Friday, December 25, 2009

Τόσο μακριά, τόσο κοντά...


  • Συνέντευξη με τον Βασίλη Παπαβασιλείου* Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009

Στον μίτο των λογοτεχνικών μεταγραφών του μύθου της Ελένης, η Ελένη του Γιάννη Ρίτσου εικονογραφεί τον εμπλουτισμό του μύθου μέσω της συνέχισής του. Εξιστορεί μιαν άλλη “αιχμαλωσία” του μυθικού προσώπου, ανάλογη με εκείνη που είχε γνωρίσει και στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, όπου παρουσιάζεται γερασμένη να θρηνεί τη χαμένη ομορφιά της.

Ο Ρίτσος την παρουσιάζει γερασμένη, επίσης. Όπως και στην Ιλιάδα, η Ελένη του είναι εκείνη που έχει γνωρίσει πολλές περιπέτειες, εκείνη που εμφανίζεται σε εικόνες που εύκολα ανακαλούνται στη μνήμη. Ο λόγος του/της αναμoχλεύει πολλές και διαφορετικές αναμνήσεις και επιτρέπει να ακουστούν όλες οι συμφορές της. Ενορχηστρώνει γύρω από το όνομά της λέξεις και ιδέες που της προσδίδουν αναγνωρισιμότητα αλλά και το αντίστροφο. Ήδη από τον πρώτο στίχο, δηλώνει: Ναι, ναι - εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω να ξεχάσω τα λόγια -παραπέμποντας στο: τούνομα γένοιτ'αν πολλαχού, το σώμα δ'ου (το όνομα μπορεί να είναι παντού. Όχι όμως, και το σώμα, Ευριπίδης, Ελένη).

Στην ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου, η αντίθεση ανάμεσα σε σώμα και όνομα (ένας ώριμος άνδρας υποδύεται το σύμβολο της γυναικείας ομορφιάς), προβάλλει ένα σκηνικό αποτέλεσμα που παίζει με το παράδοξο αυτής της χαμένης πια, μισητής(;) ομορφιάς. Το σώμα το ίδιο εμπλέκεται στο λόγο, σε αυτά που λέγονται, ορίζει την κατεύθυνση της ιστορίας προς τη μνήμη και οδηγεί στη δημιουργία συνάψεων σχετικών με τις τρέχουσες πολιτιστικές προσλαμβάνουσες.

«Στο θέατρο του Ρίτσου, ... το ανθρώπινο πάθος, είτε τη “γυναικεία” ψυχή αφορά είτε την “ανδρική”, φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας», λέει ο Παπαβασιλείου.

Ο Claude Lévi-Strauss, που πέθανε πρόσφατα στα 100 του, πρότεινε τη διάκριση των κοινωνιών σε κοινωνίες “θερμές” και κοινωνίες “ψυχρές” ανάλογα με τη σχέση που έχουν με τους μύθους: οι πρώτες τους δέχονται, οι άλλες τους αρνούνται. Η διάκριση αυτή θα μπορούσε να έχει εφαρμογή και στη θεατρική μνήμη: μνήμη θερμή, μνήμη ψυχρή. Τόσο ο Ρίτσος όσο και ο Παπαβασιλείου υποστηρίζουν με το έργο τους γενικά αλλά και εν προκειμένω, την πρώτη κατηγορία, τείνουν να φέρουν κοντά το μακρινό. Να το ενσωματώσουν στο παρόν. Η μνήμη τους είναι “θερμή” γιατί σε κάθε περίπτωση αναφέρεται σε ένα άμεσο γεγονός. Ό,τι φαντάζει απόμακρο επιδιώκει να επαναεπενδυθεί μέσω του σώματος στο παρόν σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την ιστορικότητα και τη δυναμική της ανάστασής του. Το αποτέλεσμα: Μια θεατρική πράξη που τρεφόμενη με υλικά μνήμης αρχαϊκής, προσβλέπει στην εγγύτητα και επανέρχεται διαρκώς ζωντανή ανοίγοντας δρόμους επικοινωνίας με τον σύγχρονο θεατή.

Για την ερμηνεία του στον “γυναικείο” μονόλογο η Ελένη από την Τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου, ο Βασίλης Παπαβασιλείου τιμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών το 2001 με το Βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας “Κάρολος Κουν”.

Με εκείνη την παράσταση επέστρεψε το 2002 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, από τη σχολή του οποίου αποφοίτησε το 1975, και ξαναπάτησε τη σκηνή του Ορφέα Σερρών, στην οποία, μαθητής λυκείου ακόμη, είχε παίξει στο Κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου.

Το ίδιο έργο επέλεξε να ανεβάσει και πάλι φέτος για να τιμήσει την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του ποιητή αναπτύσσοντας όμως, πιο συστηματικά την προηγούμενη σκηνική εκδοχή του και «με την ελπίδα ότι συμβάλλει έτσι στην αναψηλάφηση του θεατρικού τουλάχιστον Ρίτσου, που παραμένει μια υπόθεση ερεθιστικά ανοιχτή. Όπως το ίδιο ισχύει βεβαίως για το σύνολο του έργου του».

ΣΙΣΣΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

* Ποια είναι η σχέση σας με τον Ρίτσο;

Η σχέση μου με τον Ρίτσο ήταν σχέση αναγνωστικού θαυμασμού ώς τη στιγμή που ο Θάνος Μικρούτσικος, ως επικεφαλής του Ελληνικού Φεστιβάλ, πριν από δέκα χρόνια, μου πρότεινε να παρουσιάσω στο χώρο της Πνύκας, υπό μορφή αναλογίου, μια σκηνική προσωπογραφία του ποιητή με τον τίτλο "Ο κύριος Γιάννης Ρίτσος". Ήταν το καλοκαίρι του 1999. Συνεργάτης μου επί σκηνής, αλλά και στη φάση της ανθολόγησης των κειμένων, ήταν ο Νίκος Σακαλίδης. Με δική του προτροπή, οφείλω να πω, όταν φτάσαμε στο κεφάλαιο "Ο θεατρικός Ρίτσος", αποφάσισα να συμπεριλάβω στο σώμα της παράστασης ένα δεκάλεπτο απόσπασμα από την Ελένη. Έτσι ξεκίνησαν όλα...

Δύο χρόνια αργότερα η Ελένη, πλήρης πια και ...μόνη της, έβλεπε το φως της σκηνής, χάρη στην αρωγή της ΕΡΤ, του Πανεπιστημίου Αθηνών και των ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου και Λάρισας. Ο Νίκος ήταν και πάλι εκεί...

* Και ο Ρίτσος δραματουργός;

Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος να αποδεχτώ τον όρο-χαρακτηρισμό "δραματουργός" για τον Γιάννη Ρίτσο (και αναφέρομαι κατεξοχήν, βέβαια, στα κείμενα της Τέταρτης διάστασης). Σκέφτομαι ότι η ονομασία γένους για το δράμα, στην αρχαία του εκδοχή, ήταν, πολύ απλά, "ποίησις". Προτιμώ να βλέπω, λοιπόν, τους αρχαιόθεμους αυτούς μονολόγους ως σκηνικές ποιητικές σπουδές. Τονίζω, μάλιστα, το "σκηνικές", γιατί ο όρος αυτός μας παραπέμπει στο "δεύτερο σώμα" του ποιητή: Ο Ρίτσος, ως γνωστόν, είχε βιώσει την εμπειρία του σανιδιού ως χορευτής και ηθοποιός. Ήταν επίσης κάποιος που ήξερε μουσική, έπαιζε πιάνο και ζωγράφιζε. Κάτω από την εργατική φόρμα του γραφιά (στην οποία αναφέρεται ο ίδιος) έπαλλε αυτό το "δεύτερο σώμα" - κι αυτός ο παλμός διατρέχει το σύνολο σχεδόν του έργου του. Πιο σωστά: αυτός ο τόνος της συναισθησίας ρυθμίζει ανά πάσα στιγμή την εκφορά του ποιητικού του λόγου.

Το σταθερό αυτό χαρακτηριστικό της ποίησης του Ρίτσου καθίσταται ανάγλυφο στην Τέταρτη διάσταση. Εκεί, πάγιοι κώδικες και εκφραστικοί τρόποι αιτούνται ευθέως τη σωματοποίησή τους, ζητούν να αναχθούν από το επίπεδο της γραπτής λέξης σ' αυτό της ζωντανής αναπνοής, προκειμένου να επιστραφούν, προς συμμερισμό, ως πλέγμα ήχων και εικόνων, στη μικρογραφία της ανθρώπινης κοινότητας που είναι η θεατρική σύναξη.

Δεν θα επιμείνω στο θέμα των ποιητικών μοτίβων. Ενδεικτικά μόνο θα υπογραμμίσω τη διάζευξη (και την αντιμεταχώρηση) των μεγεθών: τη νίκη του "ελάχιστου" επί του "μέγιστου", την υπερίσχυση του "ανώνυμου" εις βάρος των Ονομάτων. Κι αυτό δεν αντιστοιχεί σε μια φαντασιακή "εκδίκηση του ηττημένου", αλλά, μάλλον, στο στωικό πρόταγμα που διαπερνά τη στάση του Ρίτσου και που, σύμφωνα με τα λόγια του Γκαίτε, είναι: "Ευτυχία είναι η παρούσα στιγμή"!

* Τι είναι αυτό που σας ώθησε να επαναλάβετε την παράσταση μετά από τόσα χρόνια;

Η επανάληψη της Ελένης φέτος το καλοκαίρι αντιστοιχούσε σε μια τρίτη φάση του προσωπικού μου πειράματος με τον Ρίτσο. Ο ανοιχτός χώρος ήταν ένας κίνδυνος και μια πρόκληση. Σε αντίθεση με τον κλειστό, όπου εξ ορισμού πριμοδοτούνται τα πρόσωπα, η ψυχολογική ή ψυχολογίζουσα παράμετρος των σχέσεών τους, κτλ., στο ύπαιθρο το βάρος πέφτει αλλού. Θα τολμούσα να πω: στην αναμέτρηση της γλώσσας και των μορφών με τα άστρα και με άλλα στοιχεία της φύσεως και του κοινωνικοπολιτισμικού περιβάλλοντος... Επεξεργαστήκαμε, λοιπόν, μια "δεύτερη εκδοχή", που, πιθανόν, να προετοιμάζει μια "συνθετικότερη" τρίτη... Ποιος ξέρει; Όταν ξεκινούσε η Ελένη, οι συμβατικές μας υποχρεώσεις προέβλεπαν τριάντα παραστάσεις. Φτάσαμε αισίως τις 140 και ...η ζωή συνεχίζεται.

* Η Ελένη είναι ένας μύθος. Υπάρχουν μύθοι σήμερα -στη ζωή και στο θέατρο;

Αν μύθος είναι ο τρόπος να οικειοποιούμαστε το ανοίκειο και το εξωγενές ή, αντίστροφα, να κρατάμε σε απόσταση το οικείο, τότε, μολονότι ετοιμοπαράδοτος μύθος (ή μύθοι) δεν φαίνεται να υπάρχουν, τα ΥΛΙΚΑ του μύθου (ή των μύθων) είναι πάντα εδώ και κατεργάζονται τις ζωές μας (αλλά και το θέατρο που κάνουμε) εν αγνοία μας. Αλλιώς, ποιος θα άντεχε τη ζωή και το θέατρο;

* Έχετε δει μύθους να καταρρέουν;

Γενικώς, ο μύθος μόνον τότε ΦΑΙΝΕΤΑΙ: όταν καταρρέει. Γι' αυτό αναφέρθηκα πριν στα υλικά-θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για ΛΕΙΨΑΝΑ.

No comments: