Εντυπώσεις από το Φεστιβάλ της Μέκκας των Γραμμάτων που έλαβε χώρα στο οξφορδιανό κολέγιο Christ ChurchΤης Μαριας Tοπαλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 11 Aπριλίου 2010
Τι μας κάνει να ευχαριστιόμαστε τη ζωή; Εστω, να την αντέχουμε; Η λογοτεχνία! έγραφε (περίπου) ο παλιός καλός Σάμιουελ Τζόνσον (1709 - 1784). Και καθώς η ακροβασία είναι γνωστό διεγερτικό, ο ευπώλητος Φίλιπ Πούλμαν (1946), φανατικά αντι-εκκλησιαστικός, παρέθεσε τέτοια και άλλα «ανακρινόμενος» από 16χρονη μαθήτρια στην αίθουσα του εκκλησιαστικού σχολείου του Καθεδρικού Ναού, στο Κολέγιο Christ Church. Εκεί, στο Φεστιβάλ της Μέκκας των Γραμμάτων παραδέχτηκε: είναι καλά τα χρήματα που βγάζει από το γράψιμο. Στον πένητα Τζόνσον, θυμίζουμε, τα χρήματα δεν έφτασαν παρά για ένα μόνο χρόνο σε οξφορδιανό κολέγιο· δεν αποφοίτησε ποτέ από πουθενά. Προς δόξαν, εντούτοις, του πάθους των Γραμμάτων έγραψε αργότερα το διάσημο λεξικό του (μήπως και το αγαπημένο λεξικό των ελληνόφωνων βιβλιομανών δεν γράφτηκε χάρη στο πάθος ενός εμπόρου, του Θεολόγου Βοσταντζόγλου;)
Κακές γλώσσες
Ηταν, άραγε, «το» γεγονός του Φεστιβάλ η ανάγνωση από το πολυδιαφημισμένο βιβλίο του Πούλμαν The Good Man Jesus and the Scoundrel Christ; Δύο μέρες αργότερα κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία (είχε υπάρξει και προδημοσίευση στον Guardian), τροφοδοτώντας κακές γλώσσες που έσπευσαν να το συγκρίνουν με τους Σατανικούς Στίχους του Ρουσντί (ποιος τους διάβασε, άραγε;), ως στηριζόμενο στην προκλητικότητα, όχι στη λογοτεχνική αξιοσύνη. Προτιμητέα η άλλη πλευρά του θορυβούντος συγγραφέα: αυτή που κατήγγειλε δημόσια τις βρετανικές κάμερες παρακολούθησης («περισσότερες απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου») και χλεύασε τη δαιμονοποίηση όλων των ενηλίκων ως δυνάμει εγκληματιών, με αφορμή την πρόσφατη καθιέρωση στη χώρα του της υποχρεωτικής αρχειοθέτησης-πιστοποίησης όσων από αυτούς έρχονται επαγγελματικά σε επαφή με παιδιά.
«Το» γεγονός σε ένα τέτοιο Φεστιβάλ, όπου το μέγεθος των ονομάτων (ΛεΚαρέ, Γιουν Τσαγκ, Εϊμς, ΜακΓιούαν κ.ά.), συναγωνίζεται την πληθωρικότητα των εκδηλώσεων κι αυτή, με τη σειρά της, τη μυθική σκηνογραφία ενός Christ Church (που, ως αρχετυπικό οξφορδιανό κολέγιο, υπήρξε ντεκόρ λογοτεχνικών έργων και, αργότερα, ταινιών όπως το «Χάρι Πότερ») είναι η ατμοσφαιρική πύκνωση συγγραφέων - κοινού. Την προκαλούν οι δονήσεις των απαγγελιών και των συζητήσεων, η λάμψη των προσώπων που απολαμβάνουν την παρουσία οι μεν των δε, η κοινότητα μιας έξης που αναμοχλεύεται και ερεθίζεται από αξιόπιστη σκηνοθεσία, εμπιστοσύνη στο τελετουργικό, καλή διανομή.
Παιδιά Δημοτικού συζητούν με διασημότητες· μαθήτριες και μαθητές λυκείου αναλαμβάνουν ρόλο στις συζητήσεις ή βραβεύονται σε διαγωνισμούς επιπέδου. Χωρίς αμηχανία, χωρίς επιτήδευση. Ορθότερα: με υπερβολική επιτήδευση, καλλιεργημένη ως δημιουργική επιτέλεση. Στην θεατρική της ένταση –κι όποιος αντέξει!– το τετριμμένο αναβιβάζεται σε κλασικό. Ετσι, στο περίφημο ερώτημα «ποίηση ή πρόζα;» (γιατί άραγε τίθεται μόνο στους ποιητές κι όχι στους πεζογράφους;) ο εξαιρετικός Ρόμπιν Ρόμπερτσον (1955) «από τη βορειο-ανατολική ακτή της Σκωτίας» απάντησε με γερή δόση φλέγματος πως είναι, βεβαίως, θέμα γούστου: «σ’ άλλους αρέσει ένα μολτ ουίσκι, σ’ άλλους μια πίντα εγγλέζικης μπίρας»...
Η Ιλιάδα, είπε ο Μάικλ Λόγκλεϊ (1939) (που προσφωνήθηκε ως «μεγαλύτερος εν ζωή αγγλόφωνος λυρικός ποιητής) είναι το σημαντικότερο όλων των βιβλίων. Κι ενώ η απαγγελία του άνοιξε με αδημοσίευτα ακόμα, τρυφερά ποιήματα, αφιερωμένα στα εγγόνια του, έκλεισε με τη διάσημη «Ανακωχή» (1994), που αναδιηγείται το ομηρικό επεισόδιο Αχιλλέα - Πριάμου (δημοσιεύθηκε άλλοτε στους Irish Times, προεικάζοντας μια παύση πυρός στη Βόρειο Ιρλανδία). Ο Λόγκλεϊ προλόγισε σχεδόν ένα προς ένα τα ποιήματά του με τόση ακρίβεια και ρυθμικότητα, ώστε παρατηρήθηκε εύστοχα ότι δυσκολευόταν κανείς να ξεχωρίσει το ποίημα από τον πρόλογο.
Δυο κλειδιά, που η απαγγελία και οι συζητήσεις κατέστησαν ανάγλυφα, κουρδίζουν τα ετερόκλητα στοιχεία του βρετανικού συγγραφικού παραδείσου: αφηγηματικότητα και μουσικότητα. Είτε πρόκειται για ώριμη ποίηση είτε για το πειραματικό εγχείρημα μιας 17χρονης που βραβεύεται χωρίς λαμπρότητα (αλλά με αίγλη), είτε για τα μπεστ σέλερ του πονηρού, χαριτωμένου Πούλμαν, το «κείμενο» οφείλει να εξιστορεί, με ρυθμό και μέλος. «Τα γερά πηρούνια είναι πάντα καλοδεχούμενα», λέει ένας ήρωας στη Μαγική Πουτίγκα (1918), αγαπημένο ανάγνωσμα του Πούλμαν, χωρισμένο σε «φέτες» αντί κεφαλαίων. Η μεταφορά του κελεύσματος στους απανταχού αναγνώστες δεν θα πρόδιδε το πνεύμα της διοργάνωσης.
Συνομολογεί ο Ρόμπερτσον (μαγεύοντας το κοινό με απαγγελία άλλων εποχών), αφού δεν διστάζει να χαρακτηρίσει, ταπεινά τάχα, την ποιητική τέχνη του «χειροτεχνία» - κάτι που ευσχήμως επέρριπτε ως ανεπάρκεια ο Χιουζ στην Πλαθ από τη θέση του –δικαίως επικριθέντος– επιμελητή των Απάντων της. Ο Ρόμπερτσον βιοπορίζεται ως επιμελητής, οδηγούμενος εξ αυτού σε μιαν ευλογημένη καθυστέρηση της πρώτης δημοσίευσης (στην ηλικία των σαράντα). Αναφέρεται με σεβασμό στον δικό του επιμελητή, τον επίσης βραβευμένο ποιητή Ντον Πάτερσον. Ετσι, κουβεντιάζοντας, για επιμέλειες και χειροτεχνήματα, πιάνουν την τέχνη τους σκυφτοί, σαν το ψωμί από χάμω, οι ποιητές της Εσπερίας...
Το αυτονόητο
Ο Πούλμαν αναπολεί υπερωκεάνια ταξίδια της παιδικής του ηλικίας (θυμίζοντάς μας, δίχως ρητή αναφορά, το φευγιό της ατίθασης Λάιρα με τσιγγάνικα ποταμόπλοια και με πολικές αρκούδες στους πάγους). Κουνώντας χέρια - σώμα αλλάζει τον ρυθμό των παράκτιων κυμάτων σε πελαγίσια, εορτάζει εν πλω το πέρασμα του Ισημερινού, μαθαίνει με την όσφρηση και διδάσκει με τη γραφή την απεραντοσύνη της υδρογείου· εξηγεί το αυτονόητο: δεν ακούει μουσική ο συγγραφέας όταν γράφει, γιατί πρέπει να συγκεντρωθεί στον ρυθμό της πρόζας, που είναι δύσκολη υπόθεση. Μέμφεται δημόσια τον εαυτό του που υποχώρησε στις πιέσεις των εκδοτών, δημοσιεύοντας πρόωρα τον τρίτο τόμο της Τριλογίας: με τη στερνή του γνώση, θα χρειαζόταν άλλον ένα χρόνο για να τελειοποιηθεί.
Δεμένοι με μύθους και πάθη καλλιεργημένα ως άνθη της γλώσσας σε συγκεκριμένα τοπία και κλίματα, οι συγγραφείς μοιράστηκαν και μιαν ιδιότυπη –οξφορδιανή;– «ελληνικότητα»: ο Λόγκλεϊ με τα ομηρικά του θέματα· ο Ρόμπερτσον με τη λέξη «Νάξος» να κλείνει την απαγγελία του («Abandon»)· η 17χρονη Εμιλυ Χάρισον με τον τίτλο του βραβευθέντος ποιήματός της («Love has no Larynx»)· ο Πούλμαν, απαντώντας στην τελευταία ερώτηση λιλιπούτειου αναγνώστη με την εξήγηση της λέξης «δαιμόνιο» που, ως γνωστόν, είχε επιλέξει για τα ζωόμορφα πνεύματα των διάσημων πρωταγωνιστών του.
Saturday, April 10, 2010
Διάσημες πένες σε ένα υπέροχο ντεκόρ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment