- ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΝΤΑΙΟΥ*Η ΑΥΓΗ: 04/04/2010
- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ, Γιουχανάν, μυθιστόρημα, Εμπειρία Εκδοτική, σελ. 212
Γιουχανάν. Λέξη φτιαχτή. Την επινόησε -την έπλασε- ο Παπαχρήστος για να δώσει ήχο -και χώρο- στην ουτοπία του. Ιδιότυπος αναδιπλασιασμός -με προσθήκη του επιφωνήματος “χα”- στη λέξη Γιουνάν. Όπως μας ονομάζουν τους Έλληνες οι Ανατολίτες που έφτασαν κάποτε στη Μεσόγειο από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Γιουνάν, παραφθορά του Ίωνες. Γιου-χα-νάν. Λέξη εύηχη. Άμα κλείσεις τα μάτια και την προφέρεις συλλαβιστά, ακούς τον αντίλαλο. Που σε μεταφέρει “Στο Γιουχανάν, εκεί όπου οι άνθρωποι γίνονται πουλιά...”. “Εκεί που σταματούν οι πυροβολισμοί και οι άνθρωποι αγαπούν την ψυχρή και την αδιάφορη φύση. Και με το βλέμμα τους την αγκαλιάζουν, τη ζεσταίνουν, την ομορφαίνουν και τη γλυκαίνουν, κατοικώντας την με ανθρώπινες ιστορίες”. “Κάπου -επιμένει ο Παπαχρήστος- υπάρχει αυτός ο τόπος και το τοπίο μας περιμένει”. “Εδώ έχουν εξαφανιστεί τα πουλιά. (Γιατί) δεν μπορούν να βλέπουν τους ανθρώπους να σκοτώνονται”.
Στον δρόμο προς την Ινδία βρίσκεται η ουτοπική Νεφελοκοκκυγία του Αριστοφάνη. Μα και του Αχικάρ (Ασσύριος σοφός και αξιωματούχος, ο Αχικάριος των αρχαίων Ελλήνων), που πρέπει να τον είχε ακουστά ο Αριστοφάνης προτού γράψει τους “Όρνιθες”. Ένα ταξίδι προς τη γνώση, από τη Δύση στην Ανατολή, είναι το Γιουχανάν του Δημήτρη Παπαχρήστου. Ο Ίκαρος. Κεφαλλονίτης και παντρεμένος και πατέρας και ευκατάστατος, με ζωή που τη λέμε “άνετη”. Αλλά στην ηλικία που βλέπει στην απέναντι καρέκλα καθισμένη την αχόρταγη πλήξη. Ο Ίκαρος που ψάχνει τα καμένα φτερά της νεότητας, που συνεχώς του τα θυμίζουν οι Ριζοσπάστες πρόγονοι και οι ξεσηκωμοί -τα ρεμπελιά- των ποπολάρων. Θα ρίξει στον σάκο την “τελευταία ευκαιρία”. Θα πάρει και κάποια κλουβιά με φυλακισμένα πουλιά. Και θα σαλπάρει από το Ιόνιο -την είσοδο στην Ελλάδα από τη Δύση- προς της Ιωνίας και της Ανατολής την έξοδο. Καθώς, “τέλος δεν υπάρχει, αφού υφίσταται η αρχή. Στον κύκλο είναι το ίδιο σημείο. Αυτό που μετράει είναι η διαδρομή, το ταξίδι...”. Εν πλω θα γνωριστεί με την Πανωραία. Γυναίκα-ιδέα, έτοιμη κι αυτή από καιρό -από άλλα λιμάνια φευγάτη- ν' ανοίξει πανιά προς το δικό της Γιουχανάν. Που μπορεί να είναι το Γιουχανάν του καθενός που δεν θέλει να παραμένει υπήκοος της συνήθειας.
Ενδιάμεσος σταθμός του ταξιδιού η Ικαρία. Ιδιαίτερος τόπος. Γενέτειρα μύθων, αξόδευτης πίκρας και οικειότητας στον θάνατο. Σ' αυτήν ο Ίκαρος χρωστά τ' όνομά του - όνομα ευγνωμοσύνης. Εκεί ο Ίκαρος και η Πανωραία, στην πιο ψηλή βουνοκορφή του Αθέρα, θα ξελευτερώσουν τα πουλιά απ' τα κλουβιά, αντίς μνημόσυνο στους καμένους -νέοι οι περισσότεροι- της μεγάλης πυρκαγιάς. Συνήθειο των αρχαίων Αθηναίων, που όταν είχαν μεγάλες στεναχώριες, κατέβαιναν στην Αγορά, αγόραζαν πουλιά σε κλουβιά και τα λευτέρωναν. Κι εκεί -στην Ικαρία- θα ψάξει ο Ίκαρος τα ίχνη των τελευταίων ανταρτών και θα ανακαλύψει το κρυμμένο τετράδιο του εξόριστου πατέρα, για να συνεχίσει τη γραφή. Και από εκεί -από το τελευταίο σκαλοπάτι του Αιγαίου- ένα πέταγμα προς τη γνώση της οδύνης και την οδύνη της γνώσης. Ο φλεγόμενος -ματωμένος- κόσμος της Μέσης Ανατολής.
Ο χρόνος διαχέεται. Συστέλλεται και διαστέλλεται. Χτίζεται και κατεδαφίζεται. Ένα κράμα -ένα “αμάλγαμα”- το παρόν, το παρελθόν, και το μέλλον δυσοίωνο. Κελεμπίες και φράγκικα. Πολιτισμοί που άνθισαν και νιάτα που μαραίνονται. Τα τραγικά αδιέξοδα της υπεροχής και η εκδίκηση των απελπισμένων. Φορτηγά, μπλόκα, ευκαιριακές συναλλαγές, εφήμερα σύνορα, ελικόπτερα, βομβαρδισμοί, ανατινάξεις. Η σιωπή των ανθρώπων και οι βρυχηθμοί των όπλων. Τα σκοτάδια του φόβου και οι φονικές λάμψεις. Αδέσποτη η ελπίδα, προβάλλει τον μίσχο της από τα ερείπια και περιφέρεται από παζάρι σε παζάρι, πίνοντας τσάι σε μισοσκότεινα καφενεδάκια, μήπως και βρει το “μαγικό χαλί” που θα την πετάξει στο Γιουχανάν. Εκεί όπου οι άνθρωποι γίνονται πουλιά και λευτερώνονται.
Το Γιουχανάν του Παπαχρήστου δεν είναι ένα μυθιστόρημα που τα μέρη του -οι δράσεις του- συγκλίνουν σε αφήγηση ενιαία και αδιάσπαστη. Διασπείρεται και διασπάται συνεχώς, με τρόπο καταιγιστικό, όπως τα θραύσματα χειροβομβίδες. Δεν προφταίνεις να πάρεις ανάσα. Η γεωγραφία του δεν πατάει σε έδαφος. Είναι τη μια στιγμή και την άλλη δεν είναι. Συναρτάται μόνο με τον χρόνο και τις μεταμορφώσεις του. Εδώ ο χρόνος δεν δαμάζει, εξαγριώνει. Το εκρηκτικό παρόν είναι παντού. Το παρελθόν παραμονεύει, αλλά κρύβει τα λάθη του και δεν διδάσκει. Δεν περισσεύει χρόνος για απολογισμούς. Ο κύκλος είναι τραγικός, αλλά χωρίς προσδοκία κάθαρσης. Η τραγωδία δεν είναι “μίμησις πράξεως”, είναι ταύτιση πράξεως, ζωντανή αναπαράσταση θανάτου και αυτοσκοπός. Οι “από μηχανής θεοί” κατεβαίνουν στο προσκήνιο με ελικόπτερα, φορούν αλεξίσφαιρα γιλέκα και στήνουν πλεκτάνες. Η νέμεσις επιβραβεύει τον θύτη. Η ύβρις μένει ατιμώρητη. Ο θάνατος είναι δημόσιο θέαμα και “τουριστική ατραξιόν”. Ο Ίκαρος και η Πανωραία θα αναλωθούν, εν τέλει, στις φλόγες του σύγχρονου Αρμαγεδώνα. Καθώς το δάχτυλο της Πανωραίας πυροβολούσε τα πρόσωπα των τουριστών, που έσπευδαν από το εκδρομικό πουλμανάκι με τις φωτογραφικές τους μηχανές -ή τις κάμερες των κινητών τους- να απαθανατίσουν το στερνό τίναγμα των φτερών της προς το Γιουχανάν. Έτσι γεννιέται ο κόσμος... -γράφει κάπου ο T.S. Elliot-... όχι μ' έναν κόμπο, μα μ' έναν λυγμό.
*Ο Πέτρος Μανταίος είναι δημοσιογράφος.
No comments:
Post a Comment