Πέντε χρόνια χρειάστηκε ο Ορχάν Παμούκ για να γράψει το νέο του, πολυσέλιδο, μυθιστόρημα «Το μουσείο της Αθωότητας», συχνά σε δωμάτια ξενοδοχείων στο περιθώριο των ταξιδιών του στην Αμερική και την Ευρώπη, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος.
Ολο αυτό το διάστημα εξελίχθηκε σε ιδιόμορφο συλλέκτη, καθώς συγκέντρωνε αντικείμενα που συνδέονται με τις αναμνήσεις του λογοτεχνικού του ήρωα, Κεμάλ. Ετσι γεννήθηκε η ιδέα να ανοίξει το καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη ένα παλαιοπωλείο με την ονομασία «Μουσείο της Αθωότητας». Αν βρεθείτε στη λεωφόρο Τσουκούρτζουμα θα έχετε την ευκαιρία να εισχωρήσετε στη μυθιστορηματική ζωή του ήρωά του, μέσα από τα καθημερινά του αντικείμενα.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Παμούκ μετά το Νόμπελ δεν είναι καθαρά πολιτικό. Στις 800 σελίδες του «Μουσείου της Αθωότητας», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα», σε μετάφραση Στέλλας Βρετού, ο συγγραφέας μιλάει για την αγάπη και την ευτυχία. Περιγράφει τον παθιασμένο έρωτα του τριαντάχρονου Κεμάλ για την πανέμορφη 18χρονη ξαδέλφη του, Φισούν. Με αφορμή όμως αυτή τη σχέση σκιαγραφεί την ανώτερη τάξη της τουρκικής κοινωνίας στη δεκαετία του '70 και του '80, τις κραταιές αντιλήψεις για την ηθική και το σεξ, τα ταμπού, τη συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα.
«Ηταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου· δεν το 'ξερα. Αν το 'ξερα, θα μπορούσα άραγε να προστατέψω την ευτυχία μου, θα εξελίσσονταν όλα διαφορετικά;» Από τις πρώτες κιόλας λέξεις του μυθιστορήματος ο Παμούκ δημιουργεί ένα κλίμα ερωτικό, με ματιές, σιωπές, αγγίγματα, έντονα συναισθήματα. Με τον Κεμάλ και τη Φισούν στο κρεβάτι, να φιλιούνται και να ιδρώνουν από τη ζέστη, ενώ το «ανοιξιάτικο αεράκι που μύριζε θάλασσα και φλαμούρι» κάνει τα γυμνά σώματά τους να ανατριχιάζουν.
Ο Κεμάλ είναι ένας νεαρός επιχειρηματίας, αριστοκρατικής οικογένειας, όπως και η αρραβωνιαστικιά του, Σιμπέλ. Κάποια μέρα αποφασίζει να της αγοράσει μια επώνυμη τσάντα Τζένι Κολόν που θαύμαζε στη βιτρίνα ενός καταστήματος και στο πρόσωπο της πωλήτριας αναγνωρίζει τη μακρινή ξαδέλφη του, Φισούν. Στο παρελθόν, όταν αυτή ήταν 12 χρόνων, είχαν μοιραστεί την άσχημη εμπειρία της σφαγής ενός αρνιού μπροστά στα μάτια τους, αφού έτσι πρόσταζε το Κουρμπάν, η παραδοσιακή Γιορτή της Θυσίας. Τώρα, θα μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι.
Η Φισούν πανέμορφη, σαν να «έχει βγει από το Playboy» -είχε άλλωστε πάρει μέρος στα καλλιστεία- παρ' ότι είναι παρθένα αποδεικνύεται «γενναία και μοντέρνα» και του δίνεται «μέχρι το τέλος». Και οι δυο αφήνονται στο παιχνίδι της επιθυμίας και της απόλαυσης, όμως ο Κεμάλ διστάζει να της παραχωρήσει την ψυχή του. Χωρίζουν, για να ενωθούν και πάλι έπειτα από πολλά χρόνια, ωστόσο η ιστορία τους έχει τραγικό τέλος.
Προσπαθώντας να κρατήσει τις στιγμές της ευτυχίας τους ο Κεμάλ δημιουργεί το Μουσείο της Αθωότητας, το μουσείο της εμμονής που σφράγισε τη ζωή του, με όλα όσα θυμίζουν την αγαπημένη του: μια κρυστάλλινη φοντανιέρα, το ποτηράκι του τσαγιού της, ένα μαντίλι με λουλουδάκια, τσάντες, σκουλαρίκια, ακόμα και 4.213 γόπες από τα τσιγάρα που κάπνισε η Φισούν.
Ανατολή και Δύση
Εκτός από ένα ειδύλλιο, ο Παμούκ περιγράφει και πάλι το πρόβλημα της ταυτότητας, σε μια Τουρκία που πατάει ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Οι πλούσιοι, που έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό, εξευρωπαΐζονται: δεν είναι προσκολλημένοι με τη θρησκεία, επιδεικνύουν τις ακριβές μάρκες των αυτοκινήτων τους, δειπνούν σε εστιατόρια με εντυπωσιακό ντιζάιν που όμως σερβίρουν το φαγητό που μαγείρευε και η γιαγιά τους. Ο φίλος του Κεμάλ, που έβγαλε την πρώτη τουρκική γκαζόζα με γεύση φρούτου, δεν χρησιμοποιεί μουσουλμάνα αλλά μια γερμανίδα καλλονή για να διαφημίσει το προϊόν με το άγαρμπο σλόγκαν «Σας αξίζουν τα πάντα», σε μια χώρα φτωχή, όπου δεξιοί κι αριστεροί αλληλοσκοτώνονται.
Από την άλλη, τα κορίτσια των πλούσιων οικογενειών αρχίζουν να σπάνε το ταμπού της παρθενιάς και να κοιμούνται με τους μελλοντικούς συζύγους τους. Οι πιο φτωχές που πέφτουν σε παρόμοιο «αμάρτημα» υπολογίζουν σε γάμο, αλλιώς θα ντροπιαστούν.
Ο Παμούκ έχει βάλει αναμνήσεις από τις νεανικές του παρέες στο μυθιστόρημα, όπως και κομμάτια από τον εαυτό του. «Η οικογένειά μου περίμενε να γίνω μπουρζουάς, να ασχοληθώ με τις επιχειρήσεις, να πλουτίσω, αλλά κατέληξα να γίνω συγγραφέας» τονίζει ο ίδιος στην εφημερίδα «Spiegel». Με τον ήρωά του, Κεμάλ, μοιράζεται την αγάπη για τα μικρά μουσεία: «Στα μουσεία μπορείς να εξερευνήσεις τα πάθη σου, ιδιαίτερα στους ήσυχους κήπους τους. Ολος ο κόσμος και το παρόν μένει πίσω. Είσαι σε μια διαφορετική ατμόσφαιρα, σε διαφορετικό χρόνο, τυλίγεσαι από μια αύρα. Μου αρέσει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν πολύ σημαντικό για τη συγγραφή του βιβλίου». *
Thursday, December 24, 2009
Ο έρωτας στο μουσείο
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment