- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010
- «Τι άχρηστο υποκείμενο είναι/ αυτός που θέλει να κάθεται σπιτάκι του/ πάντα στο σπιτάκι του».
Ενα από τα αγαπημένα τραγούδια του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι (προφανώς του ίδιου), σύμφωνα με τη μητέρα του Αλεξάντρα Μαγιακόφσκαγια, σε κείμενο για τα παιδικά χρόνια του γιου της (από αφιέρωμα του περιοδικού «Πολιτιστική», Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1986).
Και στο ίδιο κείμενο: «Στην αυτοβιογραφία του λέει: "Υπήρξε η επανάσταση. Και υπήρξε και η ποίηση. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο αυτά τα δυο μέσα στο μυαλό μου είχαν γίνει ένα"».
Να σταθούμε λοιπόν σ' αυτό τον -πιο γνωστό μας- Ρώσο ποιητή, που είχε ταυτίσει το έργο του με την επανάσταση, καθώς μπήκαμε στον μήνα της Οχτωβριανής, που τόσες ελπίδες εξέθρεψε, για να καταρρεύσει 73 χρόνια αργότερα. Πολύ περισσότερο που φέτος συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από το τέλος που έβαλε ο ίδιος στη ζωή του (14 Απριλίου 1930), στην ακμή της βιολογικής και πνευματικής του ωριμότητας -στα 37 χρόνια του.
Εξι χρόνια πριν είχε θρηνήσει τον πρόωρο θάνατο του ηγέτη της σοβιετικής επανάστασης Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν (1870-1924), τον οποίο λάτρευε, μ' ένα ποίημα-ποταμό 3.000 στίχων!
Ο Βλαντίμιρ (Βολόντια) Μαγιακόφσκι είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό, τόσο για την ποίηση, τα θεατρικά του έργα, τα κείμενα που του έχουν αφιερωθεί, όσο και τον σύντομο βίο του, με το δραματικό τέλος, μ' αυτή την εντυπωσιακή αρρενωπή εμφάνιση.
Θα συνεχίσω τη σύντομη αναφορά μου στον Μαγιακόφσκι με μερικά αποσπάσματα από τις σελίδες που του αφιέρωσε ο συμπατριώτης του συγγραφέας Ιλία Ερενμπουργκ (1891-1967), στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ανθρωποι - Χρόνια - Ζωή». Μια εξάτομη αυτοβιογραφία, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του (στα ελληνικά σε μετάφραση Αρη Αλεξάνδρου, εκδ. «Νεφέλη»). Είναι από τον β' τόμο, αρχής γενομένης από τη σελίδα 40:
«Δεν θυμάμαι ποιος με σύστησε στον Μαγιακόφσκι. Στην αρχή καθόμαστε σε κάποιο καφενείο και μιλάγαμε περί κινηματογράφου. Υστερα με πήγε σπίτι του. Είχα διαβάσει πρόσφατα το βιβλίο του "Απλό σαν το μουγκανητό". Τον φαντάστηκα τέτοιον ακριβώς όπως τον είδα -μεγαλόσωμο, με βαρύ πηγούνι, με μάτια άλλοτε μελαγχολικά, άλλοτε σκληρά, με στεντόρεια φωνή, ασουλούπωτον, έτοιμον ανά πάσα στιγμή να μπλέξει σε καυγά και να 'ρθεί στα χέρια- ήταν ένας συνδυασμός αθλητή και στοχαστή, μεσαιωνικού ζογκλέρ που περπατάει με το κεφάλι κάτω προσευχόμενος και ανένδοτου εικονομάχου [...]
Ο Μαγιακόφσκι έμεινε για μένα ένα τεράστιο φαινόμενο, τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωή τού αιώνα. Ομως δεν με επηρέασε άμεσα με κανέναν τρόπο. Ενιωθα πάντα πως βρίσκομαι κοντά του και ταυτόχρονα πως μας χώριζε ένα απέραντο διάστημα [...] Το κακό είναι πως ο Μαγιακόφσκι, όντας φανατικός καταλύτης των διαφόρων μύθων, μεταβλήθηκε με μια πρωτοφανή ταχύτητα σε μυθολογικό ήρωα. Λες και το 'χε η μοίρα του να είναι διαφορετικός απ' ό,τι ήταν [...] Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον άνθρωπο Μαγιακόφσκι [...]
Φαινόταν εξαιρετικά γερός, υγιής, άνθρωπος που χαίρεται τη ζωή του. Κι ωστόσο φορές-φορές ήταν ανυπόφορα κατηφής, καθώς τον διέκρινε μια παθολογική καχυποψία. Κουβάλαγε στην τσέπη μια σαπουνοθήκη κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να σφίξει το χέρι ενός ανθρώπου, που του ήταν για έναν οποιοδήποτε λόγο σωματικά αντιπαθής, έφευγε αμέσως και έπλενε σχολαστικά τα χέρια του. Στα καφενεία του Παρισιού έπινε τον ζεστό καφέ μ' ένα καλαμάκι, που το φέρνανε μόνο με τα παγωμένα αναψυκτικά, για να μην ακουμπήσει τα χείλη του στο ποτήρι [...]
Μου 'τυχε να διαβάσω μερικά άρθρα περί Μαγιακόφσκι γραμμένα στο εξωτερικό, όπου οι συγγραφείς τους πασχίζουν ν' αποδείξουν πως η επανάσταση κατέστρεψε τον Μαγιακόφσκι. Είναι δύσκολο να σκαρφιστεί κανείς μεγαλύτερη βλακεία: Δίχως την επανάσταση δεν θα υπήρχε Μαγιακόφσκι».
Ιδού, τέλος, πώς ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι αναφέρεται στο θάνατό του σ' ένα σημείωμα που άφησε:
«Σε όλους. Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά. Μαμά, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με -αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω άλλη διέξοδο [..] Οπως λένε: "Το επεισόδιο έληξε". Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Εχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι λοιπόν η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να 'στε ευτυχισμένοι». *
Στο ενδεχόμενο ν' απαξιωθεί και να γίνει μουσειακό είδος το τυπωμένο βιβλίο, από την επέλαση των ηλεκτρονικών, αναφερόμουν το περασμένο Σάββατο.
Και να που κατά σύμπτωση έπεσα σ' ένα άλλο βιβλίο, σχετικό με το χειρόγραφο, που κι αυτό σιγά σιγά απαξιώνεται από τα computer, τα e-mail και τα sms. Εξαιρώ τις διευκολύνσεις που παρέχουν τα computer, και στέκομαι στα δύο άλλα, από τα οποία τι απομένει για να τα θυμίζει; Προσωπικά, επειδή ανήκω στους αρχειομανείς, έχω χειρόγραφα που μετράνε χρόνια πίσω - από ραβασάκια, επιστολές προσφιλών (στα οποία συχνά ανατρέχω), μέχρι, λόγω δουλειάς, σημειώματα επιφανών ανθρώπων της Τέχνης αλλά και απλών αναγνωστών. Το χειρόγραφο, ας προστεθεί, αποτελεί και αδιάψευστο στοιχείο ταυτότητας, ενώ έχει αναπτυχθεί και ολόκληρη επιστήμη, η γραφολογία.
***
Το βιβλίο στο οποίο αναφέρομαι περιλαμβάνει δύο νουβέλες του Στέφαν Τσβάιχ (άλλη περίπτωση αυτοχειριασμένου πνευματικού ανθρώπου - το 1942, στα 61 του). Είναι «Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ» και «Η αόρατη συλλογή» (μετ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. «Αγρα»). Εκεί όμως που στάθηκα περισσότερο είναι ένα επίμετρο των Παναγιώτη Κ. Τσούκα και Τώνιας Χ. Παπαϊωάννου, σχετικά με μια τεράστια συλλογή χειρογράφων επιφανών δημιουργών που ο Τσβάιχ αγόραζε ή του χάριζαν. Μια συλλογή που, ευτυχώς, φρόντισε να περάσει στα χέρια κάποιων άλλων συλλεκτών. Αυτονόητη η μοίρα τους, αν ήταν σε κάποιο ηλεκτρονικό μαραφέτι.
Αποχαιρετιστήριο στο μεταφεστιβαλικό Ηρώδειο, την περασμένη Δευτέρα, με τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς, σ' ένα θέμα που το έχει ζήσει: τον πόλεμο. Γεμάτη από οικείους μουσικούς ήχους -με κυρίαρχα τα κρουστά- η παράσταση, κι έναν πρωτότυπο αντιπολεμικό λόγο. Το πρώτο με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Μπρέγκοβιτς, που απολαμβάνει πλέον τη διεθνή αναγνώριση, το δεύτερο με τη Μαρία Ναυπλιώτου, που διαγράφει μια εντυπωσιακή διαδρομή, έχοντας αποφύγει τις κακοτοπιές - κυρίως τις τηλεοπτικές. Μια υπέροχη βραδιά σ' ένα κατάμεστο Ηρώδειο.
ΣΗΜ.: «Συμμάχησα με τον πάσχοντα συνάνθρωπο» -λόγος διαχρονικός της Ελλης Αλεξίου, 22 χρόνια από το θάνατό της, 28 Σεπτεμβρίου 1988.
No comments:
Post a Comment