Ο νομπελίστας νοτιοαφρικανός συγγραφέας Τζ. Μ. Κουτσί μυθοποιεί τη ζωή του σε ώριμη ηλικία και φαντάζεται τον εαυτό του νεκρό
Oσα βιβλία εξέδωσε ο Τζ. Μ. Κουτσί μετά το βραβείο Νομπέλ, που του απονεμήθηκε το 2003, είναι εξόχως πειραματικά. Σαν να έμοιαζε η καθιέρωση να του έδωσε τη δυνατότητα να δοκιμάσει νέες μυθοπλαστικές τεχνικές. Και αυτό δεν είναι αξιοπερίεργο για έναν πεζογράφο που είναι εξίσου σημαντικός και ως δοκιμιογράφος. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελευταίο του, το Θέρος, το οποίο είναι το τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας. Το πρώτο ήταν οι Σκηνές από τη ζωή ενός παιδιού και το δεύτερο οι Σκηνές από τη ζωή ενός νέου. Το βιβλίο δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφία ούτε και ακριβώς μυθιστόρημα. Σε αντίθεση όμως με τα άλλα δύο καθαρώς αυτοβιογραφικά, αυτό έχει γραφτεί με την τεχνική της μυθοπλασίας.
Θα έλεγε κανείς πως στο επίπεδο του συμβολισμού ο τίτλος που θα του ταίριαζε θα ήταν ίσως χειμώνας, αφού πρόκειται για τα ύστερα χρόνια στη ζωή του συγγραφέα. Εδώ ο Κουτσί μέσω της μυθοπλαστικής τεχνικής ή του ευρήματος αποφάσισε να μιλήσει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Πώς μπορεί να συμβεί αυτό και κυρίως ποια από τα όσα λέγονται ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Το τρικ μπορεί να ξεγελάσει όσους δεν έχουν γενικότερη θεώρηση του έργου του ή δεν έχουν διαβάσει τα μυθιστορήματα που τον καθιέρωσαν, δηλαδή το Περιμένοντας τους βαρβάρους (που κατά τη γνώμη του γράφοντος παραμένει το κορυφαίο του βιβλίο), τον Αρχοντα της Πετρούπολης (όπου πρωταγωνιστεί επίσης ένας συγγραφέας, ο Ντοστογέφσκι) και το Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ. Η ζωή σαν μυθιστόρημα
Το Θέρος είναι υποτίθεται βιογραφία του συγγραφέα Τζον Κουτσί, ο οποίος όμως στο βιβλίο έχει «πεθάνει», από έναν Βρετανό ονόματι Βίνσεντ, που μεταφέρει συνεντεύξεις από πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του συγγραφέα: συναδέλφους, ερωμένες και άλλους. Η περίοδος που καλύπτουν είναι από το 1971 ως το 1977. Τι νόημα έχουν οι χρονολογίες; Σύμφωνα με τον Βίνσεντ, τα χρόνια αυτά ο συγγραφέας μπορούσε ακόμη να γράφει της προκοπής. Αλλά και τις συνεντεύξεις ο βιογράφος τις έχει «μεταγράψει» από τα ημερολόγια του «νεκρού» Κουτσί.
Ο βιογράφος δεν είναι και κανένας αξιοπρόσεκτος συγγραφέας, δηλαδή συγγραφέας που να μπορεί κανείς να τον κατατάξει στο επάγγελμα. Διεκπεραιώνει, δηλαδή, μια αφήγηση μέσα από την οποία αναδύεται το άλλο εγώ του συγγραφέα. Οι πέντε συνεντεύξεις που μεταφέρει ο Βίνσεντ είναι με δύο ερωμένες του συγγραφέα, έναν εξάδελφο και τη μητέρα ενός πρώην σπουδαστή. Η σχέση του «νεκρού» Κουτσί με τα παραπάνω πρόσωπα παρουσιάζεται αμφιθυμική και ειρωνική. Μέσω του alter ego του, δηλαδή, ο ζωντανός Κουτσί δεν μεταχειρίζεται τον εαυτό του με τη γνωστή επιείκεια που μιλούν συχνά για τον εαυτό τους οι συγγραφείς όταν αυτοβιογραφούνται σε μεγάλη ηλικία. Η ειρωνεία του επομένως δεν αναφέρεται μόνο στα λάθη, στις παραλείψεις ή στα αμαρτήματα της νεανικής του ζωής αλλά και στο πώς επέδρασαν στον ψυχισμό του και στη στάση του απέναντι στα πράγματα και στον κόσμο και κατ΄ επέκταση στο νόημα που παίρνει η ζωή μέσα στο έργο. Γι΄ αυτό και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο συγγραφέας Κουτσί εμφανίζει τον άνθρωπο Κουτσί (ή μια εκδοχή του εν πάση περιπτώσει) ως αδέξιο, περίπου ανόητο και αναπόφευκτα διόλου ελκυστικό.
Η αυτοπροσωπογραφία του «νεκρού» Κουτσί από τον ζωντανό Κουτσί δεν είναι επομένως ο πραγματικός Κουτσί. Το τρικ θα το έλεγε κανείς προβοκατόρικο, γιατί όπως και όσο- κι αν διαστρέψει κανείς το αληθινό πορτρέτο η αληθινή εικόνα δεν παύει να υφίσταται έστω και παραμορφωμένη. Ο ίδιος ο συγγραφέας μας λέει κάπου ότι αν αλλάξουμε τη φόρμα αυτό δεν έχει καμία επίδραση στο περιεχόμενο.
Αλλά, αν το εννοεί, τότε γιατί σε όλα του τα βιβλία μετά την απονομή του Νομπέλ πειραματίζεται με τη φόρμα; Δικαιούμαστε λοιπόν να μην τον πιστέψουμε, πράγμα που υποπτεύομαι ότι δεν θα τον ενοχλούσε διόλου. Στόχος του λοιπόν είναι να τον διαβάσουμε- και τώρα πλέον για να βεβαιωθούμε ότι όλοι οι δρόμοι ανάπτυξης του μυθιστορήματος δεν έχουν ακόμη πλήρως εξερευνηθεί. Ο μυθιστοριογράφος Κουτσί εδώ κλείνει το μάτι στον αναγνώστη ως μπροστά σε ένα παραβάν πίσω από το οποίο κρύβεται ο άλλος Κουτσί, ο δοκιμιογράφος. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε κανείς να το προσλάβει και ως ένα ευφυέστατα μεταμορφωμένο δοκίμιο με θέμα την ειρωνεία και τη μνήμη.
Θα έλεγε κανείς πως στο επίπεδο του συμβολισμού ο τίτλος που θα του ταίριαζε θα ήταν ίσως χειμώνας, αφού πρόκειται για τα ύστερα χρόνια στη ζωή του συγγραφέα. Εδώ ο Κουτσί μέσω της μυθοπλαστικής τεχνικής ή του ευρήματος αποφάσισε να μιλήσει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Πώς μπορεί να συμβεί αυτό και κυρίως ποια από τα όσα λέγονται ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Το τρικ μπορεί να ξεγελάσει όσους δεν έχουν γενικότερη θεώρηση του έργου του ή δεν έχουν διαβάσει τα μυθιστορήματα που τον καθιέρωσαν, δηλαδή το Περιμένοντας τους βαρβάρους (που κατά τη γνώμη του γράφοντος παραμένει το κορυφαίο του βιβλίο), τον Αρχοντα της Πετρούπολης (όπου πρωταγωνιστεί επίσης ένας συγγραφέας, ο Ντοστογέφσκι) και το Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ. Η ζωή σαν μυθιστόρημα
Το Θέρος είναι υποτίθεται βιογραφία του συγγραφέα Τζον Κουτσί, ο οποίος όμως στο βιβλίο έχει «πεθάνει», από έναν Βρετανό ονόματι Βίνσεντ, που μεταφέρει συνεντεύξεις από πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του συγγραφέα: συναδέλφους, ερωμένες και άλλους. Η περίοδος που καλύπτουν είναι από το 1971 ως το 1977. Τι νόημα έχουν οι χρονολογίες; Σύμφωνα με τον Βίνσεντ, τα χρόνια αυτά ο συγγραφέας μπορούσε ακόμη να γράφει της προκοπής. Αλλά και τις συνεντεύξεις ο βιογράφος τις έχει «μεταγράψει» από τα ημερολόγια του «νεκρού» Κουτσί.
Ο βιογράφος δεν είναι και κανένας αξιοπρόσεκτος συγγραφέας, δηλαδή συγγραφέας που να μπορεί κανείς να τον κατατάξει στο επάγγελμα. Διεκπεραιώνει, δηλαδή, μια αφήγηση μέσα από την οποία αναδύεται το άλλο εγώ του συγγραφέα. Οι πέντε συνεντεύξεις που μεταφέρει ο Βίνσεντ είναι με δύο ερωμένες του συγγραφέα, έναν εξάδελφο και τη μητέρα ενός πρώην σπουδαστή. Η σχέση του «νεκρού» Κουτσί με τα παραπάνω πρόσωπα παρουσιάζεται αμφιθυμική και ειρωνική. Μέσω του alter ego του, δηλαδή, ο ζωντανός Κουτσί δεν μεταχειρίζεται τον εαυτό του με τη γνωστή επιείκεια που μιλούν συχνά για τον εαυτό τους οι συγγραφείς όταν αυτοβιογραφούνται σε μεγάλη ηλικία. Η ειρωνεία του επομένως δεν αναφέρεται μόνο στα λάθη, στις παραλείψεις ή στα αμαρτήματα της νεανικής του ζωής αλλά και στο πώς επέδρασαν στον ψυχισμό του και στη στάση του απέναντι στα πράγματα και στον κόσμο και κατ΄ επέκταση στο νόημα που παίρνει η ζωή μέσα στο έργο. Γι΄ αυτό και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο συγγραφέας Κουτσί εμφανίζει τον άνθρωπο Κουτσί (ή μια εκδοχή του εν πάση περιπτώσει) ως αδέξιο, περίπου ανόητο και αναπόφευκτα διόλου ελκυστικό.
Η αυτοπροσωπογραφία του «νεκρού» Κουτσί από τον ζωντανό Κουτσί δεν είναι επομένως ο πραγματικός Κουτσί. Το τρικ θα το έλεγε κανείς προβοκατόρικο, γιατί όπως και όσο- κι αν διαστρέψει κανείς το αληθινό πορτρέτο η αληθινή εικόνα δεν παύει να υφίσταται έστω και παραμορφωμένη. Ο ίδιος ο συγγραφέας μας λέει κάπου ότι αν αλλάξουμε τη φόρμα αυτό δεν έχει καμία επίδραση στο περιεχόμενο.
Αλλά, αν το εννοεί, τότε γιατί σε όλα του τα βιβλία μετά την απονομή του Νομπέλ πειραματίζεται με τη φόρμα; Δικαιούμαστε λοιπόν να μην τον πιστέψουμε, πράγμα που υποπτεύομαι ότι δεν θα τον ενοχλούσε διόλου. Στόχος του λοιπόν είναι να τον διαβάσουμε- και τώρα πλέον για να βεβαιωθούμε ότι όλοι οι δρόμοι ανάπτυξης του μυθιστορήματος δεν έχουν ακόμη πλήρως εξερευνηθεί. Ο μυθιστοριογράφος Κουτσί εδώ κλείνει το μάτι στον αναγνώστη ως μπροστά σε ένα παραβάν πίσω από το οποίο κρύβεται ο άλλος Κουτσί, ο δοκιμιογράφος. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε κανείς να το προσλάβει και ως ένα ευφυέστατα μεταμορφωμένο δοκίμιο με θέμα την ειρωνεία και τη μνήμη.
- Μοναχικός, χορτοφάγος και φιλόζωος
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=358229&dt=03/10/2010#ixzz11HZgGAcJ
No comments:
Post a Comment