Sunday, September 12, 2010

Χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες

Η Σμύρνη και η Μικρασιατική Καταστροφή έχουν μετατραπεί εδώ και πολλά χρόνια σε έντονο τικ μιας μερίδας της ελληνικής πεζογραφίας, που σπεύδει να συνδυάσει την εθνική οιμωγή (ακόμη και ύστερα από εκατό ολόκληρα χρόνια) με τον θρήνο για την απώλεια ενός μυθικού, ποικιλοτρόπως εξιδανικευμένου τρόπου ζωής. 

Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα «Η θάλασσά μας» (πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τον γενικό τίτλο «Επιστροφή στη Σμύρνη») του πρωτοεμφανιζόμενου Ευάγγελου Μαυρουδή (γεννημένος στην Αθήνα το 1953) καλύπτει το ίδιο χρονικό και γεωγραφικό τόξο, αλλά αποφεύγει συστηματικά την οποιαδήποτε ιδεολογική έξαρση, παραμερίζοντας από την έκφρασή του και κάθε αισθηματολογικό τόνο. 

Η αφήγηση στη «Θάλασσά μας» (εκδόσεις «Κέδρος») ξεκινάει από τον Μάιο του 1897 για να φτάσει μέχρι τον Αύγουστο του 1918, σε απόσταση αναπνοής από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Συγκεντρώνοντας την προσοχή του στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα (από την Κρήτη και το Μακεδονικό μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Εθνικό Διχασμό), ο Μαυρουδής σχεδιάζει τον οδικό χάρτη που οδηγεί στο 1922 μέσα από την εξιστόρηση των περιπετειών δύο κατά βάσιν προσώπων: του γιατρού Πλάτωνα Πηλείδη, που εγκαταλείπει μετά από έναν φόνο τη Σμύρνη για να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, και του βενιζελικού αξιωματικού Γιώργου Μίνερ, που ζει στο πετσί του όλα τα σημαντικά πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της περιόδου. 

Πολιτικές επιτυχίες και οικονομικές πανωλεθρίες, παθιασμένοι ή αποτυχημένοι έρωτες, επαγγελματικοί ανταγωνισμοί, προσωπικές φιλοδοξίες και συλλογικές αποβλέψεις συμπλέκονται στο μυθιστόρημα του Μαυρουδή σ' ένα μωσαϊκό απλωμένο από τη Σμύρνη και την Αθήνα ώς τη Θεσσαλονίκη και το Κιλελέρ, όπου η αλήθεια δεν αποτελεί ποτέ μονόδρομο και τα πράγματα έχουν κατά κανόνα διπλή και τριπλή όψη. Ο Πηλείδης και ο Μίνερ πιστεύουν σε ένα σύνολο αξιών, αλλά αποσπώνται ευθύς εξαρχής από τα πάθη τα οποία τους περιβάλλουν χάρη στον έμφυτο σκεπτικισμό τους. 

Πλάθοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τους αφηγηματικούς του χαρακτήρες, ο συγγραφέας φτιάχνει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα (στον λόγο του Πηλείδη και του Μίνερ ενσωματώνονται οι πιο διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αποχρώσεις της εποχής), που συνταιριάζει λειτουργικά τα επινοημένα με τα ιστορικά του πρόσωπα (τον Βενιζέλο, τον Γούναρη, τον Κωνσταντίνο, αλλά και τον Μεταξά ή τον Δραγούμη), εξισορροπεί χωρίς τριγμούς το πραγματολογικό του υλικό με τις μυθοπλαστικές του ιστορίες και υποδεικνύει στοχαστικά την ασύμμετρη συμπλοκή του συλλογικού με το ατομικό.
  • Πότε μεγάλωσε η Μεγάλη Ιδέα;

Η Μεγάλη Ιδέα δεν ήταν πάντα αυτό που κατέληξε να είναι περί τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η απογοήτευση από τη συντριβή του 1897 επισκίασε τα πάντα. 

Η Μεγάλη Ιδέα βυθίζει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1840, στον Ιωάννη Κωλέτη και στο διαφωτιστικό όραμά του να μεταλαμπαδεύσει η νεότερη Ελλάδα στην Ανατολή την ευρωπαϊκή της παιδεία (παιδεία με σαφώς αρχαιοελληνικές ρίζες). Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, η Μεγάλη Ιδέα δεν έχει ακόμη αλυτρωτικό χαρακτήρα, ούτε προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις. Αυτό θα συμβεί την επόμενη δεκαετία, όταν θα καταλάβουν το προσκήνιο ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, βάζοντας στο κέντρο του εθνικού ενδιαφέροντος δύο παραμερισμένα από τους διαφωτιστές ιστορικά σύμβολα: το Βυζάντιο και την Κωνσταντινούπολη. Η Μεγάλη Ιδέα θα ενσαρκώσει τώρα τον πόθο της αυτοκρατορικής ανασύστασης, αλλά δεν θα αξιωθεί σπουδαία ζωή. Απομακρύνοντας βαθμιαία από το πρόγραμμά της Βυζάντια και βασιλεύουσες, και μένοντας στην προσδοκία της εξασφάλισης των εγγύς εδαφών, η Μεγάλη Ιδέα θα πεθάνει μάλλον γρήγορα και οπωσδήποτε κακήν κακώς. 

Αυτή είναι η αποκαλυπτική ιστορία που ξετυλίγει ο Βασίλης Κρεμμυδάς στην πυκνογραμμένη μελέτη του «Η Μεγάλη Ιδέα. Μεταμορφώσεις ενός εθνικού ιδεολογήματος» (εκδόσεις «Τυπωθήτω»), για να θέσει εν κατακλείδι το εύλογο ερώτημα: Μήπως η Μεγάλη Ιδέα έγινε μεγάλη μόνο μετά το θάνατό της; Ας το σκεφτούμε καλά.

No comments: