- Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010
«Δεν ξέρω ποιος υπέροχος νους ανακάλυψε το μολύβι. Ας είναι ευλογημένος. Μ' αρέσει η μυρωδιά του μολυβιού. Το ελικοειδές άνθος που βγάζει η ξύστρα. Το χρατς χρατς πάνω στο χαρτί, αν είναι σκληρό το μολύβι, η γομολάστιχα για να σβήνει τα λάθη».
Τρυφερές σκέψεις του ποιητή Μάνου Ελευθερίου στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, των σύγχρονων διαδικτυακών e-mails και sms επι-κοινωνιών. Το χαρτί φθίνει, το γραπτό κείμενο απειλείται, κάποιοι εραστές του χειρογράφου, όμως, δεν απομακρύνονται από την υλικότητα και την καταγωγική ηδονή της παραδοσιακής τεχνικής.
Σε αρκετά ταχυδρομεία ο όγκος επιστολών σημείωσε πτώση από 5% έως και 10%. «Σύμφωνα μάλιστα με αναλυτές, ίσως χαθεί έως και το 50% του όγκου των διακινούμενων επιστολών μέσα στην επόμενη δεκαετία», μας λέει ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΤΑ, Χρήστος Βαρσάμης.
Ο Κώστας Σκανδαλίδης, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος από τις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου Γυμνασίου γράφει με ατονικό σύστημα, μας λέει: «Τα γράμματα μικρά, πυκνά, στρογγυλά, καλλιγραφικά. Τι να το κάνω το κομπιούτερ; Δεν έχει ψυχή, μολύβι, γομολάστιχα, έμπνευση, προσωπική σφραγίδα. Το χρησιμοποιούν άλλοι για μένα, και καλά μάλιστα. Το χρησιμοποιώ κι εγώ για θέματα τεχνικά ή ρουτίνας. Να ξυπνώ χαράματα, να φτιάχνω ελληνικό καφέ με ταχίνι, να κάθομαι πάνω από το καρέ χαρτί με το μαρκαδοράκι μου. Πετάει ο νους μου και γεμίζει η ψυχή μου ιδέες που γεννιούνται. Αν είμαι και στο νησί μου αντικρίζοντας το πέλαγος, υπέρτατη χαρά, που κάποια στιγμή φθάνει και στο όριο της δημιουργίας».
Εξαρτημένος από τον τρόπο γραφής με πένα και μελάνι, δηλώνει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος. Με μάνα δασκάλα, από νωρίς ασκήθηκε στην καλλιγραφία «με κονδυλοφόρο και καλαμάρια βαθέος μπλε, αλλά και μαύρου μελανιού, κομψότατα της φίρμας "Μενούνος". Η σκέψη καταργείται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Αντιλαμβάνομαι τη γραφή ως χειρωνακτική τέχνη. Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία και υγρασία στις λέξεις. Ο Σεφέρης κάποτε γύριζε μανιωδώς νύχτα για να βρει μελάνι σέπια, γιατί του 'χε τελειώσει».
Για τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη, το να γράφεις με μολύβι καλοξυσμένο ή με στυλό διαρκείας, ή ακόμα με πένα, είναι μια διαδικασία τόσο δημιουργική όσο και απολαυστική. «Το χαρτί, το χέρι και το μολύβι συναποτελούν μια τριάδα που μετουσιώνει οποιαδήποτε σκέψη σε γράμματα, σε μαγικά σύμβολα, που συγκινούν τους μυημένους στη γραφή, στην ανάγνωση, στη λογοτεχνία και στο βιβλίο γενικότερα. Πρόκειται για μια διαδρομή του μυαλού και του αισθήματος, που ο δρόμος προς τη γραφή μόνο με το χέρι και το χαρτί την κάνει μοναδική».
«Η νεολαία έχει άλλες συνήθειες επικοινωνίας», μας λέει ο Πέτρος Φραγκίσκος, που διατηρεί κατάστημα με είδη γραφής. «Εμείς έχουμε σταθερό κοινό, που αγοράζει χαρτιά, μελάνια, στυλό, πένες, είδη αλληλογραφίας».
«Η αφετηρία μου είναι πάντοτε το κείμενο, η γραφή», έλεγε ο συγγραφέας-ποιητής και καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, Δημοσθένης Δαββέτας. «Με αυτήν ανακάλυψα τον κόσμο, όχι με την εικόνα. Οταν γράφουμε, αφήνουμε τα χαραγμένα ίχνη του πολιτισμού». *
Η ακαδημαϊκός, ποιήτρια Κική Δημουλά και ο ποιητής, δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος γράφουν αποκλειστικά για την «Ε» για τον «κρυφό ιερό τόπο όπου συναντιούνται η πένα και το χέρι» :
«Επιστροφή στο ένστικτο»
Της ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ*
- Μόνο 100 λέξεις; μα τόσες δε φτάνουν ούτε για να βάλεις τίτλο σε μια, προδομένη ξύστρα μολυβιού.
Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα μολύβι που όταν αντίκρισε την πρώτη γραφομηχανή ένιωσε το χλοερό έδαφος της γραφής να σείεται κάτω από τα πόδια του, σαν προαίσθημα ότι η απόλυτη, αποκλειστική, η ιδεώδης σχέση του με το χέρι που ήταν «ο κολλητός του» προορισμός, κλονίζεται.
Αθελά μου, έγινα υπέρμαχος αυτού του κλονισμού. Απέκτησα γραφομηχανή στα 18 μου, μόλις διορίστηκα στην Τράπεζα. Απαραίτητη γνώση. Ομως σιγά σιγά το άγγιγμα αυτών των πλήκτρων, διαπέρασε και γοήτευσε και την ζωή των ιδιωτικών μου έσω ήχων. Με το πλεονέκτημα ότι τους εξωτερίκευε ευανάγνωστους. Ενώ το μολύβι, αυτός ο μάμος που ξεγένναγε κάποτε το πρώτο αστραπιαίο, φευγαλέο κλάμα μιας ιδέας, ενός στίχου, προ του πανικού, να προλάβει να το καταγράψει, και προ της παραπλανητικής ευχέρειας που δίνει το προχειρογραμμένο, μετέτρεπε τις νότες και τις συλλαβές αυτού του νεογέννητου κλάματος σε τρομ0κρατημένο αίνιγμα. Τόσο επιζήμια επηρέαζε τον καλό, κατά τα άλλα, γραφικό μου χαρακτήρα. Δεν έβγαινε τίποτα απολύτως απ' όσα σημείωνα.
Κατ' ευθείαν λοιπόν στη γραφομηχανή. Χρόνια. Ωσπου, μια πιο προηγμένη απιστία λησμόνησε τη γραφομηχανή. Το λαπ τοπ. Ως γραφομηχανή και μόνο. Αλλά με τι ευκρίνεια γράφονταν οι αποτυχίες. Και τι νοικοκυρεμένα. Ούτε σκόρπια χαρτιά, ούτε να χάνω τις σελίδες, ούτε να σκίζω τα σωστά αντί για τα λάθη, μη ξεχωρίζοντας ποιο το σωστό και ποιο το λάθος -ούτως ή άλλως δύσκολη πάντα δουλειά. Ομως, τα γράμματα που έγραψα, που έστειλα ή δεν έστειλα, που ελήφθησαν ή δεν ελήφθησαν... υπ' όψιν, ήταν και παραμένουν, ο κρυφός ιερός τόπος, όπου συναντήθηκαν συναντιούνται, το χέρι με το μολύβι ή την πένα, για να τελέσουν το μυστήριο της εκ γενετής άρρηκτης σχέσης τους με ένα προσκύνημα στην χειροποίητη εικόνα της γραφής.
Ναι, καυχιέμαι, ότι τα πιο επιτυχημένα παράπονα που έγραψα είναι χειρόγραφα. Η γραφή, πώς να κάνουμε, όσο κι αν ταξιδέψει και αν ζήσει στα ξένα... μέσα, κάθε τόσο, εκεί που γεννήθηκε θα επιστρέφει: στο ένστικτό της.
* Ακαδημαϊκός και ποιήτρια
«Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία»
- Δηλώνω, εκ των πραγμάτων, εξαρτημένος από τον τρόπο γραφής με πένα και μελάνι.
Στην ηλικία των εννέα περίπου ετών, η Μάνα μου -δημοδιδασκάλισσα σε ορεινό χωριό της Μεσσηνίας- μας ασκούσε στην καλλιγραφία. Με κονδυλοφόρο και καλαμάρια βαθέος μπλε, αλλά και μαύρου μελανιού. Κομψότατα, της φίρμας «Μενούνος». Τα επαρχιακά χαρτοβιβλιοπωλεία διέθεταν το είδος σε αφθονία. Είταν ο καιρός που μας μάθαινε την γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την Γραμματική του Τζαρτζάνου. Η πρόοδός μου στην καλλιγραφία, νοστίμιζε τον άχαρο, για κάθε παιδί, σχολικό καταναγκασμό. Δώρο των γονιών μου, η πρώτη πένα. Parker, με αντλία -αμπούλες τότε, αρχές του '72, δεν υπήρχαν. Εκτοτε διαμορφώθηκε ο γραφικός μου χαρακτήρας και η αγάπη στο καλό χαρτί, δίχως γραμμώσεις. «Σε κάθε τι υπάρχει μια σωματική στάση», μας είπε ο Σεφέρης. Πολλώ δε μάλλον στην γραφή. Και στην ανάγνωση. Η πάλη με τις λέξεις, σημαίνει προσπάθεια. Σωματική. «Αδελφέ Ιωάννη, ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, η μέση μου πονεί» έγραφε, με τον σεσυρμένο από μυστικούς ανέμους γραφικό του χαρακτήρα, ο Παπαδιαμάντης στον Βλαχογιάννη, στα 1908. Οι συνέπειες είναι, ίσως, οδυνηρές. Αλλά τι φταις, όταν η σκέψη σου καταργείται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Αντιλαμβάνομαι την γραφή ως χειρωνακτική τέχνη. Χειρώναξ: Ο άναξ, ο βασιλιάς των χεριών. Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία και υγρασία στις λέξεις. Που γυρεύουν το αίμα της ψυχής σου. Εξακολουθώ να επικαλούμαι τους χαλκέντερους της χειρωναξίας: Τον Παλαμά και τον Ρίτσο, τον Σεφέρη -που κάποτε γύριζε μανιωδώς νύχτα, για να βρει μελάνι σέπια, γιατί του 'χε τελειώσει.
Και τις επάλληλες γραφές και αντιγραφές στα έργα του Μπαλζάκ ή του Ντοστογιέφσκι. Οι μικροί μου γιοι με δουλεύουν. Με προτρέπουν να προσαρμοσθώ. Ομως η γυναίκα μου καταλαβαίνει και μου πληκτρολογεί τα οριστικά κείμενα για τον εκδότη. Αλλωστε, οι φιλόσοφοι ισχυρίζονται πως ζούμε στην εποχή της «αυτοπραγμάτωσης». Αλλοι -υποβοηθούντων των υπολογιστών- με μυθιστορήματα 750 σελίδων (το minimum). Αλλοι με τις πένες, τα μελάνια και τα εύλαλα χαρτιά. Που ζητούν να βουτήξεις.
* Ποιητής και δοκιμιογράφος
No comments:
Post a Comment