Friday, December 25, 2009

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι...


  • ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΤΤΗ* Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009

«Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,/ μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,/ στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.// Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,/ με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σα άγουρο γκόρτσι,/ με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους/ και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.// Δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο./ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Ας προσέξουμε και πάλι τους πασίγνωστους αυτούς στίχους από τη Ρωμιοσύνη: οι μαχητές της ελευθερίας πέρασαν από τους δρόμους που περπατούσαν ανέκαθεν οι Έλληνες όταν κινδύνευε η πατρίδα, «με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει», «με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους». Το κυριότερο: «φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι». Όπως μού είχε εξηγήσει ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος, τα χέρια τους ήταν στεγνά, επειδή δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους. Τα έδωσαν όλα.

Ψάχνοντας ένα ποίημα που να «εικονογραφεί» τον ποιητή τις μέρες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, γιατί σ' αυτές θα αναφερθώ, η Ρωμιοσύνη, που γράφτηκε λίγο μετά, ξεπήδησε αυθόρμητα μέσα μου. Και μάλιστα, το συγκεκριμένο κομμάτι. Γιατί;

Νοέμβριος του 1942. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Εκτός από τον πανταχού παρόντα θάνατο, οι Έλληνες έχουν να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη πείνα. Οι Γερμανοί έχουν κατασχέσει ό,τι τρόφιμα υπήρχαν, ώστε να τραφούν οι στρατιές τους, αλλά και έχουν καταστρέψει τις σοδειές, για να γονατίσει ο λαός. Δεν το καταφέρνουν. Πολυμήχανοι, αποφασισμένοι, ανυπότακτοι, οι πρόγονοί μας θα πολεμούν μέχρι το τέλος τον κατακτητή απ' άκρη σ' άκρη της χώρας.

Ο Γιάννης Ρίτσος έχει την ηλικία του Χριστού, και «σταυρώνεται» από την κατάσταση της υγείας του. Η φυματίωση, που υποτροπιάζει διαρκώς, τον υποχρεώνει να μένει σχεδόν διαρκώς ξαπλωμένος. Ούτε συζήτηση για δουλειά. Τα πενιχρά οικονομικά του, χειροτερεύουν κι άλλο. Αν δεν ήταν ο Τάσος Φιλιακός και η Μιράντα Βούλγαρη, που τον φιλοξενούν στο σπίτι τους, στην οδό Παπαναστασίου 56 στα Θυμαράκια, όλα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.

Είναι πειθαρχημένος ως προς τις ασκήσεις που πρέπει να κάνει για τη θεραπεία του. Είναι δυνατός ως προς τις στερήσεις. Παρηγορεί τον Τάσο που κάποιες φορές κλαίει από την πείνα, είναι πάντοτε η ψυχή της παρέας, γράφει ασταμάτητα (και τους διαβάζει γραφτά του, όπως θυμόταν ο αξέχαστος Ανδρέας Φραγκιάς) μετέχει αποφασιστικά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.

Η δραματική κατάστασή του φτάνει στ' αυτιά ανθρώπων με ευαισθησία. Έτσι, ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς (με τον οποίο γνωρίζονταν από το θέατρο, όπως προκύπτει από το εξαιρετικό κείμενο του Θανάση Φωσκαρίνη στο περιοδικό Οδός Πανός), στέλνει μια επιστολή στον Αλέκο Λιδωρίκη. Ο Λιδωρίκης είχε τη στήλη του χρονογραφήματος στην εφημερίδα Ακρόπολις και ήταν, βέβαια, πολύ φημισμένος, όπως και ευαίσθητος.

Ο Βόκοβιτς περιγράφει την απελπιστική κατάσταση της υγείας του Ρίτσου και, με την αφορμή αυτή, κάνει έκκληση στον Δήμαρχο και «σε όσους μπορούν να ενισχύσουν αυτό το φως του Λόγου και της Νεότητας που τρεμοσβύνει». Την επομένη κιόλας, 22 Νοεμβρίου, ο Δήμαρχος Αθηναίων Αγγελος Γεωργάτος δηλώνει ότι αναλαμβάνει τη νοσηλεία του ποιητή και την οικονομική του ενίσχυση. Η πρώτη προσφορά, «εκ χιλίων δραχμών», έχει ήδη φτάσει από μέρους του κ. Παύλου Ιωάννου.

Το να ανοίγεται δημόσιος έρανος για τη σωτηρία σου, σε αναγνώριση της προσφοράς σου στα Γράμματα, και ενώ ακόμη είσαι νέος, δεν είναι κάτι που μπορεί να μη σε κάνει περήφανο. Κι όμως, ο Ρίτσος έχει μιαν άλλη περηφάνεια. Έχει, ακριβώς, «την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει». Είναι αξιοπρεπής και θα το δείξει αμέσως.

Στο αρχείο του Αλέκου Λιδωρίκη, που με επιμέλεια φυλά η χήρα του Ζωζώ, υπάρχουν δύο σχετικά γράμματα του Ρίτσου, τα οποία έθεσε υπόψη μου η συνάδελφος Νινέττα Κοντράρου-Ρασσιά και την ευχαριστώ.

Το πρώτο από αυτά φέρει ημερομηνία 22 Νοεμβρίου (η αντίδραση είναι, επομένως, ακαριαία) και απευθύνεται στον Αλέκο Λιδωρίκη. Ο Ρίτσος, με λεπτότητα, και αφού ευχαριστεί τον χρονογράφο για την ευγενική του πρωτοβουλία, του υποδεικνύει ότι πέρασε το όριο του ιδιωτικού και του δημόσιου με τη δημοσίευση του προβλήματός του, που «δεν αφορούσε ειδικά στον ποιητή μα και στον άνθρωπο». Ευθύς αμέσως, τοποθετείται για τους λόγους που τον ωθούν να αντιδράσει, γράφοντας:

«Συχνά μέχρι τώρα έχουμε δει αρκετούς καλλιτέχνες να επιδεικνύουν φιλάρεσκα τα ράκη της δυστυχίας τους για να προκαλέσουν τη συμπάθεια του κόσμου, κι άλλους να περιφέρουν τη φτώχεια τους και την αρρώστεια τους σαν τον δίσκο της επετείας για να κερδίσουν λίγα νομίσματα οίκτου ή λίγα αληθινά νομίσματα. Δεν θα 'θελα, κι ούτε θα μπορούσα, να μοιάσω μ' αυτούς. Και μόνον η ιδέα πως θα με νομίσουν όμοιόν τους, με αγανακτεί.»

«Δεν θα μπορούσα» συνεχίζει «να δεχτώ καμμιά προσφορά κινημένη απ' τον οίκτο για την αρρώστεια μου, παρά μόνον απ' την αναγνώριση της κάποιας, οποιασδήποτε, αξίας του έργου μου. Κι αυτό πάλι θα μου ήταν δυνατό να το δεχτώ, μόνον αν προερχόταν από έναν επίσημο οργανισμό κρατικό (Υπουργείο ή Δήμο) που, νομίζω, έχουν κάποια υποχρέωση να ενισχύουν και να υπηρετούν εκείνους που υπηρετούν πνευματικά τη χώρα μας.»

Στο υστερόγραφο σημειώνεται η παράκληση να μη δημοσιευθεί η επιστολή, αλλά μια απλή δήλωση «που να λέει πως ο κ. Γιάννης Ρίτσος αρνείται να δεχτεί μια οποιαδήποτε ιδιωτική προσφορά». Αυτό δεν θα γίνει, και ο ποιητής θα επανέλθει με νέα επιστολή, η οποία φέρει ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1942 και απευθύνεται στον διευθυντή της εφημερίδας. Αφού ευχαριστήσει τον Στέλιο Βόκοβιτς και τον Αλέκο Λιδωρίκη για την πρωτοβουλία, καθώς και όσους έχουν ήδη καταθέσει τον οβολό τους, και δηλώσει τη βαθιά του συγκίνηση, ο Ρίτσος ξεκαθαρίζει και πάλι πως του είναι απολύτως αδύνατον να δεχθεί οποιαδήποτε ιδιωτική προσφορά «όσο ευγενική και καλοπροαίρετη κι αν είναι».

Κατόπιν, ο άνθρωπος που ήδη από τα 21 του αισθανόταν «σαν τον εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου», κάνει μια πρόταση που δείχνει το αληθινό ενδιαφέρον του για τους δοκιμαζόμενους συναδέλφους του. Γράφει: «Θάθελα να προτείνω, αν συμφωνούν, βέβαια, και οι αγαπητοί μου φίλοι που έχουν προσφέρει ωρισμένα ποσά, να διατεθούν τα συγκεντρωμένα στα χέρια σας χρήματα για την 'Επιτροπή ενισχύσεως και προστασίας πνευματικών αξιών της χώρας μας' κι ακόμη, αν το εγκρίνετε και σεις, να συνεχιστεί ο έρανος για την πιο πάνου 'Επιτροπή'».

Πράγματι, στις 25 Νοεμβρίου η δήλωση δημοσιεύεται, μαζί και η έκκληση να συγκεντρωθούν χρήματα για την επιτροπή. Ο Ρίτσος συνεχίζει, όταν μπορεί να περπατήσει, να τρώει ξινισμένο πληγούρι μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη στην αυλή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου μοιραζόταν το συσίτιο, να συζητά μαζί του ώρες ατέλειωτες και να τρέφεται με έναν γίγαντα, ένα σαλιγκάρι, μια πηρουνιά χόρτα χωρίς καμιά διαμαρτυρία - το αντίθετο. Θα μιλά και για ποικιλία πρωτόγνωρη! (οι αφηγήσεις είναι αληθινές και έγιναν από τον ίδιον και από τον Τάσο Φιλιακό). Ακόμη και αν ξέπεσε η οικογένειά του, είχε παραμείνει Αρχοντόπουλο. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτό ακριβώς ήταν που τον έδενε περισσότερο με τον Κόσμο.

*Η Αγγελική Κώττη είναι φιλόλογος

No comments: