**Λουίς Σεπούλβεδα, Το λυχνάρι του Αλαντίν, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Opera, σ. 167, 12, 54 ευρώΤο διήγημα κατασκευάζεται για να εμφανιστεί τεχνητά κάτι που ήταν κρυμμένο. Αναπαράγει την αναζήτηση, πάντοτε ανανεωμένη, μιας μοναδικής εμπειρίας, που μας επιτρέπει να δούμε, κάτω από τη σκοτεινή επιφάνεια της ζωής, μια κρυφή αλήθεια, έγραφε ο αργεντινός συγγραφέας Ρικάρντο Πίγλια και χάρη στο εκλεκτό αφιέρωμα του τρέχοντος τεύχους του περιοδικού Πλανόδιον (47, Δεκ. 2009, επιμ. Ελένη Κεφάλα) ξαναθυμόμαστε τη σπάνια τέχνη εκείνης της (μικρής) φόρμας μιας λογοτεχνίας σε σπερματική και συμπυκνωμένη μορφή, ενός είδους γενετικού κώδικα της μυθοπλασίας. Αν η λογοτεχνία είναι ένα συνολικό, απόλυτο και αρχετυπικό (υπερ)κείμενο που γράφεται και ξαναγράφεται επ' άπειρον (κοινό όραμα των Μπόρχες και Πίγλια), τότε τέτοια κείμενα αποτελούν ένα είδος λογοτεχνικού και πολιτισμικού αποστάγματος ή συλλογικής μνήμης ή απλώς το «Σύμπαν σε μινιατούρα» (Universo en miniature). Τα παραπάνω τιμώνται αναντίρρητα και στα δώδεκα διηγήματα του Σεπούλβεδα, όπου εντοπίζονται τα υλικά θραύσματα αυτής ακριβώς της λογοτεχνίας, «αποκαλύπτοντας την πολυεπίπεδη δομή των αφηγήσεων και της κουλτούρας». Εδώ ζουν, οι πολλαπλές πραγματικότητες που έχουν αποσιωπηθεί, λογοκριθεί και αποκλειστεί, εδώ ακούγονται «οι εναλλακτικές φωνές που θέτουν σε αμφισβήτηση κάθε είδους ολοκληρωτικές και απολυταρχικές αφηγήσεις».
«Η άσβεστη φλογίτσα της τύχης» καίει για όσους μένουν πιστοί στις καλές αναμνήσεις, ακόμα κι αν συγκεράζονται ως κράμα σ' έναν σκύλο, μια αποδεκατισμένη «συντροφία» συνδαιτυμόνων θα αναθυμηθεί τους τρόπους με τους οποίους γυάλιζαν την ψυχή τους («Δείπνο με νεκρούς ποιητές») κι ένας έρωτας που μπήκε σε δεύτερη και καθυστερημένη μοίρα μπροστά στη συμπόρευση με τον Αλιέντε θα περιμένει υπομονετικά τη σειρά του («Ντινγκ ντονγκ...»).
Δύο διηγήματα κορυφώνουν αυτήν ακριβώς την κατά κυριολεξία μυθοπλαστική. Το «Ξενοδοχείο Ζ», στα απατηλά σύνορα τριών χωρών και καθώς η ζούγκλα αργά αργά οικειοποιείται τα δωμάτια, ξαναζωντανεύει μέσα από τις διηγήσεις για τους ενοίκους του: τους μεγαλομανείς, αυτοανακηρυχθέντες αυτοκράτορες, τη χειρομάντισσα που δεν μπόρεσε να μαντέψει τη δική της συμφορά, τον ξέμπαρκο ναυτικό «με το ύφος των ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι στους ανταπόδοτους έρωτες», περαστικούς που επιθυμούν να τακτοποιήσουν «τους ανεξιχνίαστους λογαριασμούς που φέρνει η ζωή» και να βάλουν τα πάθη τους σε τάξη - όλα θυμίζουν την αλησμόνητη Μερόη του Ολιβιέ Ρολέν. «Η αναστήλωση της μητρόπολης» αποτελεί από μόνη της ένα μικρογραφημένο έπος για το ερημωμένο πια Ελ Ιδίλιο, όπου επιστρέφουν οι χαρακτήρες του πρώτου μυθιστορήματος του Σεπούλβεδα (Ενας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης), περνώντας από μια ζούγκλα που μυρίζει θάνατο μετά τις εχθροπραξίες Περού-Εκουαδόρ, όπου οι γηγενείς να αναρωτιούνται ποιας χώρας και ποιας πετρελαιοβιομηχανίας η σημαία πρέπει ν' αναρτηθεί. Ομως η ζούγκλα έχει τους αιώνιους πιστούς της, εξού και η συγκινητική σύναξη των επιστροφέων προτού ξεκινήσουν την επιδιόρθωση ενός ξεκοιλιασμένου ακορντεόν, της οδοντιατρικής πολυθρόνας όπου «φτιάχνονται χαμόγελα» και της μητρόπολης από καλάμια και φοινικόφυλλα.
Ο Σεπούλβεδα μαστορεύει περίτεχνα τις διηγήσεις του σαν χειροτέχνης των λέξεων, αλλά σε κάθε περίπτωση προέχει η ψίχα της ιστορίας του. Οι δύο σελίδες της «Μικρότατης Ιστορίας» αποτυπώνουν πλήρως τη δραματική ιστορία ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, μέσα από τις σκέψεις των άλλων. Ο ρεαλισμός του δεν είναι μαγικός, αλλά μαγεύει σαν παραμυθάς που μοιράζεται ψυχικά μεταξύ ρομαντισμού και πολιτικής στράτευσης. Οχι τυχαία, ο κύκλος ανοίγει και κλείνει στην Παταγονία, «όπου κανείς δεν ρωτάει από πού έρχεται ή πού πάει ο οδοιπόρος· αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι έφτασε» στο μέρος όπου έμαθε ο Τσάτουιν να γράφει ιστορίες, το σύμβολο κάθε εσχατιάς της γης (και της ζωής), το απάγκιο των ναυαγών και των αυτοεξόριστών της. Αλλά σε τέτοια μέρη είναι που λάμπουν τα μαγικά λυχνάρια της ζωής.
**Roberto Bolano, Τηλεφωνήματα, μτφρ.: Εφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Αγρα, σ. 298, 18 ευρώΟ Μπολάνιο συχνά συγκρίνεται με τον Μπόρχες ή έστω εντάσσεται στον μεταμπορχεσιανό κύκλο. Πιθανώς αυτό αντανακλά την αμηχανία της κριτικής μπροστά σ' έναν ισπανόφωνο συγγραφέα με τέτοιο απροσμέτρητο βάθος πεδίου και βύθος αναγνωστικών δυνατοτήτων. Ομως πέρα από ουσιώδεις ομοιότητες υπάρχουν και αβυσσαλέες διαφορές, και θα περιοριστώ σε τρεις: ο Μπολάνιο έγραφε πάντα εν μέσω μιας αμεσότατης σχέσης ζωής-γραφής, εν γνώσει δε του επερχόμενου θανάτου, που δεν είχε παρά να αγνοήσει, ενώ υπήρξε κι ένας βαθύτατα πολιτικός συγγραφέας. Η γραφή του έχει εμποτιστεί στην εμπειρία και στον ψυχισμό τού ζην σε λατινοαμερικανική χώρα, δραματικά αλλοιωμένη από στρατιωτικό καθεστώς - κάποια στιγμή αναφέρεται στην αίσθηση ενός Γρεγόριο Σάμσα στα βάθη ενός μισοσκότεινου διαδρόμου, όπου κινούνταν ανεπαίσθητα «οι σκοτεινοί όγκοι του λατινοαμερικανικού τρόμου». Για τον Μπολάνιο δεν υφίσταται η αμνηστιακή και αμνηστική χρήση του πρόσφατου παρελθόντος, παρά τη σχετική εμμονή αυτών των κοινωνιών προς τη λήθη και την απαλλαγή των ενόχων.
Ο αυτοβιογραφικός ιστός των δεκατεσσάρων ιστοριών δεν διαχέεται μόνο σε διάσπαρτα στοιχεία των χαρακτήρων αλλά και στην ίδια τη θεματολογία. Η πρώτη των τριών θεματικών ενοτήτων αφορά τον ίδιο τον λογοτεχνικό μικρο-/υπο-/εσω-κόσμο: τους λογοτέχνες που αντιστέκονται ή συνεργάζονται με τα καθεστώτα, που αγωνιούν στη λογοτεχνία τους «να μην αποτυπώνεται το πρόσωπό τους», που γράφουν «σελίδες ναρκοθετημένες με μυστηριώδη σήματα» ή βαφτίζονται «στο καθαρτήριο των φτωχών ή τιποτένιων εκδόσεων», στους άγνωστους των πειρατικών ανθολογιών και στους αφανείς των επαρχιακών περιοδικών.
Στην ενότητα της απρόβλεπτης, συχνά βίαιης τροπής των πραγμάτων οι λέξεις έχουν τη δύναμη να αποβούν σωτήριες, με κίνδυνο όμως η σημασιοδοσία να μείνει κενή («Αλλο ένα ρωσικό διήγημα»), οι αναγνώσεις του Μπουλγκάκοφ δεν διασώζουν τη μοσχοβίτικη ερωτική ιστορία ενός Χιλιανού με μια αθλήτρια του στίβου («Χιόνι»), ενώ η βία, εκτός από την πολιτική («Ντετέκτιβ»), μπορεί να πηγάζει από τον ίδιο τον άνθρωπο που αισθάνεται πως απειλείται («Ουίλιαμ Μπαρνς»). Η τελευταία τετράδα αφιερώνεται σε γυναικείους χαρακτήρες με πολυπλόκαμους ψυχισμούς («Συγκρατούμενοι») ή επιρρεπείς σε δραματικές ατυχίες, πάντα ημιφωτισμένους, εφόσον, όπως ομολογεί ένας αφηγητής, «όλες αυτές οι λεπτομέρειες αποκαλύπτουν περισσότερα για εμένα παρά για κείνη» («Κλάρα»).
Θα έλεγα λοιπόν πως ο Μπολάνιο τροχιοδρομεί σ' έναν ευρύτερο γαλαξία λατινοαμερικανικής γραφής, όπου λάμπουν και οι Κορτάσαρ, Φουέντες, Λιόσα αλλά και μακρινότεροι συγγενείς (Σάμπατο, Αρλτ - οι επίγονοι του οποίου αναζητώνται στο «Σενσίνι») και «συνομιλητές» όπως ο Σεπούλβεδα ή ο Ισπανός Γκοϊτισόλο. Βέβαια όλοι οι χαρακτήρες εισέρχονται στο μπορχεσιανό «βασίλειο της σιωπής», στην περιοχή της αβεβαιότητας, της ασάφειας και του υπαινιγμού. Οι κατ' επίφαση απλές, ρεαλιστικές ιστορίες του μοιάζουν να εξελίσσονται ομαλά, ακόμα και να φωτίζονται από ανταύγειες χαμόγελου και διακριτικής ειρωνείας, μέχρις ότου ο αναγνώστης ανεπίστροφα υποβληθεί από την ατμόσφαιρά τους και από εκείνο που δεν μπορεί να γραφτεί, παρά μόνο να εννοηθεί ή αποσιωπηθεί.
Κάποιος χαρακτήρας υποστηρίζει πως «όποτε μιλάει με τους Αργεντινούς καταλήγει να μιλάει για το τάγκο και τον λαβύρινθο», κι αν είναι έτσι, οι μυθοπλασμένοι λαβύρινθοι του Μπολάνιο περιλαμβάνουν τις σπείρες της περιπλάνησης, τις χοάνες της ερωτικής ερήμωσης, τους στροβίλους της τύχης και τους ιλίγγους της εξορίας ενός πνευματικού ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει, σε πείσμα κάθε μορφής ετεροκαθορισμού. Ο πρόωρος χαμός του μας στέρησε πλήθος διηγήσεων για πρόσωπα, όπως ο συγγραφέας Αρόλντο Κόντι, που χάθηκε σε κάποιο στρατόπεδο του Βιντέλα, κυρίως όμως όπως ο οποιοσδήποτε ανώνυμος που ζει «ελάσσονα» ζωή, δηλαδή άξια γραφής.
**Ντάριο Φο, Ο έρωτας και η ειρωνεία Τέσσερις ιστορίες, μτφρ.: Ανταίος Χρυστοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη, σ. 117, 12,54 ευρώ«Ολα είναι θέατρο...τίποτα δεν είναι τυχαίο», ομολογεί μες στον χειμαρρώδη λόγο της η τσιρκολάνα ενός διηγήματος εδώ και η παραδοχή δεν αφορά μόνο τις δικές της υποκριτικές τελετουργίες αλλά και την ίδια τη γραφή τού Φο. Γιατί εκτός από τη σεσημασμένη θεατρογραφία του, ο Μπουφόνος Παραμυθάς παραμερίζει πλήρως κουίντες και παραπετάσματα ξεγυμνώνοντας ρόλους και συμπεριφορές.
Η «Ελοΐζα» εισάγεται από τον καθηγητή Αμπελάρντο στη μαγεία της τέχνης της αφήγησης και παγιδεύεται στο παίγνιο του αντίλογου σε κάθε κανόνα και της άλλης αλήθειας πίσω από τη φανερή· στην ιδέα πως «η κάθε λογική μπορεί ν' αποδειχτεί παράλογη και η κάθε τρέλα, λογική». Ο καθηγητής με τη σειρά του παραδίδεται στο πάθος, αποκαλύπτει το απατηλό του σχέδιο και αποχωρεί συντετριμμένος, εκείνη τον αναζητά και η επιστροφή του σηματοδοτεί την ερωτοτροπία τους στην κορυφή του κόσμου: στις σκαλωσιές της Νοτρ Νταμ και στις λινάτσες πάνω απ' το κενό. Το σκληρό τίμημα της ύβρεως (η οριστική στέρηση των γενετήσιων απολαύσεων, καθώς ο ευνουχισμένος άνδρας θα απαιτήσει τον μοναστηριακό εγκλεισμό της ερωμένης του) θα τους αφήσει με μόνο κληροδότημα τις βασανιστικές μνήμες της ανεπίστροφης ερωτικής ζωής.
«Η ιστορία της Μαϊνφρέντα, αιρετικής από το Μιλάνο», της νεαρής πριγκίπισσας - συνεχίστριας του θρύλου της Γκιουλελμίνας της Βοημίας, αναδεικνύει μία από τις αναρίθμητες περιπτώσεις διαφορετικών φωνών σε μια θρησκεία που καταπνίγονται, δημιουργώντας το ερεθιστικό ερώτημα τι θα συνέβαινε αν επικρατούσαν. Οι ευφρόσυνες κοινότητες και η ισότιμη συνύπαρξη των δύο φύλων σε μια κοσμική και εργατική ιερατική τάξη ευνόητα αποτέλεσαν απειλή για τον παπικό θρόνο και τον ίδιο τον χριστιανισμό, συνεπώς η επιταγή καύσης των πιστών ήταν αναπόφευκτη.
«Η Θηριοδαμάστρια» απομυθοποιεί μπροστά στο κοινό της το θέαμα που προσφέρει αποκαλύπτοντας την εξ απαλών ονύχων προδιαγεγραμμένη ζωή των θηρίων, επεκτείνοντάς την πρόβα εξομολόγησης στα του συζυγικού της βίου. Την οριστική παραμόρφωση της εικόνας της σχέσης των επαγγελματιών με τα θηράματα (με την ευτράπελη διήγηση της εκπαίδευσής τους ακόμη και μέσα στη ζούγκλα) ακολουθεί η εξομολόγηση πως και ο καθένας τους αποτελεί το ζώο για τον άλλο: εξουσία και εκπαίδευση προφανώς αποτελούν τους εκ των ων ουκ άνευ κινητήριους μοχλούς ενός έρωτα.
Οι παραλλαγές, τέλος, ενός λαϊκού αφηγήματος του Λου Σουέν εμπνέουν τον Φο να παρουσιάσει τη δική του «πειραγμένη» εκδοχή. Στη γιορτή των χαρταετών, όπου μοναχοί με ζωόμορφες μάσκες πετούν με φτερωτές μηχανές σε τελετές αυτοκτονίας, μεταμφιεσμένοι εορταστές, παγιδεύουν τον ίδιο τον Κυβερνήτη, εκτοξεύοντάς τον στους αιθέρες του τρόμου προς τέρψιν των υπηκόων του. Ο ταπεινωμένος άρχοντας συλλαμβάνει ως αποδιοπομπαίο τράγο τον σαλό Κου, που ενοχοποιείται εξαιτίας της μάσκας του και οδηγείται στον θάνατο απολαμβάνοντας τη μεσσιανική του αντιμετώπιση και εμποτίζοντας με τη δική του κοσμοθέαση τον κομμουνιστική ιδεολογία για την οποία κατηγορήθηκε.
Αρκούν αυτές οι τέσσερις πεζογραφικές ασκήσεις για να διανυθεί μια τεράστια ιστορική και λογοτεχνική παράδοση: από τις μεσαιωνικές διηγήσεις του Βοκκάκιου και την παραδοσιακή αφήγηση μύθων και θρύλων μέχρι τον (θεατρικό) μονόλογο και την αυτοσχέδια «παραλογή». Ο συγγραφέας τεχνουργεί την παραμυθοποιητική του με τρόπο απλό και ακαριαίο. Οπως άλλωστε λέει η Ελοΐζα: «Οι σημαντικές λέξεις, όταν επαναλαμβάνονται, κινδυνεύουν να φανούν ψεύτικες». Απολαυστικές οι ιστορίες, μα προσοχή: ο Φο στέκεται «με το δάχτυλο στο μάτι» μας και ανά πάσα στιγμή μπορεί ο παλιός τούτος τίτλος του να γίνει πράξη.
- Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 1 Απριλίου 2010
Thursday, April 8, 2010
Το Σύμπαν σε μινιατούρα
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment