Thursday, April 29, 2010

«Ρaris Review»: 10 από τις πιο διεγερτικές συνεντεύξεις συγγραφέων που δόθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες


«Ο συγγραφέας μπορεί να ληστέψει μάνα του»

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Η Σοφία Λόρεν στη  χυμώδη φάση  της όταν ήταν  σκοτεινό   αντικείμενο   πόθου  για τον  πάπα  των  κριτικών  Χάρολντ  Μπλουμ
ΤΟ «ΡΑRΙS RΕVΙΕW», ΤΟ ΜΑΚΡΟΒΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΤΟ 1953 ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ, ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΓΝΩΣΤΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΓΝΩΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΡΧΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΜΕ ΤΟΝ Ε.Μ. ΦΟΡΣΤΕΡ. ΕΚΤΟΤΕ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΙΤΛΟ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΝΑ ΔΕΙ ΤΥΠΩΜΕΝΗ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΤΗΣΙΩΣ ΤΕΥΧΗ ΤΟΥ

Η Τέχνη της γραφής



Οπως δήλωνε σε «επιστολή προς τον αναγνώστη» ο Γουίλιαμ Στάιρον, στο πρώτο τεύχος, το περιοδικό «Ρaris Review» σκόπευε στη δημοσίευση μυθοπλασίας και ποίησης, παραμερίζοντας την κριτική και τη θεωρία. Απευθύνθηκε τόσο σε καταξιωμένους όσο και σε πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς και ποιητές με πρωτοδημοσιεύσεις που αποτελούν ακόμη σημείο αναφοράς. Εχει επίσης θεσπίσει τέσσερα λογοτεχνικά βραβεία, με πιο πρόσφατο το Ηadada prize που απονέμεται κάθε χρόνο σε έναν συγγραφέα για το σύνολο του έργου του (φέτος δόθηκε στον Φίλιπ Ροθ).


Στον παρόντα τόμο, με επιμέλεια του προτελευταίου εκδότη του, του Φίλιπ Γκούρεβιτς, ανθολογούνται και καταχωρούνται κατά χρονολογική σειρά δέκα από τις πιο διεγερτικές συνεντεύξεις που δόθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Τη δεκαετία του ΄50 η χρήση δημοσιογραφικού κασετοφώνου δεν ήταν εφικτή, οπότε οι συνεντεύξεις γράφονταν στο χέρι. Συνήθως οι συντάκτες ανά δύο συνέκριναν τις σημειώσεις τους, αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας διόρθωνε το κείμενο. Η πολιτική τού περιοδικού δεν ήταν ο αιφνιδιασμός του συγγραφέα, αλλά η εκμαίευση, βάσει της σωκρατικής μαιευτικής, στο μέγιστο δυνατό βαθμό του τι ήταν εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τον συγγραφέα. Αργότερα το κασετόφωνο προσέθεσε περισσότερα λόγια και φυσικούς ήχους, που επίσης καταγράφονταν, δίνοντας στο γραπτό, μαζί με την περιγραφή του χώρου όπου ελάμβανε χώρα η συνέντευξη, μια σκηνική θεατρικότητα.

Η απουσία λογοτεχνικής θεωρίας στο «Ρaris Review» αναπληρώνεται από την εμπειρία της γραφής των συγγραφέων, τη μαρτυρία του προσωπικού τους εργαστηρίου, φωτίζοντας πτυχές του έργου τους, διαφωτίζοντας αναγνώστες και μελετητές. Λόγος και εξομολόγηση, σε ένα τερπνό βιβλιοφιλικό ανάγνωσμα, που ανάγει τη συζήτηση σε ερμηνευτικό εργαλείο και την τέχνη της συνέντευξης σε διαδραστικό διάλογο.

Το μόνο κόλπο

Το ζητούμενο κάθε συνέντευξης είναι η έμπνευση, οι επιρροές, αλλά πρωτίστως η τεχνική της γραφής σε κάθε δημιουργικό στάδιο. Μερικές φορές αποκαλύπτονται πτυχές της ζωής των συγγραφέων, των ανθρώπων που τους βοήθησαν, όπως στην περίπτωση του Τ.Σ. Ελιοτ που δέχθηκε το κόψιμο ολόκληρων κομματιών στην Ερημη χώρα από τον Εζρα Πάουντ. Ο Τρούμαν Καπότε επικεντρώνεται στα παιδικά του χρόνια, όταν πριν από την εφηβεία μεθοκοπούσε και έγραφε κρυφά στο δωμάτιό του. «Η δουλειά είναι το μόνο κόλπο που γνωρίζω», αναφέρει για την τεχνική του και εξαίρει τη συγγραφή διηγημάτων. Δεν παραλείπει να τονίσει ότι «μου είναι οργανικά αδύνατο να γράψω, αν δεν πιστεύω ότι θα με πληρώσουν».

Τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ συνάντησε ο ίδιος ο ιδρυτής του «Ρaris Review», ο Τζορτζ Πλίμπτον, στην Αβάνα, για να μάθει πως «είναι πολύ κακό για έναν συγγραφέα να μιλάει για το πώς γράφει». Ο Χέμινγουεϊ συμβουλεύει: «Το βασικότερο χάρισμα για έναν καλό συγγραφέα είναι ένας ενσωματωμένος, απρόσβλητος ανιχνευτής μαλακίας. Αυτό είναι το ραντάρ του συγγραφέα και όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς το είχαν και το έχουν». Ο Σολ Μπέλοου πιστεύει ότι «πως όλοι έχουμε μέσα μας έναν πρωτόγονο υποβολέα ή σχολιαστή, ο οποίος από την τρυφερή ηλικία δεν παύει να μας συμβουλεύει». Οι αναφορές σε διαβάσματα άλλων συγγραφέων σχηματίζουν μια μοναδική αναγνωστική λίστα, με πρωτοστατούντες στις προτιμήσεις των συνεντευξιαζομένων τον Τζόις και τον Φόκνερ.

Σαν αυνανισμός


Ο Χ. Λ. Μπόρχες, από το γραφείο του στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αργεντινής, το 1967, σε μια μακροσκελή συνέντευξη συμμερίζεται την αντίληψη του Κόνραντ ότι «ο κόσμος είναι ένα όνειρο που μπορεί να μοιραζόμαστε ή να μη μοιραζόμαστε με τους άλλους», ενώ ο Γκράχαμ Γκριν, σε μια διακοπτόμενη από τηλεφωνήματα συνέντευξη που τερματίζεται αναπάντεχα, διαπιστώνει πως για «έναν συγγραφέα το να περνάει πολύ χρόνο κάνοντας παρέα με συγγραφείς είναι, πώς να το πω, μια μορφή αυνανισμού». Ουσιαστικά και σοβαρά τα λόγια του Ουίλιαμ Φόκνερ για την ευθύνη του συγγραφέα απέναντι στην τέχνη του: «Ο συγγραφέας χρειάζεται τρία πράγματα: πείρα, παρατήρηση και φαντασία». Δεν παραλείπει επίσης να υποτιμήσει τον ρόλο των κριτικών. Ο Ισάακ Μπάσεβις Σίνγκερ επιμένει πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να προσπαθεί να εξηγήσει υπερβολικά πολλά πράγματα δίνοντας ως παράδειγμα τον Ομηρο και την αφηγηματική του τεχνική μέσα από εικόνες και γεγονότα.
Κατά πόσον ένας συγγραφέας θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής του; Η απάντηση του Ερνεστ Χέμινγουεϊ εκπλήσσει με τις αποχρώσεις της.

«Καθένας λογοδοτεί στη συνείδησή του και δεν πρέπει να υπάρχουν κανόνες για το πώς οφείλει να λειτουργεί η συνείδηση. Για το μόνο που μπορείτε να είστε σίγουροι είναι ότι αν το έργο ενός πολιτικοποιημένου συγγραφέα αντέξει στον χρόνο, θα πρέπει να αντιπαρέλθετε την πολιτική όταν το διαβάζετε. Πολλοί από τους δηλωμένους, υποτίθεται, πολιτικοποιημένους συγγραφείς αλλάζουν συχνά την πολιτική τους άποψη. Αυτό τους φαίνεται συναρπαστικό, όπως φαίνεται και στις πολιτικοποιημένες κριτικές τους. Κάποιες φορές πρέπει ακόμα και να αναδιατυπώσουν τις κοσμοθεωρίες τους... και επειγόντως. Ισως μπορεί κανείς να σεβαστεί αυτή τη στάση ως μια μορφή επιδίωξης της ευτυχίας».

«Το Νομπέλ θα ήταν για μένα καταστροφικό»

«Δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή σε όλο μου το έργο που να μην έχει τη βάση της στην πραγματικότητα», είχε εξομολογηθεί ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο «Ρaris Review». Και προσέθετε ότι «σε τελική ανάλυση όλα τα βιβλία γράφονται για τους φίλους» δίνοντας μια προσωπική εκδοχή στον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη. Γι΄ αυτόν, έλεγε, η λογοτεχνία είναι ξυλουργική, «δουλεύεις με την πραγματικότητα, ένα υλικό τόσο σκληρό όσο και το ξύλο». Η συνέντευξη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγινε στην Πόλη του Μεξικού, το 1981, δηλαδή έναν χρόνο πριν από τη βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, αλλά δεν το γνώριζε όταν έλεγε «το βραβείο Νομπέλ θα ήταν για μένα ολότελα καταστροφικό. Το μόνο που θα έκανε θα ήταν να περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα προβλήματα της φήμης».

Μην απαντάτε στους κριτικούς

Οταν ρωτήθηκε ο Τρούμαν Καπότε για το αν βοηθάει καθόλου η κριτική τούς συγγραφείς και τα έργα τους, είχε μια πληρωμένη απάντηση στο τσεπάκι του:

«Πριν από την έκδοση, και αν την κριτική την κάνουν άτομα που εμπιστεύεσαι την κρίση τους, ναι, φυσικά βοηθάει. Αλλά, αφού έχει εκδοθεί κάτι, το μόνο που θέλω να διαβάσω ή να ακούσω είναι ο έπαινος. Οτιδήποτε λιγότερο είναι σκέτη βαρεμάρα και θα σας δώσω πενήντα δολάρια αν μου φέρετε έναν συγγραφέα που μπορεί ειλικρινά να πει ότι βοήθησαν ποτέ οι υποχονδριακές κλάψες και η αφ΄ υψηλού συγκατάβαση των κριτικών...

Μπορώ να διαβάσω και τον πιο εξωφρενικό λίβελλο για μένα και να μην ιδρώσει το αυτί μου. Μάλιστα, σε αυτό το σημείο, έχω να δώσω μια συμβουλή την οποία θεωρώ επιτακτική: Ποτέ μη ρίξετε την αξία σας απαντώντας σε κάποιον κριτικό, ποτέ. Νοητά, γράψτε όσα γράμματα θέλετε στον εκδότη, αλλά ποτέ μην τα βάλετε στο χαρτί».

«Να ληστέψεις ακόμα και τη μάνα σου»

Πώς γίνεται ένας συγγραφέας σοβαρός μυθιστοριογράφος; Ο Ουίλιαμ Φόκνερ είναι αμείλικτος: «Η μοναδική ευθύνη του συγγραφέα είναι απέναντι στην τέχνη του. Θα είναι εντελώς αμείλικτος αν είναι καλός. Εχει ένα όνειρο. Του προκαλεί τέτοια αγωνία, που πρέπει να απαλλαγεί από αυτό. Ώς τότε δεν έχει ησυχία.

Ολα πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων: η τιμή, η υπερηφάνεια, η αξιοπρέπεια, η ασφάλεια, η ευτυχία, όλα, για να καταφέρει να γράψει το βιβλίο. Αν κάποιος συγγραφέας αναγκαστεί να ληστέψει την ίδια του τη μητέρα, δεν θα διστάσει λεπτό. Η «Ωδή σε μια ελληνική υδρία» (ποίημα του Τζον Κιτς) αξίζει όσο χίλιες γριούλες».

«Τριάντα επτά αναγνώστες είναι πολλοί»

Το 1932 η «Παγκόσμια ιστορία της αιωνιότητας» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε πουλήσει συνολικά τριάντα επτά αντίτυπα. Ποια ήταν η αντίδρασή του;

«Στην αρχή, ήθελα να βρω έναν έναν όλους τους αγοραστές για να τους ζητήσω συγγνώμη για το βιβλίο και να τους ευχαριστήσω που το είχαν αγοράσει. Υπάρχει εξήγηση γι΄ αυτό. Αν έχεις στο μυαλό σου τριάντα επτά ανθρώπους, αυτοί είναι αληθινοί, εννοώ πως ο καθένας τους έχει το δικό του πρόσωπο, τη δική του οικογένεια, ζει σε έναν συγκεκριμένο δρόμο. Γιατί αν πουλήσεις δυο χιλιάδες αντίτυπα για παράδειγμα, είναι το ίδιο σαν να μην πούλησες τίποτα, επειδή οι δύο χιλιάδες είναι υπέρογκος αριθμός- εννοώ ασύλληπτος για να τον χωρέσει ο νους σου. Ενώ τριάντα επτά άνθρωποι- ίσως είναι κι αυτοί πάρα πολλοί, ίσως δεκαεπτά θα ήταν καλύτερα ή επτά ίσως - αλλά ακόμα και τριάντα επτά δεν ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας ενός ανθρώπου».

«Ημουν ερωτευμένος με τη Σοφία Λόρεν»

Η ανθολογία κλείνει με τον χειμαρρώδη λόγο του εγωμανούς κριτικού λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ, που καταρρακώνει τη γαλλική διανόηση και τους αποδομιστές ανεβάζοντας στα ουράνια τον Σαίξπηρ και λίγο παρακάτω τον Φρόυντ. Μιλώντας για συγγραφείς που είχε γνωρίσει, ο Μπλουμ- συγγραφέας του πολυσήμαντου Δυτικού Κανόνα, ομολογεί ότι θα ήθελε να είχε γνωρίσει λιγότερους και στην ερώτηση «Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που θα θέλατε να είχατε γνωρίσει;» απαντά: «Οχι, όχι. Το μόνο άτομο που θα ήθελα να είχα γνωρίσει, το οποίο δεν συνάντησα ποτέ, αλλά το ίδιο κάνει, είναι η Σοφία Λόρεν. Ημουν ερωτευμένος με τη Σοφία Λόρεν για τουλάχιστον το ένα τρίτο του αιώνα. Ομως αναμφίβολα θα ήταν καλύτερα να μην τη συναντήσω ποτέ.

Κρίνοντας από φωτογραφίες και πρόσφατες εμφανίσεις της σε ταινίες, κρατιέται πολύ καλά, αν και τώρα είναι κάπως υπερβολικά ισχνή- δεν έχει πια εκείνη την πληθωρική ναπολιτάνικη ομορφιά. Τώρα η ομορφιά της είναι πολύ πιο προσεγμένη».

No comments: