Friday, April 30, 2010

Μιχάλης Γκανάς: Η αγάπη που διαρκεί είναι πάθος

Ο ποιητής και στιχουργός είχε να γράψει πεζό από την περίφημη αυτοβιογραφική «Μητριά πατρίδα», του 1981. Στις μικρές, όμως, ιστορίες που έκλεισε στο βιβλίο με τίτλο «Γυναικών» δείχνει ένα πιο ελεύθερο, τρυφερό και γεμάτο χιούμορ πρόσωπο. Βοηθάει και το θέμα

Το βλέμμα του άντρα να αιχμαλωτίζεται από μια ανεπαίσθητη κίνηση χεριών, από ένα τίναγμα των μαλλιών, από το χρώμα της φωνής, από μια λυγερόκορμη πλάτη, αλλά κι από ένα αργό βάδισμα ηλικιωμένης. Γυναίκες σε καφέ, στον δρόμο, στο τηλέφωνο, μπροστά σ' έναν υπολογιστή, στη θάλασσα της μνήμης. Σαγήνη, θέληση, μοναξιά, υπομονή, μαρασμός γένους... θηλυκού.

Δεκαέξι ιστορίες, δυο-τριών σελίδων οι περισσότερες, που «ζουμάρουν» με υψηλής ευαισθησίας κάμερα στον ωκεάνιο γυναικείο κόσμο. Είναι τα πεζογραφήματα που συνθέτουν το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά «Γυναικών» με υπότιτλο «Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μελάνι»).

Ποιητής και στιχουργός πυκνής κι αισθαντικής γραφής, που αφουγκράζεται με γήινο και λεπταίσθητο τρόπο το παρόν και το παρελθόν, τον έρωτα, την απώλεια, τη γενέθλια γη, ο Ηπειρώτης Μιχάλης Γκανάς δοκιμάζεται με επιδέξια ισορροπία στη σύντομη πεζογραφική φόρμα, ανιχνεύοντας το απέραντο γαλάζιο των γυναικείων κυμάτων. Είναι το δεύτερο πεζογραφικό έργο του μετά το αυτοβιογραφικής χροιάς παλαιότερό του «Μητριά πατρίδα».

  • Στα μικρά αυτά αφηγήματα εστιάζετε σε κάδρα γυναικεία. Γιατί ειδικά γυναίκες; Παραμένουν γοητευτικά και ανεπαρκώς ανεξερεύνητες;

«Δεν προσπαθώ να εξερευνήσω τις γυναίκες. Ούτε καν να τις καταλάβω. Απλώς μου αρέσουν πολύ. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο ότι μεγάλωσα ανάμεσα σε γυναίκες: μητέρα, γιαγιάδες, αδελφή, θείες, εξαδέλφες. Οι άντρες του σπιτιού έλειπαν συνεχώς. Μου είναι πολύ οικείος αυτός ο κόσμος, η φυσική παρουσία τους εννοώ, οι χειρονομίες, το άρωμα που αφήνουν πίσω τους, οι ομιλίες τους, αλλά και ο απροσπέλαστος ψυχισμός τους, η σκληρότητα και η τρυφερότητα που πάνε χέρι χέρι...»

  • Μοιάζουν με... κύματα οι γυναίκες, όπως αναφέρετε στην ιστορία σας «Κυμοθόη»;

«Ναι, μοιάζουν με κύματα. Με σαράντα κύματα η καθεμιά. Μπορεί τα 39 να σε χαϊδεύουν και το ένα να σε πνίξει. Και αντιστρόφως. Αυτό το δεύτερο το αποτυπώνει ακριβώς ένα δίστιχο: Τα ματάκια σου μού λένε / να πεθάνω να με κλαίνε. Αυτό ισχύει και για την "Κυμοθόη", που είναι συγκεκριμένο και αγαπημένο πρόσωπο στη ζωή μου».

  • Ο αφηγητής-σχολιαστής σε μερικές ιστορίες δείχνει έκθαμβος, τρακαρισμένος μπροστά στη γυναικεία ομορφιά και φύση και σ' άλλες ευαίσθητος, σεβαστικός απέναντι στη φθορά της από τον χρόνο. Είναι συνήθης αντρική συμπεριφορά; Οι γυναίκες δυσκολεύονται πιο πολύ με τον χρόνο;

«Οι γυναίκες νομίζω ότι ζουν σε άλλο χρόνο από τον δικό μας. Αλλοτε πάνε "μπροστά" και άλλοτε "πίσω". Γι' αυτό ή τρέχουμε να τις προλάβουμε ή περιμένουμε να φθάσουν. Και στις δύο περιπτώσεις, που συχνά με κάνουν έξαλλο, είμαι εντέλει με το μέρος τους. Νομίζω ότι "κάτι ξέρουν". Κάτι που εμείς θα μάθουμε αργότερα. Να το πω λίγο σχηματικά: ενώ εμείς όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, βλέπουμε το σημερινό μας είδωλο, εκείνες, αν είναι νέες, βλέπουν ταυτόχρονα τη μεσόκοπη κι αν είναι μεσόκοπες, τη γηραιά κυρία που θα γίνουν κάποτε. Ισως γι' αυτό περνάνε τόσες ώρες μπροστά στον καθρέφτη».

  • Τα μαλλιά των γυναικών και η κίνηση των χεριών τους μέσα σ' αυτά έχουν την τιμητική τους. Είναι κάτι που σας ελκύει περισσότερο στη γυναικεία εικόνα;

«Ναι, τα μαλλιά των γυναικών μού αρέσουν πολύ, είτε τα βλέπω είτε τα αγγίζω είτε τα μυρίζω. Περισσότερο όμως μου αρέσουν όταν τα "παιδεύουν" με τα χέρια τους. Κάνουν απίθανα πράγματα».

  • «Κάποια πράγματα είναι μόνο για άντρες», «υπάρχουν πράγματα μόνο για γυναίκες» λέτε σε μια ιστορία. Είναι αισθητός αυτός ο διαχωρισμός σήμερα ή η πρόοδος και ο μοντερνισμός τον έχουν καπελώσει;

«Η πρόοδος και ο μοντερνισμός κάνουν τη δουλειά τους, αλλά αυτός ο κακώς εννοούμενος φεμινισμός και η... αγενής άμιλλα για ισότητα παντού πρέπει να έχουν και κάποια όρια. Μην ξεχνάμε στο κάτω κάτω ότι μόνον οι γυναίκες έχουν περίοδο και μόνον οι άντρες κατουράνε όρθιοι».

  • «Δεν υπάρχει κόλαση όπου υπάρχει αγάπη. Δεν υπάρχει παράδεισος, κάποτε, παρά την αγάπη. Αρκεί, όμως, που υπάρχει αγάπη: αυτό το διαρκές καθαρτήριο» λέτε σ' ένα απ' αυτά. Είναι αισθητή η παρουσία ή η απουσία της στις μέρες μας; Διαφέρει από τον έρωτα;

«Η αγάπη, εφ' όσον υπάρχει, είναι διαρκής. Ο έρωτας μπορεί να μην είναι στιγμιαίος, αλλά έχει μικρή διάρκεια. Συνήθως αποδίδουν στον έρωτα το πάθος, ενώ στην αγάπη αναγνωρίζουν τα καλά (και ηπιότερα) αισθήματα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο έρωτας είναι η παιδική ασθένεια της αγάπης. Η αγάπη πάντως δεν είναι λιγότερο παθιασμένη. Οταν ζεις μ' έναν άνθρωπο 20, 30, 40 χρόνια μαζί, τι είναι αυτό; "Η διάρκεια είναι πάθος" λέω εγώ. Και το εννοώ».

  • Για την «προσγείωση στην τρίτη ηλικία», που «είναι ισόβια» όπως λέτε, χρειάζονται κάποια εφόδια, κάποιες αβαρίες; Οπως;

«Ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την "προσγείωση" είναι να συνεχίσει να ζει. Μεγαλώνοντας χάνουμε την αλκή και την ωραιότητα της νεότητας αλλά ωριμάζουμε, χωρίς να σαπίζουμε πάντα, και μπορούμε να χαρούμε πολλά πράγματα. Το χειρότερο για τους ηλικιωμένους είναι ότι δεν έχουν κοινωνικό ρόλο στις μέρες μας και δεν απολαμβάνουν τον σεβασμό που τους αξίζει. Οπουδήποτε και αν πάνε, τους προσφωνούν παππού και γιαγιά και όχι κύριο και κυρία».

  • Μοιάζουν με «φωτογραφικά ενσταντανέ» στιγμών, κινήσεων τα λακωνικά κείμενά σας. Ως ποιητής και στιχουργός είστε λάτρης της μικρής φόρμας; Δεν σας ενδιαφέρει η ανάπτυξη μεγαλύτερης πλοκής;

«Προς το παρόν δεν νιώθω αυτή την ανάγκη. Η μικρή φόρμα μού πηγαίνει, ό,τι έχω να πω μπορώ να το πω μια χαρά και να το μοιραστώ στη συνέχεια με αναγνώστες που με ενδιαφέρουν. Γιατί τα μικρά διηγήματα, και πολύ περισσότερο τα ποιήματα, τα διαβάζουν απαιτητικοί αναγνώστες, γι' αυτό άλλωστε δεν πουλάνε όσο τα μυθιστορήματα. Θα μου πείτε, δεν θα ήθελα να γράψω κάτι που να γίνει μπεστ σέλερ; Ακόμη και να ήθελα, δεν θα μπορούσα. Γιατί δεν προαποφασίζω το είδος στο οποίο θα γράψω κάτι. Αντίθετα, αυτό που έχω να πω μου επιβάλλει, κατά κάποιον τρόπο, και τη φόρμα του». *

Πώς φτάσαμε εδώ κάτω σκαρφαλώνοντας;

  • Η παιγνιώδης, ενίοτε αυτοϋπονομευτική, διάθεσή σας σ' αρκετά από τα αφηγήματά σας είναι έκδηλη. Η αίσθηση του χιούμορ απαλύνει τη ζωή;

«Σίγουρα. Στα ποιήματά μου, βέβαια, όπως και στο αφήγημα "Μητριά πατρίδα" δεν υπάρχει αυτή η διάθεση. Σ' αυτό το βιβλίο, που είναι και το λιγότερο αυτοβιογραφικό -όλα τα πρόσωπα εκτός από τρία είναι φανταστικά- ένιωσα την ανάγκη να παίξω λίγο και με τα είδη -ποίηση, πεζογραφία- και με το ύφος. Είδα τα κείμενα και σαν ασκήσεις ύφους δηλαδή, και αυτό με απελευθέρωσε αρκετά. Ηταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα».

  • «Το τσιγάρο δαγκώνει την καρδιά. Ευτυχώς η καρδιά σου είναι γερή... Φυσικά το τσιγάρο κομμένο», λέει ο γιατρός στον ήρωα μιας ιστορίας σας. Η φωτογραφία σας στο εσώφυλλο με το τσιγάρο στο στόμα είναι ένα είδος πρόκλησης, αντίσταση στα επιστημονικά δεδομένα της εποχής μας;

«Είναι μια περίεργη αλληλεγγύη προς τους καπνιστές, που βρίσκονται υπό διωγμόν, από έναν πρώην δεινό καπνιστή που έχει κόψει το τσιγάρο πάνω από τρία χρόνια και δεν σκοπεύει να ξανακαπνίσει. Δεν μπορώ αυτή την αντικαπνιστική υστερία».

  • Η έντονη αίσθηση της μνήμης και της απώλειας, όπως η έγνοια του γενέθλιου τόπου στο βουνό, στη φύση, έχουν κι εδώ το μερτικό τους όπως στην ποίησή σας. Τι αντιπροσωπεύουν για σας;

«Αυτός είναι ο κόσμος μου. Γι' αυτόν γράφω με όλους τους τρόπους: ποιήματα, ιστορίες, τραγούδια. Ετσι παρηγοριέμαι. Αν παρηγοριέται έστω και ένας άλλος ακόμη, τόσο το καλύτερο».

  • Στη χώρα μας οι... καιροί είναι κόντρα. Ούριος άνεμος διαφαίνεται στον ορίζοντα από κάπου;

«Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Οποιος άνεμος κι αν φυσάει φέρνει "μπόχα και καταλαλιά". Ολο αυτό το κυνήγι της επιτυχίας και του χρήματος, πάση θυσία, που μας έφερε ώς εδώ, μου θυμίζει τον άνθρωπο που έχει πιάσει πάτο και αναρωτιέται: πώς έφτασα εδώ κάτω σκαρφαλώνοντας; Χρειαζόμαστε τεράστια ψυχική δύναμη για να αναστρέψουμε το κλίμα. Την έχουμε;»

No comments: