- ΤΟΥ ΠΕΤΕΡ ΓΚΑΪΣΤ* Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009
Ομολογώ, ότι προτιμώ τον Ρίτσο των σύντομων, λακωνικών ποιημάτων. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε τονίσει ότι οι «επιγραμματικοί» του στίχοι είναι μια προσπάθεια «να συμπυκνωθεί η έκφραση, ως απάντηση στους κινδύνους του πλατειασμού και των ρητορικών εξάρσεων, που συχνά καιροφυλακτούν πίσω από τα μακροσκελή ποιήματα». Και φυσικά τα διαχώριζε σαφώς από τα «συντροφικά τραγούδια», τα στρατευμένα άσματα και άλλα περιστασιακά κείμενα στην υπηρεσία του πολιτικού αγώνα.
Ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα, γραμμένο στις 18 Φεβρουαρίου 1980, έχει ως εξής:
Πλήθος λεμόνια/ επάνω στο τραπέζι/ στις καρέκλες/ στο κρεβάτι/ κίτρινες λάμψεις/ τρέχουν στο σώμα σου/ μ' αρέσει που βρέχει/ νύχτα με χίλια λεμόνια/ και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα/ να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς/ στα πισινά τους πόδια
Πόσο συχνά ο Ρίτσος δε σχεδιαγράφησε με λίγες μόνο πινελιές μια εικόνα δυνατών χρωμάτων, η οποία δεν γνωρίζουμε εάν είναι αναπαράσταση ή φαντασίωση; Πόσο συχνά δεν εισχωρεί η ερωμένη σ' αυτήν την εικόνα, ποσό συχνά δεν δημιουργείται μια αντίθεση από την προσθήκη μιας άλλης εικόνας, με την αντανάκλαση της οποίας και με τη σύνδεση μοτίβων (κίτρινες λάμψεις τρέχουν στο σώμα σου - βρέχει - τους βρεγμένους λαγούς) δημιουργείται πυκνότητα συνειρμών; Παρόλα αυτά, το ποιητικό αυτό σύμμεικτο παραμένει στη σφαίρα μιας γοητευτικής αινιγματικότητας. Σαφώς, λαμβάνοντας υπόψη και άλλα ποιήματα της συλλογής «Τα Ερωτικά» (1980) είναι φανερό, ότι το ερωτικό μοτίβο του νερού τα διαπερνά στην κυριολεξία: «δρόμος βρεγμένος/ από άγνωστο νερό»· «μες στον μαρμάρινο λουτρώνα/ με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες/ μουσκεμένες», κλπ. Ενδεικτικές ενδεχομένως είναι αυτές οι αράδες, γραμμένες στις 23.2.80: «και μείς ωραίοι/ φρεσκολουσμένοι/ απ' τα δικά μας νερά/ αναδυμένοι στο φως και στο σώμα/ τούτης της γης». Η ενσωμάτωση των πρωταρχικών στοιχείων στο ποίημα πιστοποιεί το στοιχειώδες της ζωής. Αλλά τι γίνεται με το «φακό του δασοφύλακα»; Εικασίες μόνο μπορούμε να κάνουμε, βεβαιότητα δεν θα αποκτήσουμε ποτέ· γύρω από τη λάμψη και τον κώνο του φωτός διαχέεται σκότος. Στα δοκίμιά του ο Ρίτσος συνδέει σκόπιμα το ποιητικό μοτίβο του «σκότους» με έννοιες όπως διαφάνεια, ακρίβεια, μεταμόρφωση. Η εξομολόγηση αυτή αποκρυσταλλώνεται σε όμορφες προτάσεις σχετικά με την ευθύνη μιας ποίησης, η οποία «αντλώντας από το μεγάλο θησαυρό των εμπειριών της αποδέχεται το δόλο και την κατασκευή (construction), τα οποία σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα 'απόμακρο χαμόγελο', μια φιλική διάθεση, μια κατανόηση και η διαρκής ανθρώπινη ανάγκη για συμπάθεια, αμοιβαία γνωριμία και αδελφοσύνη».
Αυτές οι προτάσεις που γράφτηκαν τη δεκαετία του '60 μου θυμίζουν αμέσως τους ποιητικούς στοχασμούς του Ράινερ Κιρς της δεκαετίας του '70: Η ποίηση, σύμφωνα με τον Κιρς, «μπορεί μακροπρόθεσμα να εγείρει την ευαισθητοποίηση του αναγνώστη - μια ευαισθητοποίηση την οποία έχει επείγουσα ανάγκη κάθε κοινωνία που προσανατολίζεται στον ουμανισμό.(...) Το να αποκτά κανείς την προφάνεια του βιώματος που προσφέρει η ποίηση δε σημαίνει απαραίτητα ότι μπορεί να το αξιοποιήσει σε πρακτικό επίπεδο· πιο λεπτές διαβαθμίσεις κρίσης, αγάπης και ζωής που αποκτά κανείς από την ποίηση δεν υπάρχουν - προτάγματα και προϊδεάσεις μιας πιο όμορφης κοινωνικής συμβίωσης, τις οποίες περιέχει η ποίηση έκδηλα ή υπόδηλα, δε θα είχαν καμία υπόσταση, αν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν άμεσα».
Όλα αυτά τα διαβάζω σήμερα ως υψηλόφρονα μηνύματα από μια μακρινή εποχή, η οποία γνώριζε τι σημαίνει ελπίδα. Ο σκοπός του σημερινού παγκοσμοποιημένου καπιταλισμού δεν είναι επ' ουδενί μια πιο όμορφη κοινωνική συμβίωση, αλλά η τελική φάση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης για χάρη της μεγιστοποίησης του κέρδους ολίγων global players. Εν όψη της υπηρετούσας το σκοπό αυτό επιτάχυνσης της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, των εμπορευμάτων και των εικόνων, η οποία έχει περάσει στο χώρο του παραλόγου και διατρέχει ολοκληρωτικά όλους τους τομείς της ζωής, ο ποιητικός χρόνος φαντάζει τελείως παράκαιρος. Η συνοχή μεταξύ ρυθμού και παλμού καρδιάς, στίχου και αναπνοής, άλλα επίσης μεταφοράς και ντροπής, υπερβολής και απόκρυψης, όπως την παρουσιάζει υποδειγματικά το μικρό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, θεμελιώνει την οικειότητα του ποιήματος και την ικανότητά του να εκφέρει σε λόγο το πιο μύχιο σαν να ήταν ο κόσμος, και τον κόσμο σαν να ήταν το πιο μύχιο. Αυτός ο παράκαιρος χρόνος του λέγειν εξακολουθεί να καθορίζει την εκ νέου ανακάλυψη της βραδύτητας. Γι' αυτό το λόγο, όπως συμπεράνει ο Γκέρχαρντ Φάλκνερ το 1992, «οι συνθήκες παροτρύνουν το ποίημα να αφανιστεί. Με οικονομικούς όρους ο χώρος της επανάληψης, της μνήμης, του αναλογισμού δεν έχει πια υπόσταση». Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες; Μήπως αυτές, τις οποίες εννοούσε ο Χάινερ Μίλερ; «Η δυσκολία/ να στηρίξουμε το στίχο ενάντια στο στακάτο/ της διαφήμισης που καλεί τους ηδονοβλεψίες σε τραπέζι// δέσμιοι ενός ονείρου που οδηγεί στη μοναξιά/ στην κυκλική φορά του εμπορεύματος με το εμπόρευμα/ στο σύγχρονο κράμα βίας και λήθης». Ο Μίλερ καταλήγει: «Τα ψέματα των ποιητών τέλειωσαν/ της φρίκης του αιώνα το αποξηραμένο αίμα/ στις θυρίδες της Παγκόσμιας Τράπεζας μυρίζει παγωμένο μακιγιάζ».
Ή μήπως εννοούσε το παρακάτω: Να επανακτήσουμε το χώρο της επανάληψης, της μνήμης, του αναλογισμού. Να αντιπαραθέσουμε τα ανθρώπινα ψέματα των ποιητών ενάντια στα αιματηρά των παγκόσμιων κερδοσκόπων. Ας διαβάσουμε, λοιπόν, το Ρίτσο έστω και με μια μικρή παραλλαγή, προσθέτοντας μια νέα αντίθεση:
μ' αρέσει που βρέχει/ νύχτα με χίλια λεμόνια/ και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα/ να σταματάει τους βρεγμένους τραπεζίτες/ στα πισινά τους πόδια.
(Μετάφραση από τα γερμανικά: Θεόδωρος Βότσος και Κωνσταντίνος Μάρας)
* Εισήγηση σε μια βραδιά προς τιμήν του Γιάννη Ρίτσου, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, που έλαβε χώρα στις 30 Απριλίου 2009 στο Βερολίνο.
*Ο Πέτερ Γκάιστ είναι φιλόλογος και κριτικός
No comments:
Post a Comment