Διακρινοντας- Tης Ελισαβετ Kοτζια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 06/12/2009
Ενας πολιτικός πρόσφυγας αναχωρεί με την οικογένειά του, τον Οκτώβριο του 1967, σιδηροδρομικώς από την Τασκένδη προς τη Δύση. Επαναλαμβάνει με αντίθετο προσανατολισμό το ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει το 1949, όταν ηττημένος παρτιζάνος είχε αναγκαστεί μαζί με χιλιάδες άλλους συμπολεμιστές του να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να καταφύγει στις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ. Τι μεσολάβησε στα δεκαοκτώ χρόνια της εξορίας του στα βάθη του ασιατικού Ουζμπεκιστάν και πού ακριβώς επιστρέφει, δεδομένου ότι το 1967 ο επαναπατρισμός είναι αδύνατος εξ αιτίας του ελληνικού χουντικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών; Με αυτά τα δεδομένα ξεκινά το «Πατρίδα από βαμβάκι» (Κέδρος, σελ. 372), ένα θαρραλέο, απολαυστικό μυθιστόρημα, το οποίο καταπιάνεται να αναπλάσει όσα μεγάλοι Ελληνες μυθιστοριογράφοι, όπως η Μέλπω Αξιώτη ή ο Δημήτρης Χατζής που έζησαν για πολλές δεκαετίες στην Ανατολική Ευρώπη, δεν τόλμησαν να θίξουν ποτέ. Η συγγραφέας του Ελενα Χουζούρη είναι μια δημιουργός με θητεία στην ποίηση, η οποία σε ώριμη ηλικία στράφηκε, και αυτή, στην πεζογραφία, για να δώσει πριν από πέντε χρόνια το ενδιαφέρον μυθιστόρημα «Σκοτεινός Βαρδάρης». Αδολος ρομαντικός επαναστάτης κι ευπειθής κομμουνιστής, ο σημερινός ήρωάς της θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στην καινούργια του σοσιαλιστική πατρίδα· θα τακτοποιήσει τη ζωή του σύμφωνα με τις υποδείξεις του κόμματος· θα αποτελέσει ως καλοπροαίρετος και αισιόδοξος επιστήμονας μια φυσιογνωμία με κύρος και επιβολή. Ποιες αλλαγές συντελούνται ωστόσο μέσα του, οι οποίες τον ωθούν να εγκατασταθεί το 1967 στα Σκόπια, εγκαταλείποντας την υιοθετημένη του πατρίδα με σκοπό να πλησιάσει και πάλι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πλευρό της πραγματικής;
Η Ελενα Χουζούρη γράφει για τον ελληνικό Εμφύλιο, για το ακατανόητο φαινόμενο της απόλυτης επιβολής που άσκησε σε δεκάδες εκατομμύρια Σοβιετικούς ο μεγάλος Πατερούλης παράλληλα προς τις συνθήκες τρομοκρατίας που επέβαλε στην καθημερινή τους ζωή. Κι ακόμα θίγει το σχετικώς αποσιωπημένο δράμα των αιματοβαμμένων συγκρούσεων, που έλαβαν χώρα ανάμεσα στους Ελληνες πρόσφυγες της Τασκένδης στη διάρκεια των κομματικών εκκαθαρίσεων του ’50. Η βασική τεχνική που της επιτρέπει να χειριστεί με μυθιστορηματική επιτυχία τόσο ακανθώδη ζητήματα είναι ότι χρησιμοποιεί κατά κόρον τις πλάγιες σκοπεύσεις της υποβολής. Η αφήγησή της δεν είναι ευθέως αναπαραστατική, δεν αποσκοπεί στο να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πως παρακολουθούμε ένα κομμάτι αληθινής ζωής. Η συγγραφέας κατασκευάζει αντιθέτως ένα τεχνητό σκηνικό, χρησιμοποιώντας μια σειρά φανταστικών και αληθινών ανθρώπων (ανάμεσα στους οποίους οι Λισένκο, Σολτζενίτζιν και Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν) και ένα πλήθος πραγματικών και επινοημένων ντοκουμέντων (φωτογραφιών, σημειωματαρίων, μαρτυριών, επιστολών). Και κάνοντας ποικίλες υποθέσεις αρχίζει να φαντάζεται πώς τα γεγονότα θα ήταν δυνατόν να έχουν εξελιχτεί – με τριτοπρόσωπες εξιστορήσεις, με το άνοιγμα φανταστικών διαλόγων, με πρωτοπρόσωπους σχολιασμούς. Δεν παραλείπει επομένως να μας τονίζει πόσο συμβατική είναι κάθε αφήγηση, εμπλέκοντάς μας σε μια εξαιρετικά ενεργητική αναγνωστική συμμετοχή. Τοποθετώντας μας στην καρδιά του υλικού της, επιτυγχάνει έτσι ένταση και σασπένς. Τι θα γίνει παρακάτω; Πώς αντιδρούν οι ήρωές της όταν η μικροσκοπική κλίμακα του προσωπικού και του ιδιωτικού διασταυρώνεται με τους σαρωτικούς διασκελισμούς του ιστορικού, του κοινωνικού και του πολιτικού;
Η υφέρπουσα ειρωνεία που διακρίνει το λόγο της Χουζούρη αποτελεί σταθερό υπόστρωμα στην ιστορία της. Ενας τόνος επισημότητας την περιβάλλει καθώς κάθε τόσο αναφέρονται με έμφαση τόποι και χρονολογίες, κι ακόμα υιοθετείται η ρητορεία της κομμουνιστικής προπαγάνδας, όταν την ίδια στιγμή γνωρίζουμε πόσο αβέβαια ή κίβδηλα υπήρξαν όλα αυτά. Ο επιβλητικότατος άλλωστε ήρωάς της, όπως με πολλή τρυφερότητα και χιούμορ αποκαλύπτεται, δεν υπήρξε παρά ένα κοντό ανθρωπάκι με φουντωτά ξανθά μαλλιά. Διαπλέκοντας επιπλέον τη μυθολογία, την ιστορία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό, φέρνοντας στο προσκήνιο τον Μεγάλο Αλέξανδρο, τον Ταμερλάνο, την Αννα Αχμάτοβα και τον Κρίστοφερ Μάρλοου, συνδυάζοντας τις ασιατικές στέπες με τον χιονισμένο Γράμμο, τον Στάλιν με τον Φαρούκ, το μυθιστόρημα δημιουργεί μια ισχυρή ποιητική αίσθηση. Οι φωνές γίνονται εικόνες, οι εικόνες μεταμορφώνονται σε λόγια, τα λόγια μεταπίπτουν σε τόπους, οι τόποι μεταστρέφονται σε χρόνο. Κι απ’ το μυθιστόρημα μένουν αξέχαστα η δραματική μέσα στα ελληνικά συμφραζόμενα έκφραση «η βαλίτσα παρά πόδα», το σπαρακτικό χωρίς παραλήπτη γράμμα μιας μάνας και τα απέραντα χιονισμένα τοπία των ασιατικών βαμβακοκαλλιεργειών.
Sunday, December 6, 2009
Πολιτικοί πρόσφυγες
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment