Ο καθηγητής Δημήτρης Δημηρούλης απαντά στο κριτικό κείμενο που δημοσιεύθηκε στην «Κ» πριν από λίγες ημέρες Του Δημητρη Δημηρουλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 08/12/2009
ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Διάβασα το κείμενο του Μ. Πασχάλη στην «Καθημερινή» της Τρίτης (24/11/2009) και σκέφτηκα ότι η απάντηση είναι αυτόχρημα περιττή, γιατί πρέπει κανείς να φροντίζει να μη νομιμοποιεί κενές ασκήσεις λογιοσύνης· θεώρησα όμως ότι ο τόνος της πρόκλησης ήταν τόσο χονδροειδώς προσβλητικός που επιβάλλει την απάντηση. Το φαινόμενο είναι γνωστό. Περισπούδαστοι τιμητές αρθρογραφούν για σημαντικά ζητήματα με εκκωφαντικές δηλώσεις, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της σαρωτικής γενίκευσης. Ετσι, για παράδειγμα, η δική μου έκδοση των «Ωδών» του Κάλβου (Μεταίχμιο, 2009), που πήρε πολύ χρόνο και μόχθο για να ολοκληρωθεί, αντί να κριθεί υπεύθυνα, έγινε πρώτα αφορμή να εκσφενδονίσει πομπώδεις ανοησίες γνωστός «βηματογράφος», μετά ενόχλησε κριτικό παντός καιρού της εταιρείας συγγραφέων, και τώρα έθιξε την επιστημονική «ευαισθησία» του Μ. Π.
Ελλειψη απόψεων
Το ήθος της αντίδρασης συνοψίζεται ήδη στον τίτλο: η συγκεκριμένη έκδοση του Κάλβου είναι πλήρης αποτυχία. Βέβαια, κάθε νοήμων άνθρωπος θα περίμενε να ακούσει συγκεκριμένες απόψεις για τα ίδια τα κείμενα και για την εκδοτική φροντίδα του επιμελητή, θα ήθελε να μάθει για το πόσο καλά γνωρίζει και αξιοποιεί τη συναφή παράδοση, τι προσφέρει η εκτενής (135 σελ.) εισαγωγή, τι άλλο παρέχει η έκδοση για την καλύτερη κατανόηση του Κάλβου και πώς συγκρίνεται με παλαιότερες εκδόσεις ή με όσες κυκλοφορούν κ.λπ. κλπ. Ολα τέλος πάντων εκείνα (ιδέες, ερμηνείες, προτάσεις) που έχουν να κάνουν με την ουσία του εγχειρήματος και δεν αντιμετωπίζονται με υστερικές δηλώσεις, αλλά με στοχαστική κρίση και με σεβασμό στον κόπο του άλλου.
Ο Μ. Π. δεν πολυσκοτίζεται με κάτι τέτοια. Θεωρεί ότι αρκούν λίγες παρατηρήσεις που αναφέρονται στον υποσέλιδο σχολιασμό των «Ωδών» για να καβαλήσει το καλάμι της οίησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μ. Π. δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι τα γλωσσικά υπομνήματα είναι μικρά δεκανίκια για να διευκολυνθεί, εφόσον το θέλει, ο αναγνώστης· δεν είναι ερμηνευτικές σινδονιάδες που του παρέχουν αλεσμένες παραφράσεις του νοήματος.
Ας δούμε όμως επιτροχάδην τη μικροβοτανική του Μ. Π. για να φανεί ότι δεν έχει την έγνοια της ποίησης, αλλά επιδίδεται σε αγωνιώδη αναζήτηση «λαθών» για να τονιστεί η «αλάνθαστη» επιστημοσύνη του. Ομως, το «σφάλμα», το «λάθος», το «ολίσθημα», η «αβλεψία» είναι αναπόφευκτοι σύντροφοι της ζωντανής σκέψης, της ατέρμονης αναμέτρησης με το «ορθό», την «αλήθεια», το «πραγματικό».
Απορεί, λοιπόν, ο Μ. Π. γιατί δίνεται ο ανύπαρκτος τύπος «μάκαρος», αντί του σωστού «μάκαρ(-ος)». Δεν πρέπει να απορεί και μάλιστα τόσο θαυμαστικά. Είναι μάλλον εύκολο να δει ότι από αβλεψία δεν μπήκαν οι παρενθέσεις στο (-ος). Τέτοια θριαμβολογία είναι οφθαλμοφανώς δυσανάλογη με το εύρημα. Για το «μελίφρονον στέμμα» του Κάλβου δεν δέχομαι την εκδοχή κάποιας άγνωστης «άλλης έκδοσης», όπως πονηρά γράφει ο Μ. Π., αλλά τη συνεπαγωγική ερμηνεία του Γιάννη Δάλλα, γνωστού μελετητή και εκδότη του Κάλβου και από τους σημαντικότερους νεοελληνιστές. Οσο για το επίθετο «μελίφρων» αποκρύπτει ο Μ. Π. ότι απαντάται και σε άλλον στίχο του Κάλβου («μελίφρονα αμφορέα», «Εις Ψαρά», 18) όπου επεξηγείται ως «ευχάριστος, τερπνός, γλυκύς σαν μέλι». Δεν πρόκειται συνεπώς για άγνοια του νοήματος της λέξης αλλά για διαφορετική σημασιολόγησή της σε άλλα συμφραζόμενα. Προσέξτε όμως το συμπέρασμα - καταπέλτη: αυτό και μόνο αποδεικνύει «την προχειρότητα με την οποία συντάχθηκε το υπόμνημα
Η συλλογιστική αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι το ζητούμενο δεν είναι η διαφωνία, αλλά η εκτόνωση μιας μάλλον βασανιστικής εμπάθειας. Επονται όμως και άλλα. Πώς είναι δυνατόν αναρωτιέται ο Μ. Π. να αποδίδεται το «αθλίως» ως «ξεδιάντροπα» στους στίχους «γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα / αθλίως βρεγμέναι», όταν δηλώνει οίκτο και συμπάθεια στον ύψιστο βαθμό; Στο υπόμνημα όμως το δυσερμήνευτο επίθετο «άθλιος» αποδίδεται και ως «δυστυχισμένος» (π.χ. «αθλίαν Ελλάδα», «αθλίων θνητών») και ως «φοβερός» (π.χ. «αθλίας νυκτός»). Θα ήταν πανεύκολο συνεπώς να επαναληφθεί μία από τις δύο (ή και οι δύο) αποδόσεις. Αντ’ αυτών, κρίθηκε προτιμότερο το «ξεδιάντροπα» (=αναίσχυντα) γιατί αναφέρεται σε σφαγή γερόντων από τους Τούρκους, οι οποίοι είναι οι αίτιοι της δυστυχίας και η πράξη τους θεωρείται «ξεδιάντροπη» (=αναίσχυντη). Επίσης ο Κάλβος γράφει αλλού «Κριταί ως θεοί! και πότε / την αρετήν αθλίως, / πότε δεν εκατάτρεξαν;» («Εις Αγαρηνούς», 46-48). Εδώ πώς άραγε θα αποδώσει το «αθλίως» ο επηρμένος νους του Μ. Π.; Και τι αποδεικνύει η κορδωμένη αυταρέσκεια της γραφής του;
Οσο για τους στίχους «δια τους κροτούντας / ποιητάς το μονόχορδον της κολακείας». Η δική μου ερμηνεία στηριγμένη στη μεταφορική σημασία της λέξης «μονόχορδος» (=μονότονος) εννοεί τους ποιητές που μονότονα κολακεύουν την εξουσία. Ο Μ. Π. έχει άλλη γνώμη και δεν πρέπει να του τη στερήσουμε.
Ας κάνουμε τώρα τον λογαριασμό. Με τέσσερις παρατηρήσεις, οι οποίες εν πολλοίς είναι άστοχες προσωπικές εκδοχές ο Μ. Π., χρησιμοποιώντας με επιπολαιότητα οξύτατους χαρακτηρισμούς, καταλήγει σε «συγκλονιστικές» διαπιστώσεις για την ανεπάρκεια του επιμελητή. Συμβουλεύει μάλιστα τους αναγνώστες «να βγάλουν τα συμπεράσματά τους» και προειδοποιεί τους φιλολόγους να «προσέξουν». Τι να απαντήσει κανείς; Τον διαψεύδουν οι εξαιρετικές πωλήσεις του βιβλίου (ξεπέρασαν και εκείνες της έκδοσης του Σολωμού), η γενναιόδωρη υποδοχή από το ευρύ κοινό και η καλόπιστη κριτική από τους πραγματικούς εραστές της ποίησης.
Tuesday, December 8, 2009
Λόγος και αντίλογος για τις «Ωδές» του Κάλβου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment