Saturday, December 5, 2009

Να ξεχνιόμαστε ή να ψυχοπλακωνόμαστε;


Υπάρχει μια ένσταση στον ισχυρισμό ότι η κυριαρχία της παραλογοτεχνίας στην ελληνική βιβλιαγορά αντανακλά το μεγάλο έλλειμμα παιδείας της ελληνικής κοινωνίας. Η ένσταση αυτή λέει ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε πιο ανεπτυγμένες χώρες, με πολύ ψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από τη δική μας· κι εκεί επίσης κάνουν θραύση ο Νταν Μπράουν, ο Κοέλιο, η ροζ λογοτεχνία και οι «οδηγοί ευτυχίας». Το αντεπιχείρημα αυτό είναι απόλυτα ορθό. Για την ακρίβεια, είναι κυρίως απόλυτο και κατά δεύτερο λόγο ορθό. Γιατί εστιάζει στη μία πλευρά της αλήθειας, συσκοτίζοντας την άλλη. Η άλλη πλευρά είναι ότι στις χώρες με τις οποίες γίνεται η σύγκριση μπορεί να διαβάζονται πολύ ο Κοέλιο, ο Νταν Μπράουν και η Σαρλότ Ρος, αλλά διαβάζονται πολύ και συγγραφείς με προωθημένη γραφή και προβληματική. Και επίσης (πράγμα που εγώ θεωρώ ακόμα σημαντικότερο), ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο κατηγορίες βιβλίων υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις, μερικές από τις οποίες έχουν ωσμωτική γειτνίαση με αυτό που αποκαλούμε «υψηλή λογοτεχνία».

Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι, λοιπόν, η μεγάλη διάδοση της παραλογοτεχνίας αλλά η εντελώς ασύμμετρη διόγκωσή της σε σχέση με την ποιοτική λογοτεχνία. Έχουμε από τη μια μεριά τα (ολοένα χονδροειδέστερα) μπεστ σέλερ των 100.000 και 200.000 αντιτύπων και από την άλλη σημαντικά βιβλία καταξιωμένων συγγραφέων που με δυσκολία φτάνουν να πουλούν 7.000-8.000 αντίτυπα. Αυτό υποδεικνύει κάτι ανησυχητικότερο από το χαμηλό επίπεδο καλλιέργειας της μεγάλης μάζας των Ελλήνων: προδίδει ένα βαθύ επικοινωνιακό χάσμα ανάμεσα στην πνευματική ελίτ και τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό περιγράφοντας ένα μικρό περιστατικό, που έπεσε στην αντίληψή μου πριν από λίγους μήνες σ΄ ένα νησάκι του Αιγαίου. Γινόταν εκεί μια έκθεση βιβλίου. Μια συντροφιά νεαρών Αθηναίων παραθεριστών, αγόρια και κορίτσια, που έδειχναν μάλιστα σπουδαστές, σταμάτησαν μπροστά στον πάγκο με τα βιβλία του Κοέλιο. «Α, Κοέλιο!» αναφώνησε χαρούμενα μια κοπελιά από την παρέα. «Το διαβάσατε αυτό;» ρώτησε ένα από τα αγόρια, παίρνοντας στα χέρια και δείχνοντας το τελευταίο μυθιστόρημα του Βραζιλιάνου γκουρού. «Ναι, βέεεεβαια», απάντησε ένας άλλος νεαρός, με μακριά μαλλιά και μουσάκι. «Ωραίος ο Κοέλιο, όπως πάντα».

Πού βρίσκεται το παράξενο σ΄ αυτή τη σκηνή; Υπάρχουν εκατομμύρια πιστοί αναγνώστες του Κοέλιο σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν όμως και εκατομμύρια που γελούν με το ύφος και τα αποφθέγματά του. Οι δεύτεροι ξέρουν για την αφοσίωση των πρώτων, όπως και οι πρώτοι ξέρουν για τις ειρωνείες των δεύτερων. Σε μια χώρα όπου το ευρύ κοινό είναι λίγο πολύ ενήμερο για την αμφισβήτηση του Κοέλιο, ο αντίστοιχος μουσάτος νεαρός θα έλεγε κάτι σαν αυτό: «Ναι. Ό,τι και να λένε, εμένα ο Κοέλιο μού αρέσει». Μια τέτοια δήλωση θα παρέκαμπτε ουσιαστικά το ζήτημα της λογοτεχνικής αξίας του Κοέλιο, αναγνωρίζοντας το πλήθος (αν όχι το κύρος) των επικριτικών φωνών, και θα περιοριζόταν στην κατάθεση μιας προσωπικής στάσης. Η ελληνική ιδιαιτερότητα της σκηνής οφείλεται στο ότι ο νεαρός που είπε «Ναι, βέεεεβαια. Ωραίος ο Κοέλιο, όπως πάντα» μιλούσε σαν να εξέφραζε κάτι αυτονόητο και καθολικά αποδεκτό, κάτι που δεν θα μπορούσε επ΄ ουδενί να προκαλέσει αντιρρήσεις και πολύ περισσότερο περιπαικτικά σχόλια.

Αυτό είναι το επικοινωνιακό χάσμα για το οποίο έκανα λόγο πιο πάνω. Αυτή είναι η ασυνέχεια ανάμεσα στις δύο άκρες του αναγνωστικού φάσματος στη χώρα μας. Στην εποχή των ανοιχτών, υποτίθεται, κοινωνιών, των «λεωφόρων της πληροφορίας» και του Διαδικτύου, υπάρχει στην Ελλάδα μια πολύ μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που, αν και διαβάζουν πότε πότε βιβλία, ζουν σε σχεδόν απόλυτη πληροφοριακή απομόνωση από το περιβάλλον των βιβλίων.

Ας το πάρουμε απόφαση. Παρά τις αλλαγές στα οικονομικά μεγέθη και τα καταναλωτικά πρότυπα, στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκε ποτέ μια σχετικά πεπαιδευμένη μεσαία τάξη, με μια αναγνωστική κουλτούρα και γενικά μια στάση απέναντι στον πολιτισμό τέτοιες που να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη μιας λογοτεχνίας στοχασμού, ρήξεων και λεπτής αισθητικής, έστω και αν τα μέλη της τά ξης δεν καταλαβαίνουν πάντοτε αυτά τα βιβλία ή δεν συμφωνούν με το περιεχόμενό τους. Η δομή της ελληνικής κοινωνίας, το εκπαιδευτικό μας σύστημα και η ελληνική τηλεόραση όχι μόνο δεν ευνοούν μια τέτοια εξέλιξη αλλά σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Για τον λόγο αυτό η αντιγραφή θεσμών όπως π.χ. το «Βραβείο Αναγνωστών», οι οποίοι έχουν ίσως κάποιο νόημα σε άλλες κοινωνίες, παράγει στη δική μας κακέκτυπα, που λειτουργούν εις βάρος του επίσημου στόχου τους, ακόμα και αν η διαδικασία που τηρείται είναι διαφανής- ή μάλλον προπαντός σ΄ αυτή την περίπτωση! Στη Γερμανία ή τη Γαλλία ένα βιβλίο όπως αυτό που πήρε σ΄ εμάς πέρσι το Βραβείο Αναγνωστών δεν θα ψηφιζόταν ποτέ ως το καλύτερο της χρονιάς, ούτε καν από τους πολυπληθείς αναγνώστες του. Γιατί υπάρχει εκεί μια στοιχειώδης αίσθηση της διαφοράς των μεγεθών, μια διάκριση ανάμεσα σ΄ αυτό που μου χαϊδεύει τ΄ αφτιά, που μ΄ επιβεβαιώνει παραμυθιάζοντάς με, και αυτό που (διαισθάνομαι πως) αξίζει πραγματικά.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι η ανυποψία του μεγάλου κοινού γι΄ αυτή τη διαφορά των μεγεθών. Τη στάση του τη συνοψίζει ιδανικά η φράση «Θέλω να ξεχνιέμαι, όχι να ψυχοπλακώνομαι», που ακούγεται πολύ συχνά. Και σ΄ αυτήν επίσης την περίπτωση, όπως στο περιστατικό με τον μουσάτο νεαρό θαυμαστή του Κοέλιο, δεν έχουμε να κάνουμε με την έκφραση μιας προσωπικής διάθεσης αλλά κυριολεκτικά με αισθητική κρίση. Αυτό που υπαινίσσεται η φράση, και το υπογραμμίζει ο επιθετικός τόνος με τον οποίο εκφέρεται συνήθως, είναι ότι τα ωραία βιβλία μάς κάνουν να ξεχνιόμαστε, ενώ τα «διανοουμενίστικα» βιβλία είναι ψυχοπλακωτικά. Είναι γνωστό το παλιό σλόγκαν από το οποίο κατάγεται η ορολογία της πρώτης από τις δύο αυτές θέσεις («Μ΄ ένα Άρλεκιν ξεχνιέμαι»). Η δεύτερη, λογική συνέχεια της πρώτης, κατατάσσει με συνοπτικές διαδικασίες στην κατηγορία του «ψυχοπλακωτικού», άρα του απορριπτέου, οτιδήποτε απαιτεί την εγρήγορση της συνείδησής μας και μας καλεί σε προβληματισμό. Είναι αδύνατο γι΄ αυτό το κοινό ν΄ αποτιμήσει τα βιβλία με διαφορετικούς όρους.

Στις συνθήκες αυτές, φαντάζει σχεδόν σαν θαύμα ότι υπάρχει ένα κοινό 7. 000 ή 8.000 ανθρώπων που στηρίζει σταθερά την ποιοτική λογοτεχνία. Και είναι ιδιαίτερα παρήγορο ότι, χάρη και στο κλίμα ενθάρρυνσης που δημιουργείται από αυτό το κοινό, εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια ολοένα περισσότερα ανήσυχα, τολμηρά βιβλία, που απασχολούν ακόμα και εκείνους που δεν τα διαβάζουν, έστω και ενοχλώντας τους. Οκτώ χιλιάδες απαιτητικοί αναγνώστες συνιστούν μια υπολογίσιμη πνευματική ελίτ. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει κάποτε γόνιμη διάχυση των αναζητήσεων αυτής της ομάδας του πληθυσμού, να σπάσει η απομόνωσή της, ν΄ ανοίξει ένας διαρκής διάλογος με άλλες ελίτ της ελληνικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα με μια μερίδα, τουλάχιστον, της πολιτικής ελίτ. Της οποίας πολιτικής ελίτ οι αναγνωστικές προτιμήσεις ώς τώρα δεν φαίνεται, δυστυχώς, να διαφέρουν πολύ από αυτές της απαίδευτης και νωθρής μάζας.
  • Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 05/12/2009

No comments: