Friday, December 25, 2009

Κιβώτιο αλληλογραφίας


  • ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ* Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009
  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Τροχιές σε Διασταύρωση. Επιστολικά Δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, πρλ. Καίτη Δρόσου, επιμ.-εισαγ.-σημ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδόσεις Άγρα, σ. 412

Ένα από το πιο ανθεκτικά σχήματα της μεταπολιτευτικής λογοτεχνικής κριτικής είναι η αναμφισβήτητη γοητεία των «αιρετικών ποιητών της αριστεράς», όχι μόνο για την αισθητική αξία του έργου τους αλλά κυρίως για την πολιτική σημασία της ποίησής τους: τη ρήξη, δηλαδή, με το δογματισμό και το «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», την κριτική στην κομματική «αλήθεια», τον αποστασιοποιημένο αναστοχασμό της γραφής τους πάνω στην ιστορική πορεία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Οι καιροί, άλλωστε, ευνοούσαν την κατασκευή νέων δικαιωτικών μύθων και η ιδεολογική χρήση της λογοτεχνίας ήταν πάντα ένα προνομιακό όχημα για να χωρέσει το παρελθόν στο παρόν. Για την ανανεωτική αριστερά της εποχής, η «ποίηση της ήττας» και η «αιρετικότητα» εντάχθηκαν σε ένα ερμηνευτικό σχήμα τόσο ευρύ ώστε να χωράει σχεδόν τους πάντες και τα πάντα. Από τον Αναγνωστάκη ως τον Πατρίκιο και από τον Αλεξάνδρου ως τον Κατσαρό και τον Δούκαρη, η γοητεία της «αίρεσης» εξομάλυνε τις διαφορές στις ιδεολογικές αφετηρίες, τις κομματικές διαδρομές, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις στην ποιητική ταυτότητα.

Μέσα σε αυτό το α-ιστορικό σχήμα, ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Γιάννης Ρίτσος συμβόλιζαν, για καιρό, ο καθένας με το δικό του τρόπο, το δίπολο μιας μάλλον απλοϊκής ταξινόμησης: από τη μια μεριά ο «αιρετικός» συγγραφέας του άδειου Κιβωτίου, από την άλλη ο «μεγάλος» στρατευμένος ποιητής που απήγγειλε στίχους στις κομματικές φιέστες του ΚΚΕ. Φτωχή ακόμη σε τεκμήρια, η φιλολογική έρευνα της εποχής δρασκέλιζε τις αποστάσεις που χώριζαν το ένα άκρο από το άλλο είτε με την απλή επιλογή «στρατοπέδου» είτε την αόριστη επίκληση του ποιητικού μεγαλείου.1 Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ωστόσο, η σοδειά -αν και άνιση- κάλυψε το «μυθολογικό κενό» των μεταπολιτευτικών στερεοτύπων. Διαθέτουμε, σήμερα πια, μια επιβλητική διανοητική βιογραφία του Αλεξάνδρου φιλοτεχνημένη από το «μάστορα» Δημήτρη Ραυτόπουλο και πολυπληθείς κριτικές μελέτες για τον Ρίτσο. Μπορούμε, επομένως, να επιστρέψουμε στα πρόσωπα και στα κείμενα, αποκαθιστώντας τα πραγματολογικά δεδομένα και θέτοντας νέα ερωτήματα γύρω από τα ιδεολογικά συμφραζόμενα της ποίησης.

Ανάμεσα στις εκδόσεις που σημάδεψαν το φετινό επετειακό έτος Ρίτσου, η επιστολογραφία του ποιητή με την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου έχει εξαιρετική, αν όχι πρωτεύουσα, σημασία. Δεν είναι μόνο το ίδιο το τεκμηριωτικό υλικό που εντυπωσιάζει, (γράμματα από τρεις δεκαετίες: 1948-1978) με την καλαίσθητη τυπο-εκδοτική του μορφή∙ είναι κυρίως η πλαισίωση του υλικού αυτού από τον συγκινητικό και τολμηρό πρόλογο της Καίτης Δρόσου αλλά και από τη σχετική μελέτη της επιμελήτριας Λίζυ Τσιριμώκου, που αναδεικνύει τη διάρκεια μιας μακράς φιλίας, με όλες τις περιπλοκές και τις θερμοκρασίες των συναισθημάτων.

Στο κέντρο αυτού του επιστολικού κόσμου βρίσκεται η ίδια η εξορία, -κυριολεκτική και μεταφορική- ως καταστατική συνθήκη της ύπαρξης και της γραφής. Λήμνος- Μούδρος-Μακρόνησος-Αη-Στράτης: οδόσημα μιας πορείας που κατόρθωσε να μετατρέψει τη διωκτική εθνικοφροσύνη σε ένα πρωτότυπο εργαστήρι ποιητικής δημιουργίας. Μέσα στον κόσμο αυτό, ο Ρίτσος έχει κερδίσει ήδη το ρόλο του ποιητικού μέντορα αλλά και του φίλου. Ηλικιακά, τον χωρίζουν δεκατρία χρόνια από την Καίτη και τον Άρη. Απόσταση αρκετή για να δίνει συμβουλές στους εκκολαπτόμενους ομότεχνους, χωρίς διδακτισμό. Στην πραγματικότητα, και η ποίηση είναι κομμάτι -το πιο οργανικό ίσως- ενός κοινού πάθους: «Και τούτα τα βράδια γιομάτα αστέρια. Χτες είχαμε πανσέληνο. Σκεφτόμουνα στίχους και σένα». (Επιστολή Ρίτσου προς Καίτη Δρόσου, 11/06/49, σ. 153). Από αυτή την άποψη, η εξορία όχι μόνο δεν ανακόπτει το δημιουργικό οίστρο αλλά τον αυξάνει. Στον Αη-Στράτη, ωστόσο, μαζί με τις ποιητικές ανταλλαγές, μαζί με την πρωτοφανή σκληρότητα των εξωτερικών συνθηκών, εμφανίζονται και οι «ένδον» δαίμονες. Για κάποιους, σαν τον Αλεξάνδρου, έχει ήδη ξεκινήσει η πρώιμη αμφισβήτηση των κομματικών επιλογών, η άρνηση της εσωτερικής αυτολογοκρισίας, η συνειδητοποίηση των αδιεξόδων, το τέλος της «διατεταγμένης αισιοδοξίας». Η ρήξη του με τον Ρίτσο, δεν θα αργήσει να φανεί. «Ο Άρης με το διπλό του πένθος», γράφει στον πρόλογό της η Καίτη Δρόσου, «με τη θεληματική του ρήξη με τον Ρίτσο και τη δική μου σιωπή, ζει στη μοναξιά χωρίς κανένα ψυχικό αποκούμπι».

Θα μεσολαβήσουν πολλά χρόνια μέχρι το νήμα να ξαναπιαστεί, από το μόνο ασφαλές και σίγουρο μονοπάτι: τα βιβλία, τις αναγνώσεις, την ποίηση, τους φίλους τους «φανατικούς για γράμματα». Μετά την επιστροφή τους από τις εξορίες, εκεί, μέσα στο κλίμα της Αθήνας που υποδεχόταν τη «χαμένη άνοιξη» του '60, ο πάγος έσπασε: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις εσύ, εγώ εξακολουθώ να συναντιέμαι με τον Ρίτσο», λέει η Καίτη στον Άρη. «Ε, τότε γιατί δε του λες να ΄ρθει; Πες του να ‘ρθει», απαντάει εκείνος, και ξαφνικά το μπαλκόνι της οδού Σπετσών γεμίζει από συζητήσεις ως τα ξημερώματα. Στα χρόνια που ακολουθούν, η ελάττωση του επιστολικού σώματος είναι αναμενόμενη, αφού ο λόγος της απουσίας γεμίζει πια από τη φυσική παρουσία των αγαπημένων φίλων.

Η αναθέρμανση της φιλίας δεν οδηγεί, βέβαια, στην αναίρεση των ιδεολογικών διαφορών. Η ποιητική πορεία του Αλεξάνδρου έχει ήδη πάρει το διακριτό δρόμο της, προετοιμάζοντας τη σύλληψη του Κιβωτίου. Ο Ρίτσος, με τη σειρά του, ξαναβρίσκεται ριγμένος στο αρχιπέλαγος της γραφής. Διορθώνει, σκίζει, πετάει, γράφει και τυπώνει ποιήματα. Η πίεση του χρόνου αυξάνει την παραγωγική του δραστηριότητα. Αποδέχεται τους όρους αυτούς, συχνά με μια εγωιστική αυταρέσκεια. «Βλέπετε, δεν μπορώ να νιώσω τη ζωή χωρίς την ποίηση», γράφει στην Καίτη και στον Άρη. Είναι η εποχή που το έργο του μεταφράζεται στα ρουμάνικα, στα τσέχικα, στα σλοβάκικα, στα γερμανικά. Η αναγνώριση είναι πια δεδομένη∙ τόσο δεδομένη που ακόμη και τα γράμματα προς την «Καιτούλα και τον Άρη» μοιάζουν με μια ακόμη λογοτεχνική άσκηση.

Η χούντα θα διακόψει βίαια την ανθρώπινη επαφή. Η Καίτη και ο Άρης θα βρεθούν στο Παρίσι. Ο Ρίτσος στη Γυάρο, στη Λέρο, και μετά στο Καρλόβασι της Σάμου. Στο κομμάτι αυτής της αλληλογραφίας, δίπλα στο διαρκές ενδιαφέρον για την υγεία, τη διάθεση αλλά και τον καθημερινό αγώνα των επιστολογράφων, τώρα προστίθεται και ένα καινούργιο στοιχείο : η ενθάρρυνση και η προτροπή του Ρίτσου προς τον Αλεξάνδρου για την ολοκλήρωση και την έκδοση του Κιβωτίου. Σχολιάζοντας τα σχετικά τεκμήρια, η Λίζυ Τσιριμώκου κάνει λόγο για την «ψυχική συγγένεια» και για την «ιδεολογική ομοφροσύνη» των δύο λογοτεχνών. Ωστόσο, όπως σημειώνει η επιμελήτρια, η θερμή συγκατάθεση του Ρίτσου οφείλεται κυρίως στο ότι ξαναβρίσκει, επιτέλους, έναν «ενεργό ομότεχνο». Ο Αλεξάνδρου δεν είναι πια ο μαθητής που ζητά την έγκριση για τις ποιητικές του ασκήσεις αλλά ο συγγραφέας ενός ώριμου μυθιστορήματος. Δίπλα στο συμβουλευτικού τόνο του δασκάλου και στον τρυφερό τόνο του φίλου που χαίρεται για τη δουλειά της Καίτης και του Άρη, ο Ρίτσος θα λειτουργήσει ως προνομιακός πρώτος αναγνώστης των έργων τους. Ειδικά για το Κιβώτιο, θα εντοπίσει αμέσως το μετεωρισμό της αφήγησης ανάμεσα στη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα και την «άλλη» πραγματικότητα που γεννάνε οι εφιάλτες της καταπίεσης. Με τη σειρά του, ο Αλεξάνδρου, έχοντας επίγνωση της ποιότητας του μυθιστορήματος, αμφιβάλλει για τα νέα του σχέδια. Ο καιρός όμως έχει στενέψει. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, στο παρηγορητικό γράμμα που στέλνει στην Καίτη, ο Ρίτσος προτείνει το μόνο πένθος που ταιριάζει∙ ένα πένθος ποιητικό: «Καιτούλα μου, μη σταματάς τη δουλεία ως την τελευταία μας στιγμή -ό,τι έχουμε, ό,τι μπορούμε- κι ας μείνει ό,τι μείνει στον κόσμο ή ας πάει στον αέρα. Εμείς μια φορά δε σταυρώσαμε τα χέρια -παλέψαμε, παλεύουμε, για ένα χαμόγελο όλο κι όλο, δικό μας κι άλλων- πλήρωση (ή κάλυμμα, έστω,) του κενού». (19/11/78, σ. 370).

Αν για την παραδοσιακή φιλολογική έρευνα οι επιστολές αποτελούσαν, έως πρόσφατα, μια συμπληρωματική πηγή που φώτιζε το «εργαστήρι του συγγραφέα», τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί σε αυτόνομο είδος που φανερώνει τη διασταύρωση της ιδιωτικής με τη δημόσια σφαίρα. Οι επιστολές του Ρίτσου προς την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή τη σύνθετη διαδικασία. Οι συγγραφικοί προβληματισμοί, ο βασανιστικός αγώνας για την κατάκτηση του «ύφους» και η κυοφορία του έργου απεικονίζονται σε τούτη την αλληλογραφία με ένα τρόπο μοναδικό. Η παρουσίαση της αλληλογραφίας από την Καίτη Δρόσου και τη Λίζυ Τσιριμώκου συμβάλλει στην αποκατάσταση μιας λογοτεχνικής και ιδεολογικής διαδρομής που δίνει έμφαση κυρίως στις αποχρώσεις. Ούτε ο Ρίτσος εμφανίζεται ως επικός απολογητής του σταλινισμού, ούτε ο Αλεξάνδρου διεκδικεί το ρόλο του αιρετικού ουτοπιστή. Αυτό που παρακολουθούμε είναι τροχιές που διασταυρώνονται, με μόνιμο κοινό παρονομαστή τη λογοτεχνία. Κάτω από τις γραμμές, μπορεί κανείς να μαντέψει μεταλλάξεις, σιωπές, ή ακόμη και συμφωνημένα υπονοούμενα: μετά την αρχική διαφωνία, η συζήτηση για την πολιτική δεν θα ανοίξει ξανά ποτέ με την αρχική της ένταση για να μη ραγίσει το γυαλί της φιλίας. Κι αυτή ακριβώς η υπόρρητη, αμοιβαία αποδοχή των ορίων γύρω από τη σχέση πολιτικής και φιλίας ήταν που κράτησε γεμάτο το κιβώτιο της αλληλογραφίας για τρεις ολόκληρες δεκαετίες.

*Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Παν/μιο Ιωαννίνων

1. Σημαντική εξαίρεση, η συμβολή της Χρύσας Προκοπάκη Η πορεία προς τη Γκραγκάντα, ή οι περιπέτειες του οράματος, Κέδρος, Αθήνα, 1981. Το βιβλίο άνοιγε ένα δρόμο που αποκαθιστούσε της σχέσης αισθητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ρίτσου, χωρίς το παραμορφωτικό φίλτρο της πολιτικής εργαλειοποίησης.

No comments: