- Παπίδας Παναγιώτης, Η ΑΥΓΗ: 03/10/2010
Ο Φρανκ Κερμόντ, που πέθανε στις 17 Αυγούστου σε ηλικία 91 χρονών, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους κριτικούς και θεωρητικούς της αγγλικής λογοτεχνίας. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, το Καίμπριτζ, το Χάρβαρντ και το Κολούμπια, ενώ ήταν συνιδρυτής του London Review of Books. Εξέδωσε δεκάδες βιβλία, με θέματα που αναφέρονται στον Σαίξπηρ, τον Τζων Νταν, τον Ε.Μ. Φόρστερ, την αναγεννησιακή λογοτεχνία, ζητήματα θεωρίας της μυθοπλασίας και της ποίησης.
Στη διδασκαλία και το κριτικό έργο του ανοίχτηκε στη γαλλική θεωρία της λογοτεχνίας, διατηρώντας όμως πάντοτε μια απόσταση από τα αφηρημένα θεωρητικά σχήματα. Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από τα άρθρα της Dinah Birch, καθηγήτριας της αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ (The Times Literary Supplement, 3.2.2010), της Elisabeth Sifton, επιμελήτριας εκδόσεων (The Paris Review, 7.9.2010) και του James Wood, κριτικού λογοτεχνίας και συγγραφέα (London Review of Books, 23.9.2010), που δίνουν μια εικόνα για τη ζωή και το έργο αυτού του --σημαντικού και σχεδόν άγνωστου στην Ελλάδα-- θεωρητικού της λογοτεχνίας.
Η αρχή της δεκαετίας του 1980 ήταν εξάλλου μια εποχή που η κριτική και η θεωρία της λογοτεχνίας έμοιαζε να έχει εξαιρετική σημασία. Παρά το γεγονός ότι, κατά κοινή ομολογία, είχαν σχηματιστεί δύο στρατόπεδα, η θεωρία από τη μια πλευρά και η κριτική από την άλλη, ο διψασμένος για γνώση φοιτητής ένοιωθε την ανάγκη να τα διαβάσει όλα, το Blindness and Insight αλλά και το The Force of Poetry, να ακούσει τον ψίθυρο της γλώσσας ακόμη και μέσα στον πύργο του Κυανοπώγωνα. Σε ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον η σημασία του Φρανκ Κερμόντ ήταν τεράστια, ακριβώς επειδή ο ίδιος ήταν σαν ένας πατέρας που δεν σταμάτησε να αλλάζει. Είχα μεγαλώσει μαζί του: στα σχολικά μου χρόνια ήταν εκείνος που με εισήγαγε στην Τρικυμία της εκδοτικής σειράς The Arden Shakespeare, και οι δικές του διαυγείς κριτικές (πόσο λιγότερο δογματικές από ό,τι εκείνες του προτεστάντη Λήβις!) έλαμπαν στο οπισθόφυλλο των καινούργιων μυθιστορημάτων.
Όταν όμως μπήκα στο πανεπιστήμιο, συνειδητοποίησα με ανακούφιση πως ο Κερμόντ δεν ήταν πια ο κριτικός που ξέραμε τη δεκαετία του 1950· η θεωρία, η αφηγηματολογία και η θεολογία είχαν αφήσει τα ίχνη τους στο έργο του, και ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να μοιάσει στους μειλίχιους άγγλους ξενοδόχους που φιλοξενούσαν τις οικογένειες των στρατιωτών την εποχή του Πολέμου. Σε έκανε σχεδόν να αισθάνεσαι πατριωτισμό, γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους βρετανούς κριτικούς λογοτεχνίας της γενιάς του που μπορούσε να συναγωνιστεί τους αμερικανούς και ευρωπαίους κριτικούς στο επίπεδο της πνευματικής λεπτότητας. Επιπλέον, και αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο, προσέγγιζε τα κείμενα ως προϊόντα μιας βούλησης, ως εμπρόθετες δομές, που προέρχονταν από πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους (ο Ραίυμοντ Γουίλλιαμς, ένας εξίσου βαθύς αναλυτής, έμοιαζε πάντα να προσεγγίζει τα κείμενα από μια εξωτερική αφετηρία). Γι’ αυτό το όψιμο βιβλίο του Shakespeare’s Language είναι τόσο καλό· δεν φοβάται να μιλήσει για τα συγγραφικά «τρυκ» του Σαίξπηρ, για παράδειγμα.
Όταν ήμουν νέος, υπήρχαν δύο εξαιρετικοί κριτικοί, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά με βαθιά κατανόηση ο ένας για τον άλλο, που διάβαζαν τη λογοτεχνία με αυτό τον τρόπο, από το εσωτερικό: ο Κερμόντ και ο πολυπράγμων άνθρωπος των γραμμάτων Β. Σ. Πρίτσετ (V.S. Pritchett). Ο Κερμόντ ήταν ο ακαδημαϊκός και ο Πρίτσετ ο τεχνίτης, αλλά και οι δύο στοχάζονταν εντασσόμενοι σε μια μακρά παράδοση και είχαν ένα γνήσιο συγγραφικό ενδιαφέρον για την πορεία της σύγχρονης πεζογραφίας. Από την άποψη αυτή το The Sense of an Ending είναι το πιο κομβικό βιβλίο του Κερμόντ, αφού για τα επόμενα σαράντα χρόνια δεν σταμάτησε να επιστρέφει στα ερωτήματα που τέθηκαν εκεί. Τα ερωτήματα αυτά είχαν ως αφετηρία τις καινούργιες θεωρητικές αναζητήσεις αλλά και το σύγχρονο μυθιστόρημα -- όχι μόνο το nouveau roman, αλλά και τα αγγλόφωνα έργα που εξακολουθούσαν να τον συναρπάζουν (Μύριελ Σπαρκ, Χένρυ Γκρην, Μπέκετ, Μπ. Σ. Τζόνσον, Μπέρτζες).
Είναι εντυπωσιακή η αποφασιστικότητα με την οποία, από πολύ νωρίς, ο Κερμόντ βρήκε μια μέση οδό ανάμεσα στον φορμαλιστικό σκεπτικισμό του Μπαρτ και του Ρομπ-Γκριγιέ αφενός, και στον «αφελή» ουμανισμό της αγγλικής παράδοσης αφετέρου. Σε αδρές γραμμές, ο Κερμόντ έβλεπε πως ο Μπαρτ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο ρεαλισμός λειτουργεί ως ένας κώδικας, ως ένα πανούργο τεχνούργημα, ως ένα ιδεολόγημα αληθοφάνειας (μια μυθοπλασία που δεν μεταβάλλεται, γράφει ο Κερμόντ, ακινητοποιείται και γίνεται μύθος)· αλλά ο ρεαλιστής Κερμόντ επέμενε επίσης πως η μυθοπλασία έχει τη δυνατότητα να είναι κάτι περισσότερο από τον εαυτό της, ήθελε να υπερασπιστεί την υπονομευμένη αλλά νικηφόρα προσπάθεια της πεζογραφίας να περιγράψει τον κόσμο (αυτό που ο Ίαν Βατ αποκαλούσε «κυριολεκτούσα φαντασία»). Με το υπέροχο ύφος του, γράφει πως αν οι μορφές της μυθοπλασίας παρουσιαστούν με παράλογα, ψεύτικα σχήματα, ο αναγνώστης θα τις απορρίψει· αλλά οι μορφές αυτές αλλάζουν μαζί μας, και κάθε αναγνωστική ή συγγραφική πράξη δεν είναι παρά μια σιωπηρή αποδοχή αυτών των μορφών. Παρότι καταστρέφουν την αθωότητά μας, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου πως το αθώο μάτι είναι τυφλό. Παρότι μας κάνουν να νιώθουμε ένοχοι, μας επιτρέπουν, με έναν απαράμιλλο τρόπο, να υποτάξουμε, όπως πρέπει να κάνουμε, τη φαινομενικότητα των πραγμάτων στις επιθυμίες του πνεύματος.
Αντί της γαλλικής επανάστασης, ο Κερμόντ πρότεινε τον αγγλικό συμβιβασμό· η αλλαγή δεν σταματάει ποτέ, και το μυθιστόρημα μπορεί να περιλαμβάνει μέσα στις παραδόσεις και τις κληρονομιές του χιλιάδες μικρές επαναστάσεις. Όπως γράφει, είναι πιθανό να εμφανιστεί ένας «παραδοσιακός» συγγραφέας που θα απορρίψει το πρωτοποριακό αντιμυθιστόρημα, «και όμως θα έχει τη δύναμη να επιφέρει τόσες θεμελιώδεις και τόσο βαθιές αλλαγές, που καμιά διακήρυξη και καμιά μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να προκαλέσει».
Δεν σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει αυτή τη θέση, και επέστρεψε σε αυτήν στο The Art of Telling, και προς το τέλος της ζωής του, στα έργα του για τον Φορντ Μάντοξ Φορντ και τον Ε.Μ. Φόρστερ. Φιλοδοξούσε να επεκτείνει χρονολογικά αυτή τη γαλλική διαμάχη των μέσων του 20ού αιώνα, ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους αντιρεαλιστές, ώστε να συμπεριλάβει και τον μοντερνισμό. Ήταν σαν να αναζητούσε τους μοντερνιστές προδρόμους της Ναταλί Σαρρότ και του Ρομπ-Γκριγιέ, αφού δεν μπορούσε να βρει σημαντικά παραδείγματα μεταμοντέρνου μυθιστορήματος στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Και δικαίως τους βρήκε στον Φορντ Μάντοξ Φορντ και τον Τζόζεφ Κόνραντ, στον θεωρητικό και πρακτικό τους πειραματισμό με τη μορφή και το περιεχόμενο. Θα μπορούσε να στραφεί ακόμα πιο πίσω: μια εκδοχή αυτής της ένοχης κληρονομιάς είναι η απόσταση του Χένρυ Τζαίημς από τον Φλωμπέρ (ο Φλωμπέρ ως ο αψεγάδιαστος, ψυχρός φορμαλιστής, ο Τζαίημς ως ο πιο θερμός εστέτ-ρεαλιστής-ηθικολόγος).
Η ίδια γραμμή σκέψης αναφαίνεται στο μίσος του Ναμπόκοφ για την αταξία της γραφής του Ντοστογιέφσκι, και επιβιώνει στις σημερινές διαμάχες ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους αντιρεαλιστές (το C του Tom McCarthy, που ήταν υποψήφιο για Μπούκερ, δεν μπορεί να είναι όσο ριζοσπαστικό φιλοδοξεί να είναι, διότι δεν προσφέρει καμιά μορφική καινοτομία σε σχέση με τις παραδοσιακές γραμματικές του ρεαλισμού). Τον περασμένο χρόνο, ο Ορχάν Παμούκ, στις Norton Lectures στο Χάρβαρντ, χρησιμοποίησε τους όρους του Σίλλερ για να υποστηρίξει πως ο συγγραφέας οφείλει να είναι τόσο αφελής όσο και συναισθηματικός, τόσο παραδοσιακός όσο και ριζοσπάστης: πρέπει να διατηρεί την αφελή πεποίθηση πως περιγράφει τον κόσμο, και συγχρόνως να έχει τη συναισθηματική αυτοσυνείδηση που του επιτρέπει να κατανοήσει πώς λειτουργεί αυτή η περιγραφή -- με τα λόγια του Κερμόντ, ο συγγραφέας πρέπει να είναι συγχρόνως αθώος και ένοχος.
Όπως όλοι, πίστευα και εγώ πως αυτός ο πατέρας που άλλαζε διαρκώς θα συνέχιζε να υπάρχει για πάντα.
Μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης
Τι ήταν λοιπόν ο Κερμόντ; Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από καθηγητής της λογοτεχνίας, όσο υψηλό και συναρπαστικό περιεχόμενο κι αν προσδώσουμε στον τίτλο αυτό. Αν μη τι άλλο, αγνόησε τα καθιερωμένα ακαδημαϊκά σύνορα, διδάσκοντας και γράφοντας για τη λογοτεχνία από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι τις μέρες μας -- για το θέατρο, το μυθιστόρημα, την επιστολογραφία, τα θρησκευτικά κείμενα, την ποίηση. Ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η κριτική διαφόρων ειδών, πώς οι αναγνώστες και οι συγγραφείς καινοτόμησαν ή έμειναν πιστοί στην παράδοση· μας μύησε στις στρατηγικές που έχουμε στη διάθεσή μας για να κατανοήσουμε τι ήθελε να πουν ο συγγραφέας ενός ποιήματος ή πεζού -- wie es eigentlich gemeint (όπως ακριβώς το εννοούσε), για να παραφράσουμε τον μεγάλο Λέοπολντ φον Ράνκε. Και μας χάρισε εμπνευσμένες κρίσεις όσον αφορά τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα, παλιά και νεότερα, βοηθώντας μας να αντιληφθούμε την εκπληκτική τους ομορφιά, την οποία εκείνος λάτρευε.
Φρανκ Κερμόντ: ανάμεσα στον φορμαλιστικό σκεπτικισμό και τον «αφελή» ουμανισμό
- Του Τζαίημς Γουντ, Η ΑΥΓΗ: 03/10/2010
Η αρχή της δεκαετίας του 1980 ήταν εξάλλου μια εποχή που η κριτική και η θεωρία της λογοτεχνίας έμοιαζε να έχει εξαιρετική σημασία. Παρά το γεγονός ότι, κατά κοινή ομολογία, είχαν σχηματιστεί δύο στρατόπεδα, η θεωρία από τη μια πλευρά και η κριτική από την άλλη, ο διψασμένος για γνώση φοιτητής ένοιωθε την ανάγκη να τα διαβάσει όλα, το Blindness and Insight αλλά και το The Force of Poetry, να ακούσει τον ψίθυρο της γλώσσας ακόμη και μέσα στον πύργο του Κυανοπώγωνα. Σε ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον η σημασία του Φρανκ Κερμόντ ήταν τεράστια, ακριβώς επειδή ο ίδιος ήταν σαν ένας πατέρας που δεν σταμάτησε να αλλάζει. Είχα μεγαλώσει μαζί του: στα σχολικά μου χρόνια ήταν εκείνος που με εισήγαγε στην Τρικυμία της εκδοτικής σειράς The Arden Shakespeare, και οι δικές του διαυγείς κριτικές (πόσο λιγότερο δογματικές από ό,τι εκείνες του προτεστάντη Λήβις!) έλαμπαν στο οπισθόφυλλο των καινούργιων μυθιστορημάτων.
Όταν όμως μπήκα στο πανεπιστήμιο, συνειδητοποίησα με ανακούφιση πως ο Κερμόντ δεν ήταν πια ο κριτικός που ξέραμε τη δεκαετία του 1950· η θεωρία, η αφηγηματολογία και η θεολογία είχαν αφήσει τα ίχνη τους στο έργο του, και ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να μοιάσει στους μειλίχιους άγγλους ξενοδόχους που φιλοξενούσαν τις οικογένειες των στρατιωτών την εποχή του Πολέμου. Σε έκανε σχεδόν να αισθάνεσαι πατριωτισμό, γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους βρετανούς κριτικούς λογοτεχνίας της γενιάς του που μπορούσε να συναγωνιστεί τους αμερικανούς και ευρωπαίους κριτικούς στο επίπεδο της πνευματικής λεπτότητας. Επιπλέον, και αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο, προσέγγιζε τα κείμενα ως προϊόντα μιας βούλησης, ως εμπρόθετες δομές, που προέρχονταν από πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους (ο Ραίυμοντ Γουίλλιαμς, ένας εξίσου βαθύς αναλυτής, έμοιαζε πάντα να προσεγγίζει τα κείμενα από μια εξωτερική αφετηρία). Γι’ αυτό το όψιμο βιβλίο του Shakespeare’s Language είναι τόσο καλό· δεν φοβάται να μιλήσει για τα συγγραφικά «τρυκ» του Σαίξπηρ, για παράδειγμα.
Όταν ήμουν νέος, υπήρχαν δύο εξαιρετικοί κριτικοί, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά με βαθιά κατανόηση ο ένας για τον άλλο, που διάβαζαν τη λογοτεχνία με αυτό τον τρόπο, από το εσωτερικό: ο Κερμόντ και ο πολυπράγμων άνθρωπος των γραμμάτων Β. Σ. Πρίτσετ (V.S. Pritchett). Ο Κερμόντ ήταν ο ακαδημαϊκός και ο Πρίτσετ ο τεχνίτης, αλλά και οι δύο στοχάζονταν εντασσόμενοι σε μια μακρά παράδοση και είχαν ένα γνήσιο συγγραφικό ενδιαφέρον για την πορεία της σύγχρονης πεζογραφίας. Από την άποψη αυτή το The Sense of an Ending είναι το πιο κομβικό βιβλίο του Κερμόντ, αφού για τα επόμενα σαράντα χρόνια δεν σταμάτησε να επιστρέφει στα ερωτήματα που τέθηκαν εκεί. Τα ερωτήματα αυτά είχαν ως αφετηρία τις καινούργιες θεωρητικές αναζητήσεις αλλά και το σύγχρονο μυθιστόρημα -- όχι μόνο το nouveau roman, αλλά και τα αγγλόφωνα έργα που εξακολουθούσαν να τον συναρπάζουν (Μύριελ Σπαρκ, Χένρυ Γκρην, Μπέκετ, Μπ. Σ. Τζόνσον, Μπέρτζες).
Είναι εντυπωσιακή η αποφασιστικότητα με την οποία, από πολύ νωρίς, ο Κερμόντ βρήκε μια μέση οδό ανάμεσα στον φορμαλιστικό σκεπτικισμό του Μπαρτ και του Ρομπ-Γκριγιέ αφενός, και στον «αφελή» ουμανισμό της αγγλικής παράδοσης αφετέρου. Σε αδρές γραμμές, ο Κερμόντ έβλεπε πως ο Μπαρτ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο ρεαλισμός λειτουργεί ως ένας κώδικας, ως ένα πανούργο τεχνούργημα, ως ένα ιδεολόγημα αληθοφάνειας (μια μυθοπλασία που δεν μεταβάλλεται, γράφει ο Κερμόντ, ακινητοποιείται και γίνεται μύθος)· αλλά ο ρεαλιστής Κερμόντ επέμενε επίσης πως η μυθοπλασία έχει τη δυνατότητα να είναι κάτι περισσότερο από τον εαυτό της, ήθελε να υπερασπιστεί την υπονομευμένη αλλά νικηφόρα προσπάθεια της πεζογραφίας να περιγράψει τον κόσμο (αυτό που ο Ίαν Βατ αποκαλούσε «κυριολεκτούσα φαντασία»). Με το υπέροχο ύφος του, γράφει πως αν οι μορφές της μυθοπλασίας παρουσιαστούν με παράλογα, ψεύτικα σχήματα, ο αναγνώστης θα τις απορρίψει· αλλά οι μορφές αυτές αλλάζουν μαζί μας, και κάθε αναγνωστική ή συγγραφική πράξη δεν είναι παρά μια σιωπηρή αποδοχή αυτών των μορφών. Παρότι καταστρέφουν την αθωότητά μας, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου πως το αθώο μάτι είναι τυφλό. Παρότι μας κάνουν να νιώθουμε ένοχοι, μας επιτρέπουν, με έναν απαράμιλλο τρόπο, να υποτάξουμε, όπως πρέπει να κάνουμε, τη φαινομενικότητα των πραγμάτων στις επιθυμίες του πνεύματος.
Αντί της γαλλικής επανάστασης, ο Κερμόντ πρότεινε τον αγγλικό συμβιβασμό· η αλλαγή δεν σταματάει ποτέ, και το μυθιστόρημα μπορεί να περιλαμβάνει μέσα στις παραδόσεις και τις κληρονομιές του χιλιάδες μικρές επαναστάσεις. Όπως γράφει, είναι πιθανό να εμφανιστεί ένας «παραδοσιακός» συγγραφέας που θα απορρίψει το πρωτοποριακό αντιμυθιστόρημα, «και όμως θα έχει τη δύναμη να επιφέρει τόσες θεμελιώδεις και τόσο βαθιές αλλαγές, που καμιά διακήρυξη και καμιά μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να προκαλέσει».
Δεν σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει αυτή τη θέση, και επέστρεψε σε αυτήν στο The Art of Telling, και προς το τέλος της ζωής του, στα έργα του για τον Φορντ Μάντοξ Φορντ και τον Ε.Μ. Φόρστερ. Φιλοδοξούσε να επεκτείνει χρονολογικά αυτή τη γαλλική διαμάχη των μέσων του 20ού αιώνα, ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους αντιρεαλιστές, ώστε να συμπεριλάβει και τον μοντερνισμό. Ήταν σαν να αναζητούσε τους μοντερνιστές προδρόμους της Ναταλί Σαρρότ και του Ρομπ-Γκριγιέ, αφού δεν μπορούσε να βρει σημαντικά παραδείγματα μεταμοντέρνου μυθιστορήματος στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Και δικαίως τους βρήκε στον Φορντ Μάντοξ Φορντ και τον Τζόζεφ Κόνραντ, στον θεωρητικό και πρακτικό τους πειραματισμό με τη μορφή και το περιεχόμενο. Θα μπορούσε να στραφεί ακόμα πιο πίσω: μια εκδοχή αυτής της ένοχης κληρονομιάς είναι η απόσταση του Χένρυ Τζαίημς από τον Φλωμπέρ (ο Φλωμπέρ ως ο αψεγάδιαστος, ψυχρός φορμαλιστής, ο Τζαίημς ως ο πιο θερμός εστέτ-ρεαλιστής-ηθικολόγος).
Η ίδια γραμμή σκέψης αναφαίνεται στο μίσος του Ναμπόκοφ για την αταξία της γραφής του Ντοστογιέφσκι, και επιβιώνει στις σημερινές διαμάχες ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους αντιρεαλιστές (το C του Tom McCarthy, που ήταν υποψήφιο για Μπούκερ, δεν μπορεί να είναι όσο ριζοσπαστικό φιλοδοξεί να είναι, διότι δεν προσφέρει καμιά μορφική καινοτομία σε σχέση με τις παραδοσιακές γραμματικές του ρεαλισμού). Τον περασμένο χρόνο, ο Ορχάν Παμούκ, στις Norton Lectures στο Χάρβαρντ, χρησιμοποίησε τους όρους του Σίλλερ για να υποστηρίξει πως ο συγγραφέας οφείλει να είναι τόσο αφελής όσο και συναισθηματικός, τόσο παραδοσιακός όσο και ριζοσπάστης: πρέπει να διατηρεί την αφελή πεποίθηση πως περιγράφει τον κόσμο, και συγχρόνως να έχει τη συναισθηματική αυτοσυνείδηση που του επιτρέπει να κατανοήσει πώς λειτουργεί αυτή η περιγραφή -- με τα λόγια του Κερμόντ, ο συγγραφέας πρέπει να είναι συγχρόνως αθώος και ένοχος.
Όπως όλοι, πίστευα και εγώ πως αυτός ο πατέρας που άλλαζε διαρκώς θα συνέχιζε να υπάρχει για πάντα.
Μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης
Φρανκ Κερμόντ: εις μνήμην
- Της Ελίζαμπεθ Σίφτον, Η ΑΥΓΗ: 03/10/2010
Τι ήταν λοιπόν ο Κερμόντ; Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από καθηγητής της λογοτεχνίας, όσο υψηλό και συναρπαστικό περιεχόμενο κι αν προσδώσουμε στον τίτλο αυτό. Αν μη τι άλλο, αγνόησε τα καθιερωμένα ακαδημαϊκά σύνορα, διδάσκοντας και γράφοντας για τη λογοτεχνία από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι τις μέρες μας -- για το θέατρο, το μυθιστόρημα, την επιστολογραφία, τα θρησκευτικά κείμενα, την ποίηση. Ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η κριτική διαφόρων ειδών, πώς οι αναγνώστες και οι συγγραφείς καινοτόμησαν ή έμειναν πιστοί στην παράδοση· μας μύησε στις στρατηγικές που έχουμε στη διάθεσή μας για να κατανοήσουμε τι ήθελε να πουν ο συγγραφέας ενός ποιήματος ή πεζού -- wie es eigentlich gemeint (όπως ακριβώς το εννοούσε), για να παραφράσουμε τον μεγάλο Λέοπολντ φον Ράνκε. Και μας χάρισε εμπνευσμένες κρίσεις όσον αφορά τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα, παλιά και νεότερα, βοηθώντας μας να αντιληφθούμε την εκπληκτική τους ομορφιά, την οποία εκείνος λάτρευε.
Το θαύμα του Φρανκ Κερμόντ
- Της Ντάινα Μπερτς, Η ΑΥΓΗ: 03/10/2010
Η σταδιοδρομία του σερ Φρανκ Κερμόντ έχει κάτι το θαυμαστό. Έχει εκδώσει περισσότερα από σαράντα βιβλία, από τότε που άρχισε να δημοσιεύει στη δεκαετία του 1950, καθώς και αναρίθμητα άρθρα και βιβλιοκρισίες. Υπηρέτησε σε σημαντικές πανεπιστημιακές θέσεις σε ολόκληρη τη Βρετανία, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η θητεία του ως καθηγητή της αγγλικής φιλολογίας στο Καίμπριτζ. Η παραγωγικότητά του δεν ελαττώθηκε καθόλου μετά τη συνταξιοδότησή του. Το 2009 εξέδωσε δυο νέα έργα, μια στοχαστική μελέτη για τον Ε.Μ. Φόρστερ και το Bury Place Papers, μια επιλογή ορισμένων από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα που έγραψε για το London Review of Books. Η βαθιά καλλιέργεια και το οξυδερκές βλέμμα του δεν έχουν χάσει τίποτα από την αρχική τους ορμή.
Παρά τις τιμητικές διακρίσεις, δεν είναι εύκολο να σχηματοποιήσει κανείς τη συμβολή του Κερμόντ στην κουλτούρα της λογοτεχνίας. Η γραφή του χαρακτηρίζεται μάλλον από μια ιδιάζουσα ευστροφία παρά από πολεμικό πνεύμα, και δεν συγκροτήθηκε ποτέ μια διακριτή σχολή που θα ακολουθούσε το παράδειγμά του. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή το κριτικό του έργο είναι αδιάφορο. Το ύφος του συχνά μοιάζει να βράζει από εχθρότητα ή να λάμπει από θαυμασμό. Και δεν φοβήθηκε ποτέ τους καβγάδες. Έπαιξε σημαίνοντα ρόλο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στις διαμάχες που σημάδεψαν τη διάσπαση του τμήματος αγγλικής φιλολογίας του Καίμπριτζ, με επίδικο ζήτημα τη θεωρία της λογοτεχνίας.
Ο Κερμόντ υπερασπίστηκε τον Κόλιν ΜακΚαίημπ, έναν νεαρό θεωρητικό στον οποίο συντηρητικοί αρνήθηκαν την ακαδημαϊκή εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά, αρνήθηκε να υιοθετήσει μια θεωρητική προσέγγιση της λογοτεχνίας, είτε γενικά είτε στο επίπεδο του συγκεκριμένου. Είναι ένας ερμηνευτής, και όχι ο κήρυκας κάποιου καινούργιου ευαγγελίου. Σε ένα από τα πιο διεισδυτικά του βιβλία, το The Genesis of Secrecy (1979), μιλά για τον Ερμή, τον προστάτη θεό της ερμηνευτικής: «Είναι ο θεός του ενδιάμεσου: ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, αλλά και ανάμεσα στο κρυφό και το φανερό, […] ανάμεσα στο κείμενο και τις θνητές γενεές των αναγνωστών του». Το πνεύμα του Ερμή, οξυδερκές και απόκρυφο, δεν έλειψε ποτέ από το έργο του Κερμόντ. […]
Η μελέτη της πορείας του Κερμόντ είναι πολύ διδακτική για τους κριτικούς που νιώθουν την ίδια αφοσίωση στη λογοτεχνία. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί πως η ίδια η φύση του επιτεύγματός του είναι από μόνη της ένα ιδανικό. Να γράφει κανείς έναν ποταμό βιβλίων και άρθρων που διερευνούν το λογοτεχνικό μεγαλείο χωρίς ενοχές, χωρίς καμιά φανερή έγνοια για τη διεπιστημονικότητα, χωρίς μεγαλεπήβολα θεωρητικά σχήματα, έξω από τα συλλογικά εγχειρήματα, και χωρίς κανένα άγχος για την αποτελεσματικότητα του έργου αυτού όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όλα αυτά μοιάζουν να αντιπροσωπεύουν ένα χαμένο ιδανικό πνευματικής ελευθερίας. Αυτό είναι ίσως αλήθεια. Και όμως η πορεία του Κερμόντ δεν ήταν εύκολη, και οι επόμενες γενιές μάλλον δεν θα μάθουν ποτέ πόσες μάχες χρειάστηκε να δώσει· μερικές από αυτές άλλωστε τις έδωσε υπηρετώντας στο Βασιλικό Ναυτικό την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο φόβος ενός νεαρού ακαδημαϊκού μήπως τιναχτούν στον αέρα τα σχέδιά του με μια αρνητική κρίση από το πανεπιστημιακό του περιβάλλον δεν είναι βέβαια ασήμαντος, όμως ο Κερμόντ και οι συστρατιώτες του είχαν πιο άμεσους κινδύνους να αντιμετωπίσουν. Και εδώ οι ανοιχτοί ορίζοντες της σκέψης του Κερμόντ μπορούν να δώσουν κουράγιο. Στο The Sense of an Ending (1967), το βιβλίο που, από ό,τι φαίνεται, θα αντέξει περισσότερο στο χρόνο, ο Κερμόντ παρατηρεί τα εξής: «Φαίνεται πως όποτε σκέφτεται κανείς το μέλλον, αναπόφευκτα φαντασιώνεται ότι η δική του εποχή διατηρεί μια προνομιακή σχέση με αυτό το μέλλον. […] Υποθέτουμε πως η κρίση της εποχής μας είναι η πιο σημαντική, η πιο ανησυχητική, η πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις άλλες». Το να σκεφτόμαστε ότι η δική μας κατάσταση είναι η φοβερότερη που υπήρξε ποτέ αποτελεί βέβαια μια κοινότοπη σκέψη. Αυτή η αποκαλυπτική φαντασίωση μας επιτρέπει να δίνουμε νόημα στη ζωή μας, και ακόμη να της αποδίδουμε μια προνομιακή σημασία.
Είναι όμως δυνατό να συμβαίνει αυτό; Δεν είναι και πολύ σίγουρο πως η κρίση της εποχής μας, ή η σχέση μας με το παρελθόν, μας διαφοροποιούν τόσο πολύ από τους προγενέστερους. Πολλοί από αυτούς ένιωθαν ακριβώς όπως εμείς. Και αν τα γεγονότα μοιάζουν να μας δικαιώνουν, δικαίωναν εξίσου και εκείνους. Ίσως έχουμε το δυσμενές προνόμιο πως είμαστε ζωντανοί και πρόκειται να πεθάνουμε, όλοι μαζί ή ο καθένας μόνος του. Και άλλοι άνθρωποι όμως το ένιωσαν αυτό και βρήκαν τρόπο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με εικόνες αλλιώτικες από τις δικές μας. Είναι μια σιωπηρή αλλά εύγλωττη υπενθύμιση πως πρέπει να μελετάμε τη λογοτεχνία του παρελθόντος, είτε έχουμε κρατική χρηματοδότηση για τις έρευνές μας είτε όχι. Για τον Κερμόντ η βάση της δουλειάς του κριτικού είναι η διεργασία της επαρκούς ανάγνωσης, που συνιστά ένα προσκλητήριο σε υπομονή και αφοσίωση, και όχι μια ιεραποστολική κλήση.
Θα ήταν όμορφο να σκεφτούμε πως τα ευγενικά λόγια με τα οποία αποχαιρέτησε τον Ουίλλιαμ Έμπσον, τον κριτικό που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στάθηκε ίσος και αντίπαλός του, αποτελούν ένα σχόλιο και για τη δική του ζωή: «Απολάμβανε τη ζωή, διατηρώντας όμως την ικανότητά του να εργάζεται σκληρά και αποδοτικά· δεν ήταν αλαζόνας, είχε όμως συνείδηση των πραγματικά εξαιρετικών του ικανοτήτων». Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορέσαμε να επωφεληθούμε από τις ικανότητές του, τόσα πολλά χρόνια, και που παραμένουν ακόμη ακατάβλητες.
Παρά τις τιμητικές διακρίσεις, δεν είναι εύκολο να σχηματοποιήσει κανείς τη συμβολή του Κερμόντ στην κουλτούρα της λογοτεχνίας. Η γραφή του χαρακτηρίζεται μάλλον από μια ιδιάζουσα ευστροφία παρά από πολεμικό πνεύμα, και δεν συγκροτήθηκε ποτέ μια διακριτή σχολή που θα ακολουθούσε το παράδειγμά του. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή το κριτικό του έργο είναι αδιάφορο. Το ύφος του συχνά μοιάζει να βράζει από εχθρότητα ή να λάμπει από θαυμασμό. Και δεν φοβήθηκε ποτέ τους καβγάδες. Έπαιξε σημαίνοντα ρόλο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στις διαμάχες που σημάδεψαν τη διάσπαση του τμήματος αγγλικής φιλολογίας του Καίμπριτζ, με επίδικο ζήτημα τη θεωρία της λογοτεχνίας.
Ο Κερμόντ υπερασπίστηκε τον Κόλιν ΜακΚαίημπ, έναν νεαρό θεωρητικό στον οποίο συντηρητικοί αρνήθηκαν την ακαδημαϊκή εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά, αρνήθηκε να υιοθετήσει μια θεωρητική προσέγγιση της λογοτεχνίας, είτε γενικά είτε στο επίπεδο του συγκεκριμένου. Είναι ένας ερμηνευτής, και όχι ο κήρυκας κάποιου καινούργιου ευαγγελίου. Σε ένα από τα πιο διεισδυτικά του βιβλία, το The Genesis of Secrecy (1979), μιλά για τον Ερμή, τον προστάτη θεό της ερμηνευτικής: «Είναι ο θεός του ενδιάμεσου: ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, αλλά και ανάμεσα στο κρυφό και το φανερό, […] ανάμεσα στο κείμενο και τις θνητές γενεές των αναγνωστών του». Το πνεύμα του Ερμή, οξυδερκές και απόκρυφο, δεν έλειψε ποτέ από το έργο του Κερμόντ. […]
Η μελέτη της πορείας του Κερμόντ είναι πολύ διδακτική για τους κριτικούς που νιώθουν την ίδια αφοσίωση στη λογοτεχνία. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί πως η ίδια η φύση του επιτεύγματός του είναι από μόνη της ένα ιδανικό. Να γράφει κανείς έναν ποταμό βιβλίων και άρθρων που διερευνούν το λογοτεχνικό μεγαλείο χωρίς ενοχές, χωρίς καμιά φανερή έγνοια για τη διεπιστημονικότητα, χωρίς μεγαλεπήβολα θεωρητικά σχήματα, έξω από τα συλλογικά εγχειρήματα, και χωρίς κανένα άγχος για την αποτελεσματικότητα του έργου αυτού όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όλα αυτά μοιάζουν να αντιπροσωπεύουν ένα χαμένο ιδανικό πνευματικής ελευθερίας. Αυτό είναι ίσως αλήθεια. Και όμως η πορεία του Κερμόντ δεν ήταν εύκολη, και οι επόμενες γενιές μάλλον δεν θα μάθουν ποτέ πόσες μάχες χρειάστηκε να δώσει· μερικές από αυτές άλλωστε τις έδωσε υπηρετώντας στο Βασιλικό Ναυτικό την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο φόβος ενός νεαρού ακαδημαϊκού μήπως τιναχτούν στον αέρα τα σχέδιά του με μια αρνητική κρίση από το πανεπιστημιακό του περιβάλλον δεν είναι βέβαια ασήμαντος, όμως ο Κερμόντ και οι συστρατιώτες του είχαν πιο άμεσους κινδύνους να αντιμετωπίσουν. Και εδώ οι ανοιχτοί ορίζοντες της σκέψης του Κερμόντ μπορούν να δώσουν κουράγιο. Στο The Sense of an Ending (1967), το βιβλίο που, από ό,τι φαίνεται, θα αντέξει περισσότερο στο χρόνο, ο Κερμόντ παρατηρεί τα εξής: «Φαίνεται πως όποτε σκέφτεται κανείς το μέλλον, αναπόφευκτα φαντασιώνεται ότι η δική του εποχή διατηρεί μια προνομιακή σχέση με αυτό το μέλλον. […] Υποθέτουμε πως η κρίση της εποχής μας είναι η πιο σημαντική, η πιο ανησυχητική, η πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις άλλες». Το να σκεφτόμαστε ότι η δική μας κατάσταση είναι η φοβερότερη που υπήρξε ποτέ αποτελεί βέβαια μια κοινότοπη σκέψη. Αυτή η αποκαλυπτική φαντασίωση μας επιτρέπει να δίνουμε νόημα στη ζωή μας, και ακόμη να της αποδίδουμε μια προνομιακή σημασία.
Είναι όμως δυνατό να συμβαίνει αυτό; Δεν είναι και πολύ σίγουρο πως η κρίση της εποχής μας, ή η σχέση μας με το παρελθόν, μας διαφοροποιούν τόσο πολύ από τους προγενέστερους. Πολλοί από αυτούς ένιωθαν ακριβώς όπως εμείς. Και αν τα γεγονότα μοιάζουν να μας δικαιώνουν, δικαίωναν εξίσου και εκείνους. Ίσως έχουμε το δυσμενές προνόμιο πως είμαστε ζωντανοί και πρόκειται να πεθάνουμε, όλοι μαζί ή ο καθένας μόνος του. Και άλλοι άνθρωποι όμως το ένιωσαν αυτό και βρήκαν τρόπο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με εικόνες αλλιώτικες από τις δικές μας. Είναι μια σιωπηρή αλλά εύγλωττη υπενθύμιση πως πρέπει να μελετάμε τη λογοτεχνία του παρελθόντος, είτε έχουμε κρατική χρηματοδότηση για τις έρευνές μας είτε όχι. Για τον Κερμόντ η βάση της δουλειάς του κριτικού είναι η διεργασία της επαρκούς ανάγνωσης, που συνιστά ένα προσκλητήριο σε υπομονή και αφοσίωση, και όχι μια ιεραποστολική κλήση.
Θα ήταν όμορφο να σκεφτούμε πως τα ευγενικά λόγια με τα οποία αποχαιρέτησε τον Ουίλλιαμ Έμπσον, τον κριτικό που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στάθηκε ίσος και αντίπαλός του, αποτελούν ένα σχόλιο και για τη δική του ζωή: «Απολάμβανε τη ζωή, διατηρώντας όμως την ικανότητά του να εργάζεται σκληρά και αποδοτικά· δεν ήταν αλαζόνας, είχε όμως συνείδηση των πραγματικά εξαιρετικών του ικανοτήτων». Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορέσαμε να επωφεληθούμε από τις ικανότητές του, τόσα πολλά χρόνια, και που παραμένουν ακόμη ακατάβλητες.
No comments:
Post a Comment