Tuesday, December 1, 2009

Μεταξύ εκλαΐκευσης και ακαδημαϊκής έρευνας

  • Ενας συλλογικός τόμος, απεικόνιση της ιστοριογραφικής παραγωγής και της αντιμετώπισης της ιστορίας για τη δεκαετία του ’40
  • Του Γιωργου Καζαμια*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1/12/2009
  • Γιώργος Αντωνίου - Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), «Η εποχή της Σύγχυσης, η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία», Αθήνα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), 2008, σ. 583.

ΜΕΛΕΤΗ. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα και πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα συλλογικό τόμο, όπου επιχειρείται η παρουσίαση της εξέλιξης της ιστοριογραφίας για τη δεκαετία του ’40. Πέρα από το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, ο τόμος επιτελεί και έναν επιπλέον σκοπό: για τον υποψιασμένο και ενδιαφερόμενο για την ιστορία αναγνώστη, λειτουργεί και ως απεικόνιση της ιστοριογραφικής παραγωγής, μια γέφυρα μεταξύ της εκλαΐκευσης και της ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας. Και αυτό, σε μια εποχή που ακόμη και οι ίδιοι οι ιστορικοί δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν το σύνολο της τρέχουσας ιστορικής παραγωγής, είναι κατά τη γνώμη μας σημαντική συμβολή.

Πρωτότυπη προσπάθεια

Στην εισαγωγή, τίθενται μια σειρά θέματα, από τα οποία ξεχωρίζουμε την πρωτότυπη προσπάθεια ποσοτικής αποτίμησης της ιστορικής παραγωγής (σ. 28-39), αλλά και τις αλλαγές πορείας στην αντιμετώπιση της Ιστορίας, από τη μεταπολεμική κυριαρχία της δεξιάς εκδοχής της ως την αναθεώρησή της μετά τη μεταπολίτευση. Η πρώτη ενότητα του τόμου εξετάζει τη διεθνή οπτική, η οποία έχει μια εντελώς ιδιαίτερη βαρύτητα για την ιστοριογραφία του συγκεκριμένου θέματος, καθώς ώς το 1974, οι ιδιάζουσες πολιτικές συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας συνέβαλαν στο να εξελιχθεί το μεγαλύτερο μέρος της ιστοριογραφικής παραγωγής στο εξωτερικό. Το άρθρο του Γιάννη Ιατρίδη, η «ναυαρχίδα» ίσως του τόμου, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο: ο συγγραφέας εξετάζει μεγάλο αριθμό αγγλόφωνων έργων που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές και προσεγγίσεις, δίνοντάς μας μια εξαιρετική επισκόπηση.

Εντυπωσιακή είναι η τοποθέτηση της ελληνικής εμπειρίας στο διεθνές πλαίσιο της μεταπολεμικής διαίρεσης του κόσμου, πλαίσιο που, όπως είναι γνωστό, επηρέασε και τις διαμάχες των ιστορικών. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η σύνδεση μεταξύ των διαφόρων θεωριών διεθνών σχέσεων και της ιστορικής παραγωγής. Ενα μερικό συμπέρασμα που θα μπορούσε ίσως να εξαχθεί εδώ, είναι ότι αν και μέσα στις διαμάχες των σχολών τα ψύχραιμα έργα σπανίζουν, η αξία τους σε βάθος χρόνου αυξάνεται. Τελικά αυτά είναι που επικρατούν.

Κεφάλαια σε κάθε χώρα

Χωριστά κεφάλαια για τη γερμανική, τη γιουγκοσλαβική και τη βουλγαρική ιστοριογραφία, παρουσιάζουν με ενάργεια τις σιωπές και τη διαφορετική έμφαση στα γεγονότα σε κάθε χώρα. Ενώ τα αγγλόφωνα έργα ασχολήθηκαν εκτενώς με τη διεθνή διάσταση, η γερμανική ιστοριογραφία πέρασε από το στάδιο της διαχείρισης της ήττας και της ενοχής. Στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία πάλι η ιστορία υποτάχθηκε στην πολιτική της κομμουνιστικής περιόδου. Ενδιαφέρουσα είναι και η πορεία της έρευνας στις δύο αυτές χώρες στη μετακομμουνιστική περίοδο.

Η ελληνική οπτική

Η ελληνική οπτική που παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, καθώς επιλέχθηκαν θέματα πρωτότυπα: η τοπική διάσταση, η δημόσια ιστορία μέσα από τρεις ιστορικές εγκυκλοπαίδειες και η αντίσταση των μη-εαμικών οργανώσεων στην Αθήνα. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε τόσο την αξία όσο και τους κινδύνους της τοπικότητας. Οπως τονίζεται (και από τον συγγραφέα του σχετικού κεφαλαίου), οι μελέτες για την τοπική διάσταση συμπληρώνουν τη «μεγάλη αφήγηση». Την εμπλουτίζουν με νέες ψηφίδες, κάποιες ταιριαστές, κάποιες παράταιρες, που αποκτούν την πραγματική τους αξία μόνο όταν ιδωθούν σε αντιπαραβολή με όλα τα άλλα στοιχεία. Αλλά αυτό βέβαια ισχύει για το σύνολο της ιστοριογραφίας. Τα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα του τρίτου μέρους του τόμου προσθέτουν και άλλες διαστάσεις στο εγχείρημα. Ενα πολύ χρήσιμο κεφάλαιο για τους Ελληνες Εβραίους, ένα για τις μαρτυρίες γυναικών και ένα για τους πολιτικούς πρόσφυγες, εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τη δουλειά που έχει δημοσιευθεί για τα θέματα αυτά.

Παραμελημένες διαστάσεις

Ο τόμος κλείνει με δύο κεφάλαια, (Λογοτεχνία 1946-74, Πηγές για το στρατιωτικό αγώνα) που καλύπτουν δύο μάλλον παραμελημένες διαστάσεις του θέματος. Το κεφάλαιο για τη λογοτεχνία είναι ενδιαφέρον όσο και εκτενές, με αδυναμία του την μερική μόνο κάλυψη τής υπό εξέταση περιόδου. Το καταληκτικό κεφάλαιο πάλι, άπτεται του τομέα της στρατιωτικής ιστορίας, διαδεδομένης στο επίπεδο της εκλαΐκευσης, αλλά με περιορισμένη παρουσία στον ακαδημαϊκό χώρο. Η βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος, αποτελείται από τα έργα που χρησιμοποιήθηκαν ή παρουσιάστηκαν στο κείμενο και δεν φιλοδοξεί να παραθέσει πλήρη κατάλογο όλης της βιβλιογραφικής παραγωγής. Είναι κρίμα που η προσπάθεια δεν συμπληρώνεται με έναν τόμο-διάδοχο του Βιβλιογραφικού Οδηγού των Fleischer - Bowman, θεμελιώδους έργου για μια ολόκληρη γενιά νεότερων ερευνητών (που όμως μετρά ήδη σχεδόν 25 χρόνια από την έκδοσή του στα ελληνικά).

Εντιμη προσπάθεια

Κανένας (ιστορικός ή μη) δεν έχει το μονοπώλιο της αλήθειας. Ολοι μας κρινόμαστε από το έργο μας και τον βαθμό εντιμότητας με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το υλικό μας: αυτό άλλωστε είναι που μας φέρνει κοντύτερα στην (αναμενόμενη από την κοινωνία) αντικειμενικότητα. Τόσο οι συγγραφείς όσο και οι επιμελητές του τόμου αυτού έχουν -όπως άλλωστε αναμένεται- τις απόψεις τους για την πολυσυζητημένη (και πλήρη πάθους και παθών) περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Στον τόμο αυτό έχουμε μια προσπάθεια αποτίμησης της ιστοριογραφίας της περιόδου. Παρά τις κάποιες αδυναμίες της, η προσπάθεια είναι και έντιμη και φιλότιμη και πρωτότυπη για τα ελληνικά χρονικά.

Αδυναμίες

Οι όποιες αδυναμίες της έκδοσης δεν μπορούν να οδηγούν σε μηδενισμό της. Ο τόμος είναι μια πρώτη συμβολή στο θέμα. Ο δρόμος είναι πλέον ανοιχτός για τους επαγγελματίες ιστορικούς που θα ακολουθήσουν την παράδοση της επιστημονικής έρευνας και θα συμφωνήσουν, θα διαφωνήσουν και θα συμπληρώσουν τη συζήτηση και την έρευνα για την ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’40, της πραγματικής «εποχής της σύγχυσης» για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

*Ο Γιώργος Καζαμίας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

No comments: