομενική, στην οποία ορισμένοι ελληνοκάπηλοι δίνουν και γνωρίσματα άφθαρτης γονιδιακής συγγένειας, η οποία υποτίθεται ότι αρκεί για να διεκπεραιώσει τη δουλειά της μετάφρασης. Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά, δεν θα χρειαζόταν βέβαια να μεταφράζουμε τα αρχαία ελληνικά σε νέα, αφού θα τα καταλαβαίναμε αυτόματα, από την κούνια μας. Αφήστε δε που θα ήμασταν απαξάπαντες και επίσης από την κούνια μας σωσμένοι από προβλήματα όπως η δυσλεξία και οι ψυχικές διαταραχές, τα οποία, σύμφωνα με μια δημαγωγικότατη αλλά και κερδοσκοπική υπόθεση, αφού πάνω της στήνονται ολόκληρες παραβιοτεχνίες αρχαιοθεραπείας, γιατρεύονται με τη γνώση των αρχαίων ελληνικών - οπότε πρέπει να κάνουμε κι εμείς τη σαρκαστικά αντιρρητική υπόθεση πως ο Ηρακλής ο μαινόμενος δεν ήταν γνήσιος Ελληνας, διότι αν ήταν, δεν θα περιέπιπτε σε μανία. Αλλά για όλα τούτα τα ελληνοκοπικά και παράλογα θα χρειαζόταν η φαρμακερή, η μαστιγωτική σάτιρα του Λουκιανού, αν φυσικά του επέτρεπαν να μιλήσει και να πει τη γνώμη του οι ελληνοφύλακες που διαβεβαιώνουν ότι Ελληνας γεννιέσαι και δεν γίνεσαι· άρα, κατά τη δική τους πίστη, ούτε ο Λουκιανός ήταν Ελληνας, αφού γεννήθηκε στη βόρεια Συρία περί το 120 μ.Χ. και επέλεξε την ελληνική παιδεία καθώς και την ελληνική γλώσσα για να γράψει όσα τερπνά και παιδαγωγικότατα έγραψε, διαμορφώνοντας εκτός των άλλων ένα νέο λογοτεχνικό είδος, τον σατιρικό διάλογο, και «να τα γελωτοποιήση όλα, θεούς, θεάς, μαντεία, φιλοσόφους και αυτούς τους νεκρούς», όπως λέει ο Σίμος Μενάρδος.
  • Η παγίδα της οικειότητας
Αλλά ας επιστρέψουμε στο μεταφραστικό ζήτημα. Η αρχαία ελληνική, στις ποικίλες εκφάνσεις της, είναι μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια από ανθρώπινες κοινότητες, κι αυτό είναι πρώτο, σοβαρότατο πρόβλημα στη δοκιμή της μετάφρασής της. Δεν είναι λίγες οι φορές που ούτε τα σύγχρονα λεξικά συμφωνούν μεταξύ τους ούτε οι αρχαίοι σχολιαστές και, δίχως ομιλητές, δεν υπάρχει η δυνατότητα να ρωτήσεις, να ακούσεις, να ελέγξεις, να διασταυρώσεις. Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι η απολύτως ίδια μορφή και ο ίδιος ήχος λέξεων που ωστόσο το νόημά τους άλλαξε ή στένεψε με τον καιρό και την προφορική και γραπτή χρήση· απαγορεύεται ως εκ τούτου οποιοσδήποτε μεταφραστικός αυτοματισμός.
Δεν γίνεται, ας πούμε, για να δώσω ένα ακραίο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, να αντικαταστήσουμε αυτόματα, και εμπιστευόμενοι την τάχα αλάθητη γονιδιακή μας γνώση, την αρχαιοελληνική λέξη «αργός» με την παρόμοια της νεοελληνικής. Και τούτο επειδή στα μεν νέα ελληνικά η λέξη σημαίνει αποκλειστικά τον αργοκίνητο, στα δε αρχαία σημαίνει, κατά τα συμφραζόμενα και τη χρήση, πότε τον ταχύ, όπως στο ομηρικό «κύνες πόδας αργοί», και πότε τον νωθρό και βραδυκίνητο, όπως στο πλατωνικό «αργός την διάνοιαν».
Για να έρθουμε κάπως πιο κοντά στο θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ, τον Κονδυλάκη ως μεταφραστή του Λουκιανού, ας μνημονεύσω εδώ ένα χαριτωμένο εντέλει μεταφραστικό ολίσθημα που εντοπίζεται στον πρώτο τόμο με έργα του Λουκιανού της Βιβλιοθήκης των Αρχαίων Συγγραφέων του Ι. Ζαχαρόπουλου. Στο αυτοπροσωπογραφικό του «Ενύπνιον» λοιπόν ο σοφιστής από τα Σαμόσατα ενθέτει, κατά το συνήθειό του να παραπέμπει σε παλαιότερους συγγραφείς, δύο στίχους από την «Ιλιάδα»: «θείος μοι ενύπνιον ήλθεν όνειρος / αμβροσίην διά νύκτα». Πώς μεταφράζουν τους στίχους οι δύο μεταφραστές της συγκεκριμένης εκδοσης; Επηρεασμένοι ίσως όχι μόνο από τη λεκτική ταυτοηχία και ταυτομορφία αλλά και από το γεγονός ότι λίγες αράδες παραπάνω γίνεται λόγος για τον προς μητρός θείο του Λουκιανού, γράφουν: «Ο θείος μου ήλθε φανταστικά στον ύπνο μου / μέσα στη θεία νύχτα.» Ο «θείος όνειρος» λοιπόν, δηλαδή το θεϊκό όνειρο, μετατρέπεται σε θείο, σε μπάρμπα, για να το πω απλούστερα. Κι όμως. Ηδη από το 1910, δηλαδή δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, στη δική του μετάφραση, είχε αποδώσει σωστά το νόημα: «Θείον όνειρον μου ήλθε καθ’ ύπνον την νύκτα.»
Θα ήταν πάντως άτοπο και αστόχαστο να αδικήσω τόσο το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και εν γένει τη σειρά στην οποία ανήκε επιμένοντας σε αυτό το λαθάκι, αφού πρόκειται για μια σειρά πρόδρομη στην οποία οφείλουμε πολλές καλές και πλούσια σχολιασμένες μεταφράσεις, έργο σπουδαίων φιλολόγων και λογοτεχνών. Αλλά θα ήταν και παράλειψη αν δεν σημείωνα ότι τόσες δεκαετίες από τότε, δεν έχει ακόμα εκδοθεί στην καυχωμένη κληρονόμο Ελλάδα το σύνολο της αρχαιοελληνικής γραμματείας και καμία σχετική πολιτειακή μέριμνα δεν εκδηλώθηκε ποτέ.
Στον πρόλογο λοιπόν του προαναφερθέντος βιβλίου, ο Φώτος Γιοφύλλης απάρτιζε έναν κατάλογο των έως τότε, δηλαδή έως το 1935, μεταφράσεων έργων του Λουκιανού στη νέα ελληνική, την καθαρεύουσα είτε τη δημοτική. Πληροφορεί ότι έργα του Λουκιανού πρωτομεταφράστηκαν «εις την απλοελληνικήν» από τον Αλ. Γ. Σκαλίδη και εκδόθηκαν στην Αθήνα, σε δύο τόμους, στα χρόνια 1882-1884. Η επόμενη μετάφρασις, «εν μέρει εις γλώσσαν καθαρεύουσαν και εν μέρει εις μικτήν», όπως σημειώνει ο Γιοφύλλης, φέρει την υπογραφή του Ιωάννη Κονδυλάκη, κυκλοφόρησε δε στις Εκδόσεις Γ. Φέξη το 1910-1911 (και όχι το 1912 όπως γράφει ο Γιοφύλλης). Το 1930, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Κονδυλάκη, ανατυπώθηκαν μερικώς οι μεταφράσεις του από τον οίκο Ελευθερουδάκη, με την προσθήκη προλόγου υπογεγραμμένου από τον Σίμο Μενάρδο.
  • Η επίδραση του Λουκιανού
Ας προστεθεί εδώ ότι ένα έργο του Λουκιανού, ο οποίος αρκετές φορές στα κείμενά του αυτοπροσδιορίζεται ως Σύρος, το «Περί του μη ραδίως πιστεύειν τη διαβολή», εκδόθηκε σε συριακή μετάφραση το 1870, η δε πρώτη έκδοση των έργων του έγινε στη Φλωρεντία από τον Ιανό Λάσκαρη το 1496· το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον λοιπόν είναι πολύ παλαιό αλλά και αδιάλειπτο, όπως μαρτυρούν οι πολλές κατοπινές εκδόσεις του λουκιάνειου κόρπους αλλά και η επίδρασή του σε μείζονες πνευματικές προσωπικότητες, τον Ερασμο και γενικότερα τους ουμανιστές (το «Μωρίας εγκώμιον» έχει πρόγονό του το λουκιάνειο «Μυίας εγκώμιον»), τον Βολταίρο, τον Γκαίτε, τον Θερβάντες.
Επιπλέον, ως εισηγητής της φανταστικής λογοτεχνίας, με τον «Ικαρομένιππο» και την «Αληθή ιστορία», επηρέασε τον Τόμας Μουρ στην «Ουτοπία» του, τον Ραμπελαί, τον Σουίφτ αλλά και κατοπινούς θεράποντες του συγκεκριμένου είδους, ώς τις μέρες μας. Ιδιαίτερη είναι η έλξη που άσκησε στον νεοελληνικό Διαφωτισμό. Απόδειξη (για να συμπληρωθεί έτσι η χαρτογράφησή μας) αποτελεί η μετάφραση και έκδοση, στην Οδησσό το 1831 και στο Βουκουρέστι το 1834, του βιβλίου «Λουκιανού Σαμοσατέως διάλογοι, ήτοι “Οι Νεκρικοί, ο Χάρων ή Επισκοπούντες και Τίμων ο Μισάνθρωπος”»· μεταφραστής και εκδότης ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος (Κύθηρα 1755 - Κύθνος 1830), διδάκαλος του Γένους και μαθητή του Κοραή.
Ο νεοελληνικός εικοστός αιώνας, λοιπόν, γνωρίζει το έργο του αρχαίου σοφιστή χάρη στην έγκυρη μεσολάβηση του Κονδυλάκη, ήδη αναγνωρισμένου πεζογράφου τότε αλλά και χρονογράφου. Στα πλούσια μεταφραστικά εφόδιά του ο Κονδυλάκης είχε να μετρήσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική, έστω ανολοκλήρωτες, τη γνώση της γαλλικής, αφού, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Καλιτσουνάκης, «η μετάφρασις του Λουκιανού έγινε βεβαίως και με εξέτασιν άλλων, γαλλικών κυρίως μεταφράσεων», την αφηγηματική του δεξιοσύνη, όπως την είχαν ήδη πιστοποιήσει τα λογοτεχνήματά του, ο «Πατούχας» και το «Οταν ήμουν δάσκαλος» κτλ., και, κυρίως αυτό, τη συγγένειά του με τον Λουκιανό και τη δηλωμένη αγάπη του για το έργο του.
  • Αλλά θα συνεχίσω την επόμενη Τρίτη.
* Ομιλία στο συνέδριο «Ιωάννης Κονδυλάκης: συγγραφέας, δημοσιογράφος, μεταφραστής - μια αναψηλάφηση», που διοργανώθηκε από τον Δήμο Βιάννου και το Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης (Βιάννος, 16-18 Σεπτεμβρίου).

No comments: