Ας φανταστούμε μιαν ελαφρώς παράξενη, αν όχι και αλλόκοτη εικόνα: κάπου στα πορώδη σύνορα Αμερικής και Μεξικού, ένας νευρωτικός, μονόφθαλμος ντετέκτιβ, που είναι και κουτσός, ψάχνει μια μυστηριώδη ηθοποιό τού κινηματογράφου μπλεγμένη σ' έναν τρελό χορό ναρκωτικών, μεταναστών και πορνείας.
Ο άνθρωπός μας, μολονότι ντετέκτιβ, δεν βρέχει ούτε τα χείλη του με αλκοόλ, αλλά καταπίνει αλόγιστες ποσότητες αναψυκτικών και καπνίζει μετά μανίας.
Χωρίς σύστημα, βαδίζοντας περίπου στην τύχη, και με απανωτά συναισθηματικά ξεσπάσματα, από τα οποία δεν λείπει και μια κάποια διανοητική σύγχυση, ο Εκτορ Μπελασκοαράν Σάιν θα καταφέρει τελικά να σώσει το κορίτσι. Το Μεξικό, όμως, ως προπύργιο του εγκλήματος, της απύθμενης ανισότητας και της αχαλίνωτης πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς, θα ποτίσει άλλη μια φορά την ταλαιπωρημένη ψυχή του με απέραντη μελαγχολία.
- Αγώνας στα κράσπεδα της κοινωνίας
Η πολιτική δεν είναι τώρα ένα παιχνίδι γύρω από την εξουσία, τους θεσμούς και τη διανομή ή την αναδιανομή του κεφαλαίου, αλλά ένας καθημερινός, μέχρι τελικής πτώσεως αγώνας στα κράσπεδα μιας κατακερματισμένης και ημιπαράλυτης κοινωνίας, έτοιμης να καταβροχθίσει τις σάρκες της.
Το ζήτημα για τη λογοτεχνία δεν είναι απλό. Μια τέτοια ολοκληρωτική στροφή προς τις έσχατες συνέπειες της πολιτικής στον συλλογικό βίο μπορεί να ρίξει το αστυνομικό μυθιστόρημα σε μια μορφή ακτιβισμού ικανή να ακρωτηριάσει τις διαπλαστικές του ικανότητες, να περιορίσει το βάθος του πεδίου αναφοράς του και να σκοτώσει τόσο τους χαρακτήρες όσο και τη σκηνοθεσία του.
Εικάζοντας την πιθανότητα μιας τέτοιας μονομέρειας, ο Ανδρέας Αποστολίδης, συστηματικός μεταφραστής και μελετητής της αστυνομικής λογοτεχνίας, έχει ήδη παρατηρήσει («Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Δοκίμια για την ιστορία και τις σύγχρονες τάσεις του», «Αγρα», 2009) πως ο έντονος κοινωνικοπολιτικός προσανατολισμός πολλών αστυνομικών συγγραφέων στις ημέρες μας είναι ένα ρεύμα που δεν εξαντλεί την γκάμα του είδους και δεν καλύπτει όλες τις εκδοχές του.
- Συγγραφική ανεξιθρησκία
Ιστορικός ερευνητής του αναρχισμού, βιογράφος του Πάντσο Βίλα και του Τσε Γκεβάρα («Ερνέστο Γκεβάρα. Γνωστός και ως Τσε», μτφρ. Βασιλική Κνήτου, «Κέδρος», 2005), όπως και λογοτεχνικός συνομιλητής του υποδιοικητή Μάρκος («Ανήσυχοι νεκροί. Κι ό,τι λείπει, λείπει: αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με τέσσερα χέρια», μτφρ. Β. Κνήτου, Κρ. Ηλιόπουλος, «Αγρα» και «Κέδρος», 2005) , ο Τάιμπο δεν στενεύει ποτέ τους ορίζοντές του όταν σχεδιάζει τους μυθιστορηματικούς του τόπους.
Σφηνώνοντας τους ήρωές του ανάμεσα στο ανεκπλήρωτο του έρωτα και το ψυχρό λεπίδι του θανάτου («Ερωτευμένα φαντάσματα», μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, «Αγρα», 2009), μιλώντας για τη δύναμη της φιλίας, της αφοσίωσης και της αλληλεγγύης («Μερικά σύννεφα», μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, «Αγρα», 2008), εισάγοντας στην αφήγησή του το στοιχείο του φανταστικού και του υπερφυσικού («Στην ίδια πόλη υπό βροχή», μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, «Αγρα», 2007), παίζοντας με τον Αλέξανδρο Δουμά και τη λογοτεχνική παράδοση («Και σαν σκιές επιστρέφουμε», μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, «Αγρα», 2005, όπως και «Η σκιά της σκιάς», μτφρ. Κική Καψαμπέλη, «Αγρα», 1996), αλλά και προχωρώντας σε μιαν υποβλητική ποιητική του μητροπολιτικού τρόπου ζωής («Χωρίς αίσιο τέλος», μτφρ. Εφη Γιαννοπούλου, «Αγρα», 2000, όπως και «Η ζωή η ίδια», μτφρ. Κ. Καψαμπέλη, «Αγρα», 1997), ο Τάιμπο τροφοδοτεί τη μυθιστορηματική του παραγωγή με τους ανήσυχους ρυθμούς της ατομικής ύπαρξης και της καθημερινότητας, κατανοεί την ανάγκη της συνείδησης για λογοτεχνική παραμυθία και αποκαλύπτει το ασύμμετρο του υποκειμένου σε σχέση με την πραγματικότητα του εξωτερικού του κόσμου.
Ο Τάιμπο είναι, όμως, μαζί με τα άλλα, και μεγάλος δεξιοτέχνης της γραφής. Υιοθετώντας πολλαπλές τεχνικές (από την τριτοπρόσωπη, αντικειμενική αφήγηση, τον εξομολογητικό τόνο και τις διάσπαρτες ημερολογιακές σημειώσεις μέχρι τον εσκεμμένο θρυμματισμό της πλοκής και τη θεαματική πολυδιάσπαση του μύθου), που δημιουργούν ένα μονίμως έκκεντρο και αυτοσχολιαζόμενο κείμενο, αποδεικνύεται ένθερμος θιασώτης της ειρωνείας και του σαρκασμού διά μέσου των οποίων φιλοτεχνεί τα πορτρέτα των ηρώων του, σε μια φόρμα που συνταιριάζει τους επαναστατικούς θρύλους της Λατινικής Αμερικής, την οικονομική εξαθλίωση της Πόλης του Μεξικού και τη διεθνή κατασκοπεία με τη γαστρονομία, το όνειρο, τη λογοτεχνική παρωδία, τη μαύρη κωμωδία και το μυθιστόρημα δρόμου.
Και το αστυνομικό μυθιστόρημα; Μήπως κινδυνεύουμε να το ξεχάσουμε με όλα αυτά; Κάθε άλλο. Οπως λέει ο ίδιος: Ενα καλό μυθιστόρημα είναι πάντα ένα καλό μυθιστόρημα - αν έχει και σασπένς, τότε γίνεται ακόμη καλύτερο. *
- Ενας ντετέκτιβ που φοβάται τη μαμά του
Ο Εκτορ Μπελασκοαράν Σάιν, ετών 40, δεν ανήκει στον ορθολογικό κόσμο του Σέρλοκ Χολμς ούτε συμμερίζεται τη σκληροπυρηνική, άτρωτη ψυχολογία των ντετέκτιβ του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Αντιμετωπίζοντας έναν παρανοϊκό εγκληματικό περίγυρο, υφίσταται πρώτος τις συνέπειες της παράνοιας και προσεγγίζει τα προβλήματα, θέλει δεν θέλει, διά της τεθλασμένης οδού: με μια μονίμως αποσπασματική αντίληψη των πραγμάτων, καθώς μια πυκνή θολούρα σκιάζει αφόρητα την κρίση του. Επιπλέον, ο Εκτορ Μπελασκοαράν Σάιν δεν είναι φτιαγμένος από ατσάλι: φοβάται ανά πάσα στιγμή ότι θα πεθάνει (ας αφήσουμε ότι πιστεύει πως έχει ήδη πεθάνει αρκετές φορές), είναι ευάλωτος και στο παραμικρό γυναικείο νεύμα, νιώθει μονίμως κουρασμένος και έκθετος, τρέμει σαν παιδάκι όταν ανακαλεί τη μορφή της μητέρας του, αλλάζει ακατάπαυστα χώρους παραμονής, σπεύδει να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά μιας αντιπαθητικής θείας και γενικώς κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να αποσυντονίσει όλες τις διανοητικές, αλλά και τις ψυχικές ή τις σωματικές του δυνάμεις.
Την ίδια, όμως, στιγμή, δεν μπορεί να ξεχάσει τους πολιτικούς του αγώνες στο πλάι της Αριστεράς και είναι πάντα πρόθυμος να μπλεχτεί και στη χειρότερη περιπέτεια προκειμένου να βοηθήσει τους αδύναμους και τους στερημένους. Επιπροσθέτως, θυμάται κάποτε την επιστήμη του, ασκώντας την τέχνη του μηχανικού, και γίνεται, όποτε το επιτρέπουν οι περιστάσεις, ερημίτης - για να τιμήσει τη μοναξιά του και να ζήσει μιαν αυθεντικότερη (θα ήταν πολύ να πω ποιητική;) ζωή.
No comments:
Post a Comment