- Δύο διαφορετικές ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες συζητούν για τη λογοτεχνία και τη συγγραφική τέχνη στο Μπουένος Αϊρες
- Του Βασιλη Πατσογιαννη, Kυριακή, 10 Oκτωβρίου 2010,
- ΟΡΛΑΝΤΟ ΜΠΑΡΟΝΕ, Μπόρχες - Σάμπατο, Διάλογοι, μετ. Δήμητρα Παπαβασιλείουεκδ. Printa
Από τις συζητήσεις λογοτεχνών όλο και σπανιότερα προκύπτει κάτι ενδιαφέρον. Η ανεκδοτολογική περιαυτολογία και η ανακύκλωση της ρουτινιέρικης συντεχνιακής ιδεολογίας που τις διακρίνουν γεμίζουν συχνά τόσο άχαρα τις σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών. Ισως επειδή η εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών του ανθρώπου και των θεωριών της τέχνης να έχει αφήσει πλέον λίγα περιθώρια θεωρητικής πρωτοτυπίας σε αυτούς τους εμπειροτέχνες του βιώματος και της γραφής που είναι οι «λογοτέχνες».
Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση των Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Ερνέστο Σάμπατο, όχι μόνο λόγω συγγραφικού διαμετρήματος, αλλά επειδή ο αναστοχασμός είναι βασικό γενεσιουργό στοιχείο της δημιουργικής τους πράξης.
Οι δύο άνδρες, λοιπόν, διαφορετικές ανθρώπινες και συγγραφικές ιδιοσυγκρασίες, παλιοί γνώριμοι, όχι όμως φίλοι, συναντιούνται, αρκετές φορές μέσα σε λίγους μήνες, στο κέντρο του Μπουένος Αϊρες, και συζητούν για τη λογοτεχνία και τη συγγραφική τέχνη, φυσικά, όπως επίσης για τη φήμη και την επιτυχία, την πραγματικότητα και το όνειρο, την τρέλα και την αυτοκτονία – αλλά και πολλά άλλα. Δεν παραλείπουν δε να ασχοληθούν με το βιβλίο που τίμησε όσο λίγα η μπορχεσιανή ειρωνεία, τον «Δον Κιχώτη». Μόνο η πολιτική λείπει από τη συζήτηση, κατόπιν προσυμφωνίας. Και, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, λίγο μετά τον θάνατο του Περόν, λίγο πριν η αργεντινή χούντα αρχίσει την αιματηρή της σταδιοδρομία, κάτι τέτοιο έχει το νόημά του.
Χωρίς κανένα προκαθορισμένο πρόγραμμα συζήτησης, προχωρούν χαλαρά, ράθυμα, αδέσποτα, σχεδόν στην τύχη, με τα θέματα να αλλάζουν σχεδόν απροειδοποίητα. Εχουν αφήσει στην άκρη το λογοτεχνικό «υπερεγώ» τους, τη σιδερωμένη γραμματολογική τους εικόνα, μέσα σε μια διάθεση απομυθοποίησης: έτσι, ένα σημαντικό ιστορικό λογοτεχνικό φαινόμενο της Αργεντινής περιγράφεται ως απλή φάρσα, ο Μπόρχες παραδέχεται ότι δημοσίευσε με το όνομά του μια μετάφραση που έκανε η μητέρα του, ενώ ο ίδιος αυτός, ο τόσο «εγκυκλοπαιδιστής»(!), μας ξαφνιάζει όταν φαίνεται να αγνοεί ότι ο «Ανιψιός του Ραμώ» του Ντιντερό έγινε αρχικά γνωστός από τη γερμανική μετάφραση του Γκαίτε.
Ο Σάμπατο είναι αυτός που κατευθύνει περισσότερο τη συζήτηση, που ενδιαφέρεται για τη συνοχή της, για την ποικιλία των θεμάτων της, αυτός που τείνει περισσότερο σε συμπεράσματα. Ο πιο ορθολογιστής, ίσως. Ο Μπόρχες μοιάζει καταβεβλημένος από το γήρας και την τυφλότητα, σαστισμένος κάποιες φορές, χωρίς αντίσταση στην παρόρμηση της εξομολόγησης και της ακριτομυθίας, παραδομένος στο «αναπόφευκτο της άγνοιας», απαρασάλευτα πιστός, όμως, στο όνειρο και την ενόραση. Εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι φτιάχνει σιγά σιγά εδώ μια ακόμη persona, όπως αυτές των μυθοπλαστικών του δοκιμίων.
- Πυρά
Ωστόσο, μέσα στη φαινομενική αυτή χαλαρότητα, ο ρυθμός ξέρει να επιταχύνεται, τα πνεύματα να διεγείρονται και, τότε, σαν μια κατά ριπάς διασταύρωση πυρών, ξεσπούν οι αφορισμοί, τα αποφθέγματα, οι ευθύβολες αποστροφές, οι καθαρτικές παραδοξολογίες – στιγμές υψηλής διανοητικής απόλαυσης, κατάσπαρτες σε όλο το μήκος του κειμένου. Και σαν τέτοιες θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε το απαράμιλλο «ο Θεός είναι η κορυφαία επινόηση της επιστημονικής φαντασίας» ή το «Συζητώντας υπάρχει κίνδυνος να συμφωνήσουμε».
Και είναι αλήθεια ότι συχνότερα συμφωνούν, ενώ κάποτε αποκλίνουν, προσκομίζοντας πολύτιμες αποχρώσεις. Η ένταση, βέβαια, παραμονεύει κάποτε ανάμεσά τους, καθώς αποσύρονται μέσα σε αμήχανες σιωπές, σε παύσεις περισυλλογής· ή απλώς ξεσπώντας σε γέλια. Εχεις την εντύπωση ότι κατά βάθος αισθάνονται μια ενοχή, μια σωματική σχεδόν δυσφορία, όχι επειδή διαφωνούν ή, έστω, επειδή συμφωνούν, πάνω σε μια ιδέα, αλλά επειδή είναι καταδικασμένοι να κατοικούν σε διαφορετικά σύμπαντα, να είναι «κυνηγοί με διαφορετικά θηράματα». Κι αυτό είναι κάτι που αναδεικνύουν, με πνεύμα οικονομίας, οι «σκηνοθετικές» ενδείξεις της συζήτησης που έγιναν από τον Ορλάντο Μπαρόνε, υπεύθυνο για την ηχογράφησή της: σέβεται απόλυτα τους δύο διάσημους συνομιλητές αποφεύγοντας οποιαδήποτε ψυχοδραματική αμετροέπεια στις περιγραφές του.
Οι δύο συγγραφείς θα συναντηθούν μόνο μια φορά μετά το τέλος των συζητήσεων, κατά την κηδεία της μητέρας του Μπόρχες. Από τις συναντήσεις τους δεν προέκυψε, φυσικά, κανένα γενικό συμπέρασμα. Μιλώντας μπορχεσιανά, θα λέγαμε ότι δύο παραμορφωτικοί καθρέφτες στάθηκαν για λίγο αντικριστά, δύο λαβύρινθοι διασταυρώθηκαν. Πίσω από τον θόρυβο του διαλόγου, ακούστηκε ο βαθύτερος μονόλογός τους, αυτός που όλοι χρειαζόμαστε για να κρατιόμαστε όρθιοι.
No comments:
Post a Comment