- Διαμαντής Αξιώτης
- Λάθος Λύκο
- εκδόσεις Κέδρος
- Αθήνα, σ. 304, ευρώ 15,08
Πρωτοχρονιά 2002, στην πόλη της Καβάλας, που μυθιστορηματικά κρύβεται πίσω από την ψευδεπίγραφη Λυκομήδεια, τελείται ένας ειδεχθής φόνος. Η χρονολογία, με τη συμμετρία των δυαριών της, όσο και το πλαστό όνομα της πόλης, που δείχνει εμπνευσμένο από τον μυθολογικό ήρωα Λυκομήδη και πλασμένο κατά το πρότυπο της γειτονικής Νικομήδειας, έχουν επιλεγεί προς εξυπηρέτηση της αστυνομικής ίντριγκας. Μιας ίντριγκας στημένης με επιτηδειότητα, ώστε, ενώ στο εναρκτήριο κεφάλαιο περιγράφεται η διάπραξη του φόνου με κάθε λεπτομέρεια, οι ταυτότητες του θύματος και του θύτη να συσκοτίζονται, οπότε και τα αίτια του εγκλήματος να λανθάνουν. Πάντως, ως το κατεξοχήν εμπλεκόμενο πρόσωπο ή, όπως είθισται να λέγεται, ως ο υπ' αριθμόν ένα ύποπτος εμφανίζεται ένας άνθρωπος έτοιμος από καιρό να κάνει, όχι έναν φόνο, αλλά σειρά εγκληματικών ενεργειών. Πρόκειται για έναν νεαρό γύρω στα τριάντα, που πάσχει από σχιζοφρενή ψύχωση παρανοειδούς μορφής, σύμφωνα με τη διατύπωση της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε μετά τον φόνο ο νευρολόγος ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε. Χάρη στον νεαρό, η αστυνομική ιστορία θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις καθαρού θρίλερ, όπως συμβαίνει συχνά σε μυθιστορήματα που επικεντρώνονται σε άγρια φονικά, τις περισσότερες φορές, ως συρραφή ή πιστή μεταγραφή της τρέχουσας ειδησεογραφίας.
Στο μυθιστόρημα του Διαμαντή Αξιώτη, ο βασικός ιστός του αστυνομικού είναι ψυχογραφικός, με βαρύνουσα την κοινωνική συνιστώσα. Ο συγγραφέας πολιορκεί ένα εσαεί εκκρεμές ερώτημα, σχετικό με την ανάπτυξη μιας σχιζοφρενούς προσωπικότητας. Εκείνο του βαθμού στον οποίο το περιβάλλον, οικογενειακό και ευρύτερα κοινωνικό, ευνοεί την εκδήλωση των ψυχοπαθητικών συμπτωμάτων. Ωστόσο, η πρωτοτυπία της μυθοπλασίας δεν εντοπίζεται στον συγκεκριμένο τύπο ψυχοπαθούς, ο οποίος, λίγο-πολύ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότοπος, αλλά στον κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο τον τοποθετεί. Κι αυτό, γιατί κατορθώνει τα παθογόνα χαρακτηριστικά να απορρέουν από ενδοοικογενειακά και γηγενή στοιχεία. Πρόκειται για έναν επαρχιακό χώρο γεμάτο οφθαλμοφανείς και συγκαλυμμένες συγκρούσεις, που ξεκινούν από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις και μεταφυσικούς φόβους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο ψυχικά ασθενής ταυτίζεται με το κακό πολύ πριν οδηγηθεί στη διάπραξη οποιασδήποτε εγκληματικής ενέργειας.
Ο ήρωας του Αξιώτη αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους της Λυκομήδειας όμοιους με λύκους. Αυτό καθεαυτό δεν είναι κάτι το καινοφανές. Συχνά χαρακτήρες ευαίσθητοι βλέπουν όσους τους περιβάλλουν σαν αγέλη λύκων, έτοιμη να τους κατασπαράξει. Συν τω χρόνω, όμως, κατορθώνουν να αναπτύξουν άμυνες, οικοδομώντας ένα προστατευτικό υπερεγώ. Αν, μάλιστα, δεν διαθέτουν ηθικής φύσεως αντιστάσεις, ενδέχεται, τελικά, να ενσωματωθούν στην αγέλη. Αντιθέτως, ένας ψυχασθενής, όντας υπερευαίσθητος, αδυνατεί να θωρακιστεί, ιδίως όταν εγκαταλείπεται και μένει χωρίς στήριξη.
Ο συγγραφέας στήνει ένα συγκρουσιακό οικογενειακό περιβάλλον, αντλώντας τύπους από τη μεγαλοαστική, με τη σύγχρονη έννοια, βορειοελλαδική κοινωνία. Πόντιος στην καταγωγή ο πατέρας, με σπουδές πολιτικού μηχανικού στη Λωζάννη, έχει αναδειχθεί σε ισχυρό παράγοντα της τοπικής κοινωνίας. Εμφανίζεται ως ένας δυναμικός χαρακτήρας, που συχνά φτάνει μέχρι τη χειροδικία εναντίον συζύγου και τέκνων. Παρόλο που φέρεται ως άνθρωπος αυστηρών αρχών, διατηρεί εξώγαμες σχέσεις, κατά προτίμηση με συζύγους επιφανών της πόλης. Μικρότερή του η μητέρα, κατάγεται από αρχοντική οικογένεια, στην οποία οι γυναίκες πιστεύεται ότι είναι γονιδιακά προκαθορισμένες να διαιωνίζουν μια πανάρχαιη κληρονομικότητα, γεννώντας παιδιά ανά ζεύγη θηλυκών και αρσενικών. Και εκείνη ανταποκρίνεται στον προορισμό της μέχρι την πέμπτη γέννα, που φέρνει ένα κάπως ιδιότροπο βλαστάρι, αρσενικό αντί του αναμενόμενου θηλυκού. Το γεγονός ότι παρέβη μια παράδοση γενεών τη γεμίζει ενοχές και την απομακρύνει από το παιδί, διαταράσσοντας τη μεταξύ τους συναισθηματική σχέση. Ζει στον κόσμο της, παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας άριες. Τον ρόλο της μητέρας διεκδικεί η μεγαλύτερη αδελφή της, μια άκληρη χήρα, ζητώντας να υιοθετήσει τον προβληματικό Βενιαμίν της οικογένειας. Με άλλα λόγια, το ιδανικό περιβάλλον για τη δημιουργία ενός ισχυρού οιδιπόδειου, όπου η ακόμη θαλερή θεία γίνεται ένα πρώτο αντικείμενο σεξουαλικών φαντασιώσεων. Εχει, πάντως, προηγηθεί η απόλυτα φυσιολογική διέξοδος της αυτοϊκανοποίησης. Μόνο που ένας πρώτος λαθραίος αυνανισμός τιμωρείται από τον άτεγκτο πατέρα αυστηρότερα και από έγκλημα. Εκείνος προβαίνει σε δημόσια διαπόμπευση του γιου του, τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα έναν αδύναμο, μόλις εκκολαπτόμενο ανδρισμό. Να σημειώσουμε ότι εδώ ο συγγραφέας υιοθετεί κατά γράμμα την ψυχαναλυτική θεωρία.
Στο πρώτο μισό του μυθιστορήματος, σύντομα κεφάλαια, με πρωτότυπους και εύστοχους τίτλους, παρουσιάζουν τη ζωή του νεαρού την περίοδο πριν από τον φόνο. Με αναδρομές στο παρελθόν και εστιάζοντας στους ανθρώπους με τους οποίους κατά καιρούς συγχρωτίζεται, δίνουν αυτά τα κεφάλαια μια πρισματική εικόνα της πραγματικότητας που εκείνος βιώνει, και του τρόπου που σταδιακά δομείται η προσωπικότητά του. Κυρίως αναδεικνύουν την ιδιαίτερη ανάγκη του για τρυφερότητα και αγάπη, που, καθώς μεγαλώνει, παίρνει αγχωτικές διαστάσεις. Ξένος μέσα στην οικογένειά του και παραγκωνισμένος από τους ομηλίκους της κοινωνικής του τάξης, καταφεύγει για την εύρεση παρέας στις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Για ένα διάστημα επιβιώνει ως μέλος μιας τριάδας περιθωριακών, βρίσκοντας διέξοδο στους προσιτούς τεχνητούς παράδεισους του ποτού και του χόρτου. Το αίσθημα, όμως, της συντροφικότητας διαλύεται, όταν οι άλλοι δύο αποκτούν ερωτικές συντρόφους. Ο υπόλοιπος κοινωνικός χώρος, κυρίως τα αφεντικά του στις διάφορες περιστασιακές δουλειές που βρίσκει, τον αντιμετωπίζουν με τη συνήθη αδιαφορία έως και σκληρότητα. Ισως αν γνώριζαν την ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του και ότι, στο πρόσφατο παρελθόν του, εγγράφονται μια απόπειρα αυτοκτονίας και βραχυχρόνια νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική, ορισμένοι από αυτούς να φέρονταν πιο φιλεύσπλαχνα. Ομως, οι ευυπόληπτες οικογένειες είθισται να αποκρύβουν το στίγμα της ψυχασθένειας προς διαφύλαξη του καλού τους ονόματος. Ο νεαρός συνειδητοποιεί τους κάθε είδους παραγκωνισμούς ως απόρριψη και η ανάγκη για τρυφερότητα μετατρέπεται σε θυμό. Εναν θυμό που, αρχικά, εκτονώνεται με τη φαντασίωση πράξεων εκδίκησης μέχρι και φόνων.
Με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και περίθαλψη αυτές οι φαντασιώσεις θα μπορούσαν να παραμείνουν υπό έλεγχο και να εξωτερικεύονται μόνο στις σουρεαλιστικής έμπνευσης ζωγραφιές του. Ενώ τα εφιαλτικά όνειρα, πλήρη συμβόλων ενδεικτικών της ψυχικής του πραγματικότητας, να σβήνουν μέσα στη γαλήνια ψευδαίσθηση πως αιωρείται «στο αμνιακό υγρό της μητέρας». Αντί όλων αυτών βρίσκουν διέξοδο στο πεδίο του υπερφυσικού, όταν ο ψυχολογικά παραπαίων νεαρός αναζητά πατρικά υποκατάστατα στον χώρο της Εκκλησίας. Καταφύγιό του γίνεται ένας μοναχός που ασκήτευε «στα βουνά της παραμεθορίου». Είχε εκδιωχθεί από το Αγιον Ορος γιατί τελούσε εξορκισμούς «με την επίκληση του Σατανά». Ο γέροντας, μάλλον με τους λόγους του παρά με τα θαύματα που λεγόταν ότι πραγματοποιούσε, στέκεται δίαυλος μετάβασης προς την επικίνδυνη επικράτεια των δαιμόνων. Τώρα βρίσκει προορισμό, και στις φαντασιώσεις του μεταμορφώνεται σε θεόπεμπτο τιμωρό των αμαρτωλών, ως κορυφαίος στη στρατιά «των λύκων με ένδυμα προβάτου» εμφανίζεται ένας ταχυδακτυλουργός, που, κατ' εκείνον, παραπλανά τον λαό κάνοντας δήθεν θαύματα.
Στην τελευταία πράξη, πριν από την ολοκληρωτική βύθιση στην παράνοια, συναισθηματικά μετέωρος ανάμεσα στην υποβολή που του ασκούν ο θρησκευτικός και ο λαϊκός θαυματοποιός, παρουσιάζεται ο ψυχοθεραπευτής. Είναι ενδιαφέρων ο τρόπος που ο συγγραφέας σκιαγραφεί αυτόν τον τόσο σημαντικό στην εποχή μας επαγγελματία των ψυχικών νόσων. Στο μυθιστόρημα, περισσότερο τον ενδιαφέρει να ερμηνεύσει τα ψυχικά φαινόμενα παρά να θεραπεύσει τον πάσχοντα. Δεν αντιλαμβάνεται ότι ο ασθενής του έχει οριστικά περάσει στο πεδίο της παράκρουσης, έτοιμος να φονεύσει.
Συνήθως οι συγγραφείς που καταπιάνονται με την ανάπτυξη μιας παρανοϊκής προσωπικότητας, καταφεύγουν σ' ένα είδος ωμού ρεαλισμού, συχνά ταυτόσημου με τον δημοσιογραφικό. Ο Αξιώτης αντιτάσσει έναν ποιητικό ρεαλισμό. Τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, γιατί, στο δεύτερο, το ύφος της αφήγησης αλλάζει, καθώς μετατοπίζεται στο κοινωνικό περιβάλλον, που γίνεται ο αποδέκτης του άγριου φονικού. Σε επιμέρους κεφάλαια παρατάσσει τους πραγματικούς ένοχους. Την οικογένεια, τους φίλους, την ψυχιατρική κοινότητα, το ιατρικό κατεστημένο που έδωσε την άδεια οπλοφορίας, τις αστυνομικές αρχές κ.λπ. Ωστόσο η αφήγηση δεν κατορθώνει να αποκτήσει την απαιτούμενη ειρωνική αμφισημία, καθώς υπερισχύουν οι καταγγελτικοί ή και σαρκαστικοί τόνοι. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί το ότι έχουμε να κάνουμε μ' ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ψυχογραφικού χαρακτήρα μυθιστορήματα της τελευταίας περιόδου. Τέλος, να σημειώσουμε ότι εξαιρετική στη σύλληψή της είναι η ζωγραφική σύνθεση του εξωφύλλου. Στηρίζεται σε παλαιότερο έργο του εικαστικού Κώστα Ντιού και ανταποκρίνεται πλήρως στον βασικό πυρήνα του βιβλίου.
No comments:
Post a Comment