Saturday, December 19, 2009

Γιώργου Σκαμπαρδώνη: Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος...

  • Χημεία και τέρατα

  • Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 19/12/2009


Μολονότι ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει αρκετά (και καλά) μυθιστορήματα, έγινε και παραμένει γνωστός κυρίως ως διηγηματογράφος. Είναι μάλιστα ένας από τους ελάχιστους, λιγότερους από τα δάχτυλα του ενός χεριού, ζώντες ΄Ελληνες συγγραφείς που έχουν την ικανοποίηση να βλέπουν τακτικά τις συλλογές διηγημάτων τους στις λίστες των μπεστ σέλερ, σε πείσμα του δόγματος που λέει ότι τέτοια βιβλία είναι αντιεμπορικά.

Αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι λιγάκι παράξενο. Γιατί τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη δεν είναι και τόσο εύκολα. Όχι ότι έχουν περίπλοκη και δυσνόητη γραφή, κάθε άλλοη γραφή τους διακρίνεται από μια αμεσότητα που οφείλει πολλά στην παράλληλη δημοσιογραφική θητεία του συγγραφέα τους, αν και αυτό δεν θ΄ αρκούσε, εννοείται, για να την κάνει λογοτεχνική. Αλλά θα μπορούσε ν΄ αναρωτηθεί κανείς, αν έριχνε μια ματιά μόνο στο πραγματολογικό υλικό τους, πόση συγκίνηση μπορεί να παραχθεί από αυτόν τον καταιγισμό εξειδικευμένων πληροφοριών- για αυτοκίνητα, αεροπλάνα και βάρκες, για το ψάρεμα, για την τεχνική της κολύμβησης, για σχετικά άγνωστα ιστορικά επεισόδια, για το πώς κατασκευάζονται οι καμπάνες, ακόμα και για τη μετασκευή ενός σιδηροδρομικού βαγονιού σε τέλεια λειτουργικό σπίτι. Το πολύ πολύ, θα σκεφτόταν, να παρέχουν τέτοια κείμενα εγκυκλοπαιδικές γνώσεις ή και να χρησιμεύουν ως εγχειρίδια για τους ρέκτες της μιας ή της άλλης ασχολίας. Ας πούμε ωστόσο, παρενθετικά, ότι οι πληροφορίες αυτές δεν είναι πάντοτε αξιόπιστες. Π. χ. ο Μπάυρον δεν θα μπορούσε να περάσει κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, μιμούμενος τον Λέανδρο (αλλά χωρίς Ηρώ να τον περιμένει στην απέναντι ακτή), το 1826, όπως αναφέρεται στο διήγημα «Ο Μάικλ στο αχούρι», αφού είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν στο Μεσολόγγι. Στην πραγματικότητα, το έκανε αυτό στις 3 Μαΐου 1810, κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ανατολική Μεσόγειο.

Και όμως. Ακριβώς σ΄ αυτή την πληθώρα τεχνικών λεπτομερειών κρύβεται το μυστικό της τακτικής του Σκαμπαρδώνη και μέρος της γοητείας των διηγημάτων του. Ο συγγραφέας δημιουργεί με τη μέθοδο αυτή την αίσθηση μιας απόλυτης υλικότητας, ενός χειροπιαστού και οικείου κόσμου, με παρελθόν και ιστορικό βάθος επιπλέον. Και ξαφνικά ενσκήπτουν σ΄ αυτό τον κόσμο τα πιο αλλόκοτα, τα πιο εξωπραγματικά φαινόμενα- υπερφυσικά ψάρια που κολυμπούν μέσα σε μια βυθισμένη εκκλησία, αποκεφαλισμένα ανθρώπινα σώματα που διασχίζουν ένα σπίτι πριν σωριαστούν στο κατώφλι, θαμώνες επαρχιακών καφενείων που ακούνε με το στανιό, υπό την απειλή της καραμπίνας ενός νταλικέρη, ποιητές να τους διαβάζουν τα ποιήματά τους. Το κοντράστ δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακραίο. Αλλά ο ιδιότυπος ρεαλισμός της σκηνοθεσίας μάς παρασύρει στην αποδοχή του αφύσικου ως συναρπαστικής επέκτασης του φυσικού, ακόμα και του πεζού.

Για να το πούμε με διαφορετικά λόγια, υπάρχει στις ιστορίες του Σκαμπαρδώνη ένα στοιχείο γοτθικού ρομαντισμού, τόσο πιο παράξενο όσο η παλαιική μορφή του δείχνει να συγκρούεται με το εμφαντικά ρεαλιστικό και σύγχρονο σκηνικό τους, αλλά συγχωνεύεται γρήγορα μ΄ αυτό χάρη στην ιδιαίτερη «χημεία» των αντιθέτων, που δημιουργεί η αφήγηση. Νομίζω πως ο μαγικός ρεαλισμός αυτού του τύπου (μαγικός για την αίσθηση του υπερβατικού που προκαλεί, όχι επειδή παρουσιάζει συμβάντα που είναι υπερβατικά αυτά καθαυτά) ταιριάζει στο ψυχικό κλίμα του βορειοελλαδίτικου χώρου, στον οποίο διαδραματίζονται τα περισσότερα διηγήματα του Θεσσαλονικιού συγγραφέα.

Μιας και αναφέραμε πιο πάνω τον Μπάυρον, ο Σκαμπαρδώνης μοιράζεται με τον ΄Αγγλο βάρδο δύο πάθη: τη ζωοφιλία και τα σπορ, προπαντός την κολύμβηση. Και τα δύο αφήνουν πολλά και ζωηρά αποτυπώματα στα διηγήματά του. Η κολύμβηση παίζει ρόλο-κλειδί στην αναζήτηση των βαθύτερων αισθημάτων που μετέχουν στη σύνθεση της ατμόσφαιρας αυτών των κειμένων. Δεν είναι απλά ένα χόμπι, ένας τρόπος αναψυχής. Είναι πιο πολύ αγώνας και αγωνία για την επίδοση, φόβος αποτυχίας, τρόμος της αβύσσου και του θανάτου, βίωση της απόλυτης μοναξιάς καταμεσής στο πέλαγος (ιδιαίτερα ενδεικτικό για όλα αυτά το διήγημα «Διάπλους του Τορωναίου»). Υπάρχει πράγματι στη διηγηματογραφία του Σκαμπαρδώνη κάτι πολύ «αρσενικό», κάτι που θα το ονόμαζα προμηθεϊκή μελαγχολία: από τη μια η επιζήτηση του κινδύνου, της περιπέτειας, της δοκιμασίας των ορίων της αντοχής, με δυο λόγια ο πόθος, αν όχι ο ψυχαναγκασμός, της υπέρβασης του εαυτού, από την άλλη μια αίσθηση κενού, ματαίωσης, ακόμα και τη στιγμή της επιτυχίας. Μπορεί να φανεί παράδοξο, αλλά στα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη πνέουν καζαντζακικοί άνεμοι.

Πνέουν όμως και αντίθετοι, ηδύτεροι άνεμοι, που κάνουν το κλίμα αυτών των ιστοριών πιο ήπιο. Ο Σκαμπαρδώνης λα τρεύει τα ζώα, όχι με την πατερναλιστική και, όχι σπάνια, ιδιοτελή διάθεση των συνηθισμένων ζωόφιλων αλλά με τη συναίσθηση της στενής συγγένειας με αυτά, με τη νοσταλγία για τον χαμένο δεσμό με τη φύση και για την εσωτερική αρμονία που απορρέει από το «ομολογουμένως τη φύσει», ακόμα περισσότερο μάλιστα, με την πεποίθηση ότι τα ζώα είναι από μια άποψη πιο «ανθρώπινα» από εμάς, γιατί πάσχουν και συμπάσχουν πιο φανερά, αν όχι πιο έντονα. Τα ζώα στον Σκαμπαρδώνη ενεργοποιούν ή απηχούν τα πιο μύχια αισθήματα των ανθρώπων και συχνά γίνονται σύμβολα πόνου, αθωότητας, αγάπης, κρυφών καημών, υπαρξιακών αγωνιών και φόβων. Ο γουλιανός που μεγάλωσε σε μια καταποντισμένη εκκλησία κι εγκλωβίστηκε για πάντα εκεί μέσα, μη μπορώντας να βγει λόγω του τεράστιου μεγέθους που απέκτησε («Ο γουλιανός κοντά στην ακτή»), αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα. Το ίδιο και το θηλυκό κυνηγόσκυλο, στο διήγημα «Τσιαρ-τσουρ-τσιρ», που, αφού έμαθε να θηλάζει μια γατούλα, κλέβει αργότερα και «υιοθετεί» τα μικρά της. ΄Η πάλι, στο ίδιο διήγημα, το κελάδημα ενός άγνωστου πουλιού, που εκνευρίζει τον άνθρωπο της ιστορίας και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί, αλλά, όταν μετά από καιρό παύει ν΄ ακούγεται, αυτός συνειδητοποιεί ότι του είχε γίνει απαραίτητο για έναν γαλήνιο ύπνο.

Νά γιατί λέω ότι τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη δεν είναι τόσο εύκολα όσο φαίνονται. Το γεγονός ότι παρόλα αυτά διαβάζονται σταθερά από πολύ κόσμο είκοσι χρόνια τώρα δεν σημαίνει μόνο καταξίωση του συγγραφέα τους αλλά είναι κι ένα παρήγορο σημάδι για όσους αγαπούν την καλή λογοτεχνία.

No comments: