Ολιγοσέλιδο, αλλά ιδιαίτερα πυκνό το πεζογράφημα του κύπριου ποιητή Λεύκιου Ζαφειρίου. Με γλώσσα κοφτή, ακριβή ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή στην Κύπρο από το 1953 έως το 1964 από την πλευρά ενός μικρού παιδιού που μεγαλώνει σε αντίξοες συνθήκες. Πρόκειται για χρόνια δίσεκτα: ο κόσμος αγωνίζεται να αποτινάξει τον αγγλικό ζυγό, οι έριδες μεταξύ των δύο κοινοτήτων εντείνονται, συχνά υποθαλπόμενες από τους αποικιοκράτες, αλλά η Κύπρος αποκτά την επίφοβη ανεξαρτησία της.
Η πρώτη παράγραφος συνοψίζει αποσπασματικά το περιεχόμενο του βιβλίου: «...Δημοτικό άρρωστος, φεύγω απ' το σχολείο... Παιδική Στέγη, κλαίω ασταμάτητα... Ενα αυτοκίνητο αρπάζει φωτιά· εκείνη την ώρα κάθουμαι κάτω απ' τη φοινικιά. Σε λίγο ακούγονται φωνές, οι μαθητές σε διαδήλωση...» Ο αναγνώστης εισάγεται βαθμιαία στα εξιστορούμενα γεγονότα: οι επόμενες παράγραφοι ακολουθούν μια εξίσου ελλειπτική αφήγηση, με συχνές και ενίοτε μη γραμμικές αναδρομές σε προγενέστερα γεγονότα (προσωπικά ή συλλογικά). Σαν μέσα από το φωτογραφικό λεύκωμα της μνήμης, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής - πρωταγωνιστής ξετυλίγει συνοπτικά, ιμπρεσιονιστικά θαρρείς, τις στιγμές που συντάραξαν τον ίδιο, την οικογένειά του, τον τόπο του. Κεντρικό ρόλο στην ιστορία έχει η νεαρή μητέρα του αφηγητή· η παρουσία της και, αργότερα, η απουσία της στοιχειώνει απ' άκρου εις άκρον το κείμενο.
Η ζωή της οικογένειας ξεδιπλώνεται: ο πατέρας συνήθως μένει σε άλλο μέρος, μακριά της, δουλεύοντας και παλεύοντας να ξεφύγει από τους τοκογλύφους. Τα τρία μικρά αγόρια μένουν σε χωριό με τη μητέρα και άλλους συγγενείς. Στη διευρυμένη αυτή οικογένεια με τα πολλά παιδιά προσπαθεί ο ένας να συντρέξει τον άλλο. Η μάνα, ποιήτρια, αντιμετωπίζει συνέχεια το κλασικό δίλημμα «παιδιά ή τέχνη», που μας είναι πολύ γνωστό και από διασημότερες ομότεχνές της, π.χ Τσβεντάγιεβα. Παρουσιάζεται σχεδόν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. «Εμείς δεν είχαμε τι να κάνουμε, κάτσαμε και την κοιτούσαμε, ώσπου βαρεθήκαμε», σχολιάζει ο αφηγητής. Η διαφορετικότητά της αναδεικνύεται από την τυχαία πληροφόρηση «κομμουνίστρια», που ακούγεται στα παιδιά σαν βλαστήμια· οι αριστεροί κρύβονται και διαβάζουν κρυφά τον Τύπο. Λόγω της μητέρας κυρίως, η εκτέλεση του Μπελογιάννη στην Ελλάδα αποκτά διάσταση κομβικού γεγονότος.
Τα παιδιά παίζουν ομαδικά πολεμικά παιχνίδια στις αυλές, συνήθως με ξύλινα σπαθιά. Σύντομα η οικογένεια μετακομίζει στη Λάρνακα και παρουσιάζεται η τοπιογραφία της γειτονιάς τους. Εδώ οι φιλίες περιλαμβάνουν και παιδιά της έτερης κοινότητας, δηλαδή Τουρκάκια. Η φτώχεια δεν κάνει διακρίσεις, είναι γενική. Οι παιδικές «συμμορίες» / ομάδες έχουν στη δικαιοδοσία τους συγκεκριμένους χώρους. Η θέαση της πραγματικότητας πάντα από την οπτική ενός μικρού παιδιού αναβιώνει τα σημαντικά γι' αυτό γεγονότα, π.χ το σκότωμα ενός φιδιού, το δραγούμισμα των καρπών των δέντρων. Η μάνα, κορυφαία του χορού της εξαθλίωσης, προσπαθεί να εισαγάγει τα παιδιά στη λογοτεχνία διαβάζοντάς τους διηγήματα του Δ. Βουτυρά, ενώ ο πατέρας τούς εξιστορεί το πάθημα του επιτρόπου της εκκλησίας από τους ζητιάνους. Οι ντόπιοι είναι οι περισσότεροι χαμάληδες ή ψαράδες: η ένδειά τους περιγράφεται μέσα από ενδείξεις-πινελιές: δεν υπάρχουν παράθυρα παρά χαρτόνια ή κουρέλια, ούτε χρήματα για τα τετράδια των παιδιών, τις λάμπες πετρελαίου, τη θέρμανση. Η μητέρα όμως είναι πάλι έγκυος και άρρωστη. Με λέξεις-καρφιά ο μικρός πρωταγωνιστής περιγράφει την κατάσταση: «Μπόσικος καιρός, χαΐρι δε βλέπαμε και με την ψυχή στο στόμα». Σημαντικό ρόλο σε κάθε παραλιακή πόλη παίζει η θάλασσα, και η Λάρνακα έχει κι αυτή το μερίδιό της σε ναυάγια. Ο αρχικός βουβός θρήνος μετατρέπεται σε ολοφυρμό όταν βγάζουν τον πνιγμένο.
Τα καινούρια γεννητούρια της οικογένειας φέρνουν σε απόγνωση τη μητέρα, που βάζει για πρώτη φορά φωτιά, καίγοντας κάποιες καρέκλες. Το μωρό, κορίτσι, το παίρνει απ' ευθείας το Γραφείο Ευημερίας, ενώ η οικογένεια στηρίζεται όλο και περισσότερο στην «καλοσύνη των ξένων» (γειτονικής τουρκικής οικογένειας). Η εικόνα που έχουν οι άλλοι (οι μεγάλοι) για τη μάνα, βγαίνει από τα χείλη της αδελφής της και αποτυπώνεται στο παιδικό μυαλό. Η απουσία της για δύο μήνες (σε νοσοκομείο; σε ίδρυμα;) κατατρώει τον μικρό ήρωα, ενώ την ίδια περίοδο η ένταση στο νησί κλιμακώνεται και στα μάτια του συνοψίζεται στις εκρήξεις βομβών και στις μαθητικές διαδηλώσεις. Η επιστροφή της μάνας αντανακλάται στο κύριο μέλημά της: τη μόρφωση των παιδιών της. Ωστόσο τα τρία της αγόρια μεταφέρονται στην Παιδική Στέγη, αγγλικό ίδρυμα. Η στρατοκρατία επιτείνεται και ο ρόλος των Εγγλέζων σκιαγραφείται ανατριχιαστικά: «...είχαν πιάσει καμιά δεκαριά Ελληνες, τους πήγαν σε τουρκικό χωριό επίτηδες, τους άφησαν κι έφυγαν. Πέσαν πάνω τους οι Τούρκοι και τους σφάξανε».
Το προσωπικό με το συλλογικό βίωμα εναλλάσσονται. Η επίσκεψη της μητέρας και η εμμονή της με τη φωτογράφηση των παιδιών, ακόμη και το σπάνιο χαμόγελό της, δεν αρκούν για να σβήσουν τον «σιωπηλό» πόλεμο που διεξάγεται μέσα της, ούτε τον άλλο που διεξάγουν οι Εγγλέζοι και πληγώνει τα παιδικά μάτια και τις παιδικές ψυχές. Ο φόνος του επτάχρονου Δημητράκη από εγγλέζο στρατιώτη, αφήνει βαρύ αποτύπωμα και προτρέπει το κυπριακό παιδομάνι στη δική του ιντιφάντα (πετροπόλεμο). Μια επίσκεψη των παιδιών στο σπίτι με τον ρημαγμένο πατέρα και τη συγκλονισμένη από την αυτοπυρπόληση του Γρηγόρη Αυξεντίου μητέρα οδηγεί στην κορύφωση: την ανάλογη κατάληξη της μητέρας. Σπαραχτικός ο λόγος τού αφηγητή, αφήνει σημάδια: «Το βράδυ στον ύπνο μου φτερούγιζαν νυχτερίδες». Παράλληλα οι μαθητικές διαδηλώσεις εντείνονται και αντιμετωπίζονται από τους Εγγλέζους με ελικόπτερα που ρίχνουν δακρυγόνα. Μέσα σ' αυτό το κλίμα του γενικού τρόμου οι μαθητές οδηγούνται από τις δασκάλες τους στην Ανάσταση (Πάσχα)! Ο τρόμος συνεχίζεται και σε προσωπικό επίπεδο: η επίσκεψη των παιδιών στο γηροκομείο, όπου φιλοξενείται ο άρρωστος πατέρας σε άθλιες συνθήκες, προοιωνίζεται το επικείμενο τέλος του.
Η κλιμάκωση των γεγονότων δημιουργεί απορίες στους μικρούς μαθητές, όμως καταγράφονται τα επεισόδια που υποπίπτουν στην αντίληψή τους. «Ηρθαν Τούρκοι κι έβαλαν φωτιές στα ελληνικά μαγαζιά. Οι Εγγλέζοι τούς έβλεπαν, δεν έκαναν τίποτα». Ο φόβος κυριεύει τις ψυχές τους: «...φοβόμασταν μπας και μας σφάξουνε στον ύπνο...». Εν τω μεταξύ, στη Στέγη τα παιδιά «μορφώνονται» με διηγήσεις για τους έλληνες «συμμορίτες». Η δεσποσύνη Φρειδερίκη τούς μοιράζει εθνικοπατριωτικά βιβλία, όπως το «Ο Παρασκευάς στους συμμορίτες», και ο αφηγητής σπεύδει να διευκρινίσει: «Πάντως όλοι ήμασταν με τον Παρασκευά κι όχι με τον στρατοδίκη». Το όνομα της παιδαγωγού/ παιδονόμου και η γενικότερη ζωή στη Στέγη λειτουργούν ως υπόμνηση των αντίστοιχων ελληνικών παιδουπόλεων· ο τίτλος του βιβλίου πιθανώς ειρωνεύεται αυτές τις παιδαγωγικές (χαρακτηριστικά η συμπαθέστερη δασκάλα φέρει, ίσως όχι τυχαία, το όνομα Ειρήνη).
Τα γεγονότα πυκνώνουν, αλλά για την παιδική αντίληψη του αφηγητή τα πλέον αξιομνημόνευτα είναι: η επίσκεψη του τελευταίου άγγλου κυβερνήτη στη Στέγη, οι φήμες για την ανεξαρτησία και η «μεσσιανική» εμφάνιση του Μακαρίου στη Λευκωσία: «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ. Νενικήκαμεν!» Η γλαφυρή αποτύπωση της αποθέωσής του γειώνεται από την παιδική οπτική που, παρ' όλο τον ενθουσιασμό, περιγράφει και την κούραση των πιτσιρικάδων και την αναζήτηση λιχουδιάς. Η ανεξαρτησία συνδυάζεται πάραυτα με το λιγότερο ζοφερό κεφάλαιο: το πανηγύρι του κατακλυσμού (Αγ. Πνεύματος) στη Λάρνακα, τόπο συνάντησης πολλών μελών της οικογένειας, αναφορές στις τούρκικες λιχουδιές, στις κυπριακές συνήθειες και έθιμα, π.χ. τα τσιαττίσματα (λαϊκά δίστιχα ή τετράστιχα).
Η μεταφορά της Παιδικής Στέγης σε άλλο κτήριο συμπίπτει με το πέρασμα του αφηγητή από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Ως το μόνο σπίτι που έχει ουσιαστικά γνωρίσει, η μεταφορά της ανασύρει μνήμες για τον θάνατο των γονιών και γεννά ενοχές. Το τελευταίο αυτό καλοκαίρι και η πανταχού παρούσα θάλασσα συνδράμουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Στα δύο άκρως συνοπτικά, σαν επιλεγόμενα, τελευταία κεφάλαια ο συγγραφέας καταγράφει κάποια από τα γεγονότα του '63: τα κρυμμένα όπλα, την έντονη εγγλέζικη παρουσία, τις αγριότητες των δύο κοινοτήτων. «Ο Κωνσταντής που του άνοιξαν το στομάχι με ξυραφάκι και τους παρακάλαγε να τον σκοτώσουν· ύστερα του έβγαλαν τα μάτια. Ο Σερκιέτ με τα μυαλά χυμένα έξω από το κρανίο κι οι άλλοι να κάνουν σκοποβολή στα αχαμνά του...». Το καλοκαίρι του '64 βρίσκει τον προέφηβο πρωταγωνιστή επικουρικό σε φυλάκιο. Ωστόσο επιλέγει την προφορική εξιστόρηση στρατιώτη για να αναφερθεί στις τουρκικές αεροπορικές επιθέσεις. Σ' αυτόν ανήκει η καταληκτική παράγραφος, που περιλαμβάνει νύξεις για τον ρόλο των Γεωρκάτζη και Γρίβα, καταδεικνύοντας τη διαφορετικότητα της αντίληψης των απλών πολιτών/πολεμιστών από τους πολιτικούς και εθνικούς ηγέτες.
Αυτό που εντέλει στοιχειώνει τον αναγνώστη είναι ο κοφτός και απολύτως συνεκτικός λόγος του Ζαφειρίου, που αποτυπώνει ανάγλυφα τον ζόφο της εποχής. Το αφήγημα συμπληρώνεται με επεξηγηματικά σχόλια και επίμετρο του Αλέξη Ζήρα, καθώς και με την εργοβιογραφία του συγγραφέα. Στο επίμετρο, με τίτλο «Από τη Μητέρα πατρίδα του Μ. Γκανά στους Συμμορίτες του Λ. Ζαφειρίου. Δύο παράλληλα αφηγήματα», ο μελετητής ανιχνεύει τις παράλληλες τεχνικές των δύο σχεδόν συνομήλικων ποιητών. [Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 9 Απριλίου 2010]
Sunday, April 11, 2010
Πολυβολεία ώς την άκρη της μνήμης
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment