Sunday, December 13, 2009

Δημήτρης Χριστοδούλου: Φύλαγε πάντα σκοπός σε παραμεθόριο φυλάκιο

«Όποιος ζει στην Ελλάδα και δεν έχει τη βασική ιδιότητα των Ινδών, να είναι δηλαδή ψυχικά και σωματικά ένα είδος γιόγκα, είναι αδύνατο να αντέξει τον παραλογισμό που γεννά, όχι ο λαός αυτού του τόπου, αλλά η άρχουσα τάξη του».

Μ’ αυτά τα λόγια ο Χριστοδούλου εξηγούσε στις 11 Δεκεμβρίου του 1981, από πού αντλούσε τις δυνάμεις για να αντεπεξέλθει σε μια περιπέτεια η οποία είχε κρατήσει τέσσερα χρόνια και βεβαίως είχε λήξει με τη δικαίωσή του.

Μια διαφημιστική εταιρία και μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων είχαν καταδικαστεί από το Εφετείο Αθηνών σε πρόστιμο 100.000 δραχμών [τότε] , επειδή τον Απρίλιο του 1977 σε διαφημιστική καμπάνια είχε χρησιμοποιηθεί παραποιημένος και αλλοιωμένος ένας πασίγνωστος στίχος του.

Ήταν ο στίχος «Βράχο-βράχο τον καημό μου, τον μετράω και πονώ…», τον οποίο η διαφημιστική εταιρία που καταδικάστηκε, τον είχε μετατρέψει σε «λίτρο-λίτρο το καημό μου τον μετράω και πονώ…», για τη διαφήμιση ενός μοντέλου αυτοκινήτων.

Από τον δικαστικό αγώνα, που διάρκεσε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ο Χριστοδούλου βγήκε χρεωμένος – τα έξοδα είχαν φτάσει τις 206.000 δραχμές [δηλαδή διπλάσια απ’ όσα ήσαν το πρόστιμο…] – αλλά τουλάχιστον δικαιωμένος, γιατί το δίκιο του υπερίσχυσε μιας αντίληψης που δυστυχώς ακόμη και σήμερα υποτιμά τα πνευματικά δικαιώματα και με τον τρόπο αυτό προσβάλλει την προσωπικότητα των δημιουργών τους.

Θα μιλήσω για τον Δημήτρη Χριστοδούλου, γιατί ο Δημήτρης Χριστοδούλου με είχε τιμήσει με την φιλία του, η οποία κράτησε μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του.

Γεννημένος το 1924 και μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας, αναγκάστηκε να μπει στη βιοπάλη από τα δέκα του χρόνια. Μικρός υπάλληλος σε μαγαζί, σε γραφείο, σε ασανσέρ, σε θυρωρείο…

Είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του:

«Ναι, ήμουν κάτι σαν αυτό που έλεγαν οι Τούρκοι τσιμπούκ ογλάν, δηλαδή το παιδί που ανάβει το τσιμπούκι. Φυσικά δεν πήγα στο σχολείο κάτω από αυτές τις συνθήκες! Ακόμα και το δημοτικό το έβγαλα… νυχτερινό! Πρέπει να είμαι ο μοναδικός που το… κατάφερε αυτό! Η δε φτώχεια μας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να φανταστείτε έβαλα για πρώτη φορά στη ζωή μου παλτό στο στρατό. Τη στρατιωτική μου χλαίνη, δηλαδή. Μικρός, το χειμώνα, κυκλοφορούσα με εφημερίδες μπρος-πίσω για να μην κρυώνω…»!

Τον βλέπουμε ανήσυχο έφηβο στην γερμανική κατοχή να προσχωρεί στην ΕΠΟΝ. Το ‘43 τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον βασανίζουν στα υπόγεια της Μέρλιν. Η απελευθέρωση το ’44 βρήκε τον Χριστοδούλου σ’ ένα οδόφραγμα του ΕΛΑΣ, στην πλατεία Κάνιγγος. Απέναντι τα άρματα μάχης των Άγγλων. Τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν στο Γουδί και στη συνέχεια τον έστειλαν στο Ελ Ντάμπα, το γνωστό στρατόπεδο κοντά στο Τομπρούκ. Γύρισε στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην Πάντειο. Την εγκατέλειψε όμως και πέρασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αποφοίτησε ως ηθοποιός. Ωστόσο, όνειρό του ήταν να γίνει σκηνοθέτης!

«Δεν ήξερα ούτε κι εγώ ο ίδιος τι ήθελα να γίνω. Όλη εκείνη η εποχή χαρακτηρίζεται από μια παραφροσύνη…»

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία αλλά έπαιξε και στο θέατρο δίπλα στους Μυράτ Χορν, Μελίνα Μερκούρη, στο Θέατρο Τέχνης… Όμως η ποίησή του θα τον καθιερώσει στη συνείδηση του κόσμου. Το 1954 θα κάνει αισθητή την λογοτεχνική του παρουσία με την ποιητική συλλογή «Οι νυχτοφύλακες». Ακολούθησαν πλήθος άλλες: Εστίες αντιστάσεως, Μικρά λυρικά, Πετρέλαια, Ντισκοτέκ, Ούλαφ Πάλμε, Ο ποιητής κι ο έβενος…

Συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Όταν το 1961 τραγούδησε την Πολιτεία Α΄ ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα στο Κεντρικόν, σείστηκε το θέατρο. Δεν το περίμενα… έλεγε αργότερα ο Χριστοδούλου.

Η στιχουργική του δεινότητα ήταν αξιομνημόνευτη. Τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από τον Καζαντζίδη, τον Μπιθικώτση, τον Πάνο Τζανετή, τη Μοσχολιού… Τραγούδια μελοποιημένα από τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Λοΐζο, τον Ξαρχάκο, τον Ζαμπέτα, τον Μαμαγκάκη, τον Λεοντή, τον Πλέσσα, τον Λίνο Κόκκοτο…

Εγώ περπάτησα γυμνός, εγώ πηγαίνω μόνος…

Βραδιάζει

Είναι μεγάλος ο καημός

Βράχο-βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ…

Δεν έχει δρόμο να διαβώ

Γωνιά-γωνιά

Τι να φταίει

Καλημέρα ήλιε

Για μια σταγόνα αλάτι

Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός…

Τριακόσια τραγούδια έγραψε συνολικά κι όλα αγαπήθηκαν. Κι όπως έγραψε ο Ανδρέας Φραγκιάς «τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν, τόσο που έγιναν άμεσος προφορικός λόγος. Πέταξαν από τα βιβλία και εγκαταστάθηκαν στα χείλη για να εκφράσουν αυθόρμητα τον καημό εκείνων που είχαν ανάγκη να τα τραγουδήσουν με τη δική τους φωνή. Έγιναν δημόσιος λόγος. Και αυτό είναι, μάλλον, ο γνησιότερος έπαινος».

Το 1967 έρχεται στη χώρα η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Χριστοδούλου μαζί με τη γυναίκα του, τη Μαρία Κανδρεβιώτου, φεύγουν για το Παρίσι. Και συμμετέχει με τον τρόπο του σε εκδηλώσεις ενάντια στη χούντα.

Ο Χριστοδούλου ήταν ένας πλήρης διανοούμενος, ένας μάχιμος δημιουργός, που συμμετείχε δυναμικά στις κοινωνικές, πολιτικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις της εποχής του. Δεν βολεύτηκε ποτέ. Και το κυριότερο δεν δίστασε να πει τη γνώμη του για όλα και δημοσίως. Δεν κρύφτηκε ποτέ, δεν φυγομάχησε, δεν υπέκυψε στις εξουσίες.

Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, τραγουδοποιός, και προπαντός αγωνιστής. Ουδέποτε έλειψε από το προσκήνιο της ζωής. Κανείς και τίποτε δεν του χαρίστηκε. Με τα σπαθί του κατέκτησε τα πάντα. Έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός τις μέρες του χαμού του:

Ο Χριστοδούλου συμβόλιζε για μένα τον αρχαίο ποιητή που κατεβαίνει στην αγορά και συνδιαλέγεται με τους πολίτες. Βουλεύεται μαζί τους και συμμετέχει στα κοινά, πέρα από το κείμενο και με την ακατάλυτη και τόσο δική μας παράδοση του προφορικού λόγου. Και μιλούσε όμορφα. Σε άπταιστα ελληνικά, έγραφε μιλώντας… Εγώ αντλούσα από το πλούσιο αποθεματικό του όσα μου έλειπαν σε γνώσεις ιστορικές, γιατί κάτεχε όσο λίγοι, την πρόσφατη και την παλιά ιστορία του τόπου μας. Την πρόσφατη την είχε ζήσει στο πετσί του. Την παλιά την είχε αντλήσει από τα διαβάσματά του που τόσο απλόχερα μας την περιέσωσε στα ποιήματα και στα θεατρικά του.

Η λογοτεχνική του παραγωγή περιλάμβανε τραγούδια, ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα. Κι όπως έγραψε ο Ανδρέας Φραγκιάς «ένα έργο τεράστιο σε έκταση και πολυμορφία που αναβλύζει με το χαρακτήρα, τις ιδιότητες και την αναγκαιότητα ενός, κατά κυριολεξία, χείμαρρου ζωής…»

Στα 52 του χρόνια μπαίνει στο χώρο της πεζογραφίας με το «Γούπατο». Και ρίχνεται με τα μούτρα στη συγγραφή. Ακολούθησαν, με ρυθμό ένα κάθε χρόνο, τα μυθιστορήματα «Το σαράβαλο» (1977), «Το πατάρι» (1978), «Το ατελιέ» (1979), το «Ελ Ντάμπα», ο «Γύψος», το «Γκισέ», το «Πεζοδρόμιο», η «Καφετέρια», η «Έκρηξη», το «Δόλιο πρόσωπο της αιωνιότητας»… Συνολικά έγραψε και δημοσίευσε 13 κοινωνικά μυθιστορήματα. Όλα τους πλημμυρισμένα με ήρωες φορτωμένους με συγκρούσεις και ερωτηματικά που ξεπερνούν τα αδιέξοδά τους με χιούμορ και αυτοσαρκασμό.

Έργα αντιηρωικά, αυτοβιογραφικά και, εν πολλοίς, απολογητικά της πολιτικής απογοήτευσης που ακολούθησε, όπως και ο ίδιος έλεγε, τη διάψευση των ονείρων.

Αλλά ο Χριστοδούλου αγάπησε και το θέατρο. Τα θεατρικά έργα του ίσως να μην ευτύχησαν σε μεγάλες σκηνές. Ωστόσο, ο «Αίγισθος», τα «Όπλα του Αχιλλέα», το «Ψέμα του Ιάσονα», «Γωνία, ποτάμι και γέφυρα», παίχτηκαν και ξαναπαίχτηκαν…

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου διάβηκε τον Ρουβίκωνα της επίγειας ζωής στις 5 Μαρτίου 1991 τα ξημερώματα. Έπασχε από μυελοσκλήρυνση κι ο θάνατός του προήλθε από καρδιακή ανακοπή.

Η κηδεία του έγινε στις 7 Μαρτίου 1991. Ήταν μόλις 67 χρόνων!

Κλείνοντας, θα ήθελα ξανά να επικαλεστώ τον Βασίλη Βασιλικό:

Αν έτρεχα κάθε φορά να τον δω, ήταν για ν’ ακούσω τα γάργαρα ελληνικά του, να ξεπλυθώ από τις ξένες γλώσσες που με αφομοίωναν. Μέσα στις ζωντανές μούμιες της πνευματικής μας ζωής, ο Χριστοδούλου αποτελούσε μια χτυπητή εξαίρεση. Ο άνθρωπος φύλαγε πάντα σκοπός σε παραμεθόριο φυλάκιο. Παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού, προσπαθούσε να προβλέψει την επόμενη κίνησή του, τόνωνε όσους κουράζονταν, κι αγρυπνούσε…

Κι ο Ζαμπέτας, μιλώντας σε μια τηλεοπτική εκπομπή, είχε πει πως «ο Δημήτρης Χριστοδούλου ήταν πάμπλουτος γιατί είχε τον ήλιο και το φεγγάρι δικά του»!!

  • Τα παραπάνω λόγια τα είπα, εν είδει προλογίσματος, σε μια εκδήλωση, ή καλύτερα μιαμουσικοθεατρική παράσταση, αφιερωμένη στον Δημήτρη Χριστοδούλου στο Cabaret Voltaire, με τίτλο "Στη γειτονιά του Κίκιζα, στον Άγιο Κωνσταντίνο...", βασισμένη στο "Γούπατο", το μυθιστόρημα που ο Χριστοδούλου περιγράφει τα βιώματα των νεανικών του χρόνων στη συνοικία του Μεταξουργείου, σε θεατρική προσαρμογή και σκηνοθεσία του Γιώργου Χατζηδάκη. Εκεί, λοιπόν, τραγουδήθηκαν τραγούδια διαφόρων συνθετών σε στίχους του ποιητή. Συμμετείχαν οι ηθοποιοί Γιώργος Δάσκαλος, Νατάσα Μήττα, Θεοδώρα Παπαϊωάννου, Γιάννης Παπλωματάς, Αλεξία Πετροπούλου, Στεφανία Φιλιάδη. Τραγούδησαν: Αγγελος Λαμπρόπουλος (κιθάρα), Γιάννης Παπλωματάς (πιάνο) και Στεφανία Φιλιάδη.
  • ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον Δημήτρη Χριστοδούλου ΕΔΩ: Lagadin’s Weblog

No comments: