του Ελληνοεβραίου ποιητή και διανοούμενου
- Της Ελενας Xουζουρη, Η Καθημερινή, Tρίτη, 19 Oκτωβρίου 2010
- Γιωσέφ Ελιγιά: ΑΠΑΝΤΑ (εκδ. Γαβριηλίδης). Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σημειώσεις Λέων Α. Ναρ
ΠΟΙΗΣΗ. Ο Ελληνοεβραίος ποιητής και διανοούμενος Γιωσέφ Ελιγιά (Γιάννενα 1901 - Αθήνα 1931) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση των νεοελληνικών γραμμάτων αλλά γενικότερα της ελληνικής διανόησης στον Μεσοπόλεμο. Η δίτομη έκδοση των Απάντων του με εισαγωγή και επιμέλεια του Θεσσαλονικέως συγγραφέως και διδάκτορος της νεοελληνικής λογοτεχνίας Λ. Α. Ναρ δεν φωτίζει μόνον τη λησμονημένη και σίγουρα ενδιαφέρουσα ποιητική προσφορά του Ελιγιά, αλλά αναδεικνύει και το προφίλ ενός πολύπλευρου και ανήσυχου διανοητή, ενός παθιασμένου και τολμηρού πνεύματος που ο πρόωρος θάνατός του άφησε ένα κενό το οποίο με αμφιβολία μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχει καλυφθεί έως σήμερα.
Διότι ο ριζοσπαστισμός και η πολύπλευρα ανοιχτή ματιά του Γιωσέφ Ελιγιά δεν εξαντλείτο στην υιοθέτηση των σοσιαλιστικών ιδεών της εποχής. Δεν δίσταζε να προχωρήσει και να συγκρουστεί και με το συντηρητικό, κλειστοφοβικό αλλά κυρίαρχο κατεστημένο των ομοθρήσκων του της γενέτειράς του, προτάσσοντας έναν ιδιαίτερα τολμηρό προβληματισμό, αναζητώντας ίσως τη δική του Ουτοπία. Δικαίως ο Λέων Ναρ στην εξαιρετικά εμπεριστατωμένη πολυσέλιδη εισαγωγή του προσπαθεί να αναδείξει όλες τις πλευρές του Γιαννιώτη ποιητή με φόντο όλες τις ιστορικές –ιδεολογικές, κοινωνικές, λογοτεχνικές– συνιστώσες της εποχής μέσα στις οποίες έζησε, δημιούργησε και έδρασε ο Ελιγιά.
Ιδιαίτερα πρέπει να εκτιμηθεί ότι ο Ναρ φωτίζει ένα ακόμη, αποσιωπημένο εν πολλοίς, κεφάλαιο του ελληνικού εβραϊσμού στην Ελλάδα, εκείνο των Ρωμανιωτών Εβραίων των Ιωαννίνων. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με άλλες ελλαδικές εβραϊκές κοινότητες, στις οποίες κυριαρχούσαν οι ισπανόφωνοι Σεφαραδίτες, οι Ρωμανιώτες, πολύ παλαιότεροι των ισπανόφωνων στις ελληνικές περιοχές, ήταν προσηλωμένοι στις θρησκευτικές τους παραδόσεις, και διατηρούσαν μια ιδιαίτερα συντηρητική και κλειστή κοινωνία, συσπειρωμένη σε ξεχωριστή συνοικία των Ιωαννίνων. Ενα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι Ρωμανιώτες, και πάλι σε αντίθεση με τους Σεφαραδίτες, χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα γραμμένη με εβραϊκούς χαρακτήρες ακόμα και στις τελετουργίες τους. Μάλιστα, όπως πληροφορεί ο μελετητής, τα μοτίβα και η μουσική της λαϊκής και λατρευτικής τους ποίησης, στην ίδια πάντα γλώσσα, ήταν έντονα επηρεασμένα από τον τοπικό ελληνικό πολιτισμό. Σ’ αυτό το κλίμα μεγαλώνει ο Ελιγιά, από το οποίο πολύ σύντομα παίρνει αποστάσεις, ενώ από την άλλη επηρεάζεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής του και για τις οποίες αρχίζει να αγωνίζεται. Για τις ιδέες του όμως και τους αγώνες του έρχεται αντιμέτωπος και με την επίσημη πολιτεία και με την εβραϊκή κοινότητα και αναγκάζεται να φύγει. Αργυρόκαστρο, Αθήνα όπου γίνεται δεκτός θερμά από τη λογοτεχνική κοινότητα, επιστροφή για λίγο στα Γιάννινα και τέλος ο διορισμός του ως καθηγητή της γαλλικής το 1930 στο Γυμνάσιο του Κιλκίς όπου αρρωσταίνει από τύφο για να πεθάνει το 1931 στην Αθήνα. Καρυωτάκης-Παλαμάς είναι οι ποιητές που θα τον επηρεάσουν βαθιά.
Η Πρέβεζα του Ελιγιά είναι το Κιλκίς. Αλλά όπως επισημαίνει και ο μελετητής του «παρατηρείται στο σύνολο του έργου του μια υβριδικότητα που δεν μας επιτρέπει να τον κατατάξουμε σε συγκεκριμένη σχολή. Ο Ελιγιά κινείται μέσα σε ποικίλες λογοτεχνικές παραδόσεις και δεν διστάζει να χρησιμοποιεί ό,τι του είναι κάθε φορά προσφορότερο…». Προχωρεί όμως ο Λ. Ναρ και σε μια ιδιαίτερα σημαντική επισήμανση: «Ο Ελιγιά, συμβάλλοντας στην ανανέωση της ποιητικής παράδοσης που επιχειρήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’20, ήταν σίγουρα ένας ποιητής με δική του προσωπικότητα που η κριτική δεν τον αγνόησε. Οι κριτικοί όμως δεν τόνισαν τις ποικίλες αντινομίες που χαρακτηρίζουν το έργο του [λυρισμός-καταγγελία, εξομολόγηση-κραυγή, αθωότητα-υποψία, τρυφερότητα- (αυτο)σαρκασμός] που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Επιχειρώντας μια συνολική αποτίμηση θα λέγαμε ότι ο Ελιγιά δεν βρίσκεται στην αιχμή των λογοτεχνικών ρήξεων, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μείζων ποιητής - ποιητής του κανόνα, αλλά οπωσδήποτε διεκδικεί με αξιώσεις τα μέγιστα του ήσσονος». Το αναμφισβήτητα όμως μοναδικό -και ανεπανάληπτο έως σήμερα- στον Ελιγιά είναι ότι κατάφερε με το έργο του να υπογραμμίσει τη διαλεκτική και συχνά αντιφατική σχέση ελληνισμού και εβραϊσμού, ενσωματώνοντας στο έργο του τον βιβλικό τόνο, συχνά ανάμεικτο «μ’ ένα στοιχείο ερωτισμού και ειδυλλιακής φυσιολατρίας».
Ετσι το βιβλικό στοιχείο, εξακολουθητικά παρόν στην ποίησή του αλλά και οι μεταφράσεις του από τα εβραϊκά κλασικά κείμενα αποτελούν τις γέφυρες ανάμεσα στην ελληνική διάνοια και το εβραϊκό πνεύμα, σύνδεσμος όχι συνηθισμένος «μεταξύ της ελληνικής ευρυθμίας και της βιβλικής μεγαλοπρέπειας», όπως θα γράψει ο Κ. Παλαμάς. Την πρωτοτυπία της σύζευξης θα επισημάνουν και ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Γρ. Ξενόπουλος.
Ιδιαίτερα σημαντικός, όμως, ως προς το λογοτεχνικό προφίλ του Γιωσέφ Ελιγιά, είναι και ο δεύτερος τόμος των ΑΠΑΝΤΩΝ του που περιλαμβάνει μεταφράσεις του λογοτεχνικών έργων σύγχρονων Εβραίων δημιουργών. Εν κατακλείδι η καλαίσθητη δίτομη έκδοση των ΑΠΑΝΤΩΝ του Γιωσέφ Ελιγιά είναι μια σοβαρή ανάδειξη της πολύπλευρης προσωπικότητάς του ως λογοτέχνη, ως μεταφραστή και ως διανοητή.
No comments:
Post a Comment