Γράφει ο Χρήστος Αστερίου, ΤΑ ΝΕΑ, 27/02/2010
ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΟΙ ΕΥΠΟΡΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ
ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΤΟΥΝ ΜΕ ΤΟ ΠΑΛΙΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΤΗ ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΝΤΟ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ Ο ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΑΪΜ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ-ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα μια ομάδα νεαρών αστών που ένιωθαν να ασφυκτιούν κάτω από το βάρος των συμβάσεων και των αγκυλώσεων μιας κοινωνικής πραγματικότητας άκρατου συντηρητισμού κάνουν, χωρίς συνοχή αλλά και χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, την εμφάνισή τους στον καλλιτεχνικό χώρο της Γερμανίας με επίκεντρο τη νεότευκτη τότε μητρόπολη του Βερολίνου, το Μόναχο και τη Δρέσδη. Στον αντίποδα ενός νατουραλιστικού τρόπου θεώρησης των πραγμάτων που ήθελε τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη σε αρμονία με το εξωτερικό περιβάλλον και τη φύση, η νέα αυτή ομάδα καλλιτεχνών προπαγανδίζει ακριβώς το αντίθετο: η πραγματικότητα των πόλεων στις οποίες είναι πλέον αναγκασμένοι να ζουν δεν είναι παρά μια φρικτή πλάνη, η ίδια η πόλη ένας τόπος χωρίς αρχή και τέλος, ένα χωνευτήρι ψυχών και σωμάτων απέναντι στο οποίο ο άνθρωπος έχει να αντιπροτείνει μόνο την προσωπική επικράτεια του δικού του εσωτερικού κόσμου. Στη θέση της βουκολικής αθωότητας του 19ου αιώνα έχει εδραιωθεί για τα καλά ο μοντέρνος ζόφος, το αστικό ennui, η ανωνυμία του θα νάτου στο γκρίζο σκηνικό των μεγαλουπόλεων.
«Από τους ηλίθιους προτιμώ τους τρελούς· στους οποίους, αλίμονο, ανήκω και εγώ! Χωρίς αμφιβολία». Το μότο του Μποντλέρ που επιλέγει ο ποιητής για το ομώνυμο αφήγημα της συλλογής του δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Μποντλέρ είναι για τους εξπρεσιονιστές ένα μεγάλο πρότυπο· η λατρεία του κακού και η αισθητικοποίηση του θανάτου είναι και γι΄ αυτούς βασικό ζητούμενο. Η φιγούρα του τρελού διατρέχει τα κείμενα στοιχειώνοντας τον κόσμο τους. Ο τρελός είναι εδώ ένα είδος μοντέρνου προφήτη, φρικιαστικός στην ωμότητά του και μαζί αθώος σαν παιδί. Η τρέλα ως κατάσταση του νου και του σώματος, απότοκη της μοντέρνας συνθήκης, αποτελεί για τον Χάιμ τη νέα «αλήθεια» που οδηγεί στη λύτρωση, στην αποκάλυψη μιας άλλης δυνατότητας και εν τέλει σ΄ έναν εξυψωτικό θάνατο.
Στο αφήγημά του «Ο μανιακός» παρακολουθούμε την πορεία επιστροφής ενός βίαιου, αλλόκοτου σαλού στην παλιά του ζωή. Ο πρωταγωνιστής τού Χάιμ μοιάζει να είναι η λογοτεχνική ενσάρκωση του «Γκόλεμ», μια σκοτεινή, ογκώδης φιγούρα που ξετρυπώνει από τα χαρτονένια σκηνικά του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου, έτοιμη να στραγγαλίσει οτιδήποτε σταθεί εμπόδιο στον δρόμο της. Η κατάληξή του δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον θάνατο, που επέρχεται στο τέλος με τρόπο ιερά διονυσιακό. «Και καθώς το αίμα τιναζόταν από την πληγή, του φάνηκε σαν να βούλιαζε στον βυθό, ολοένα και πιο βαθιά, ανάλαφρος σαν πούπουλο». Αυτό που έχει να προσφέρει ο θάνατος στους νέους εξπρεσιονιστές από αισθητική άποψη είναι ένα είδος ανακούφισης, σε άμεση αντιδιαστολή προς την αόριστη, μονότονη, ασαφή ζωή της μεγαλούπολης.ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
Στην πρώιμη, σκοτεινή φάση του γερμανικού εξπρεσιονισμού η αίθουσα του νεκροτομείου γίνεται το σημαντικότερο leitmotiv ποιητών και πεζογράφων. Όπως ο Γκόντφριντ Μπεν με τη ρηξικέλευθη συλλογή του Die Μorgue (Το νεκροτομείο), έτσι και ο Χάιμ καταθέτει με το αφήγημα «Η νεκροτομή» το γοητευτικότερο, ίσως, πεζό εκείνης της περιόδου.
Χρησιμοποιώντας μια άκρως ειρωνική τεχνοτροπία ο Χάιμ παρομοιάζει το φαγωμένο από τη σήψη σώμα κάποιου νεκρού στο τραπέζι της ανατομίας με έναν «τεράστιο αστραφτερό κάλυκα άνθους», με ένα «μυστηριώδες φυτό από τα παρθένα δάση της Ινδίας». Το σώμα, ένα αντικείμενο, γίνεται έρμαιο στις ορέξεις των βαριεστημένων γιατρών που έχουν «ουλές από ξίφος» στο πρόσωπο, νύξη για την υψηλή κοινωνική θέση τους και αντίστοιχα έμμεσο πολιτικό σχόλιο για την ταξική αντιπαλότητα ζωντανών- νεκρών στις σύγχρονες μητροπόλεις του καιρού εκείνου. Σε μια μεταθανάτια φαντασία, όμως, το άψυχο σώμα επανακτά έστω και για μια στιγμή τη γήινη υπόστασή του ονειρευόμενο έναν παλιό έρωτά του, ο σβησμένος πυρσός της ζωής του αρχίζει να τρεμοπαίζει όσο τα «ατσάλινα σκαρπέλα στα χέρια των γιατρών» συνεχίζουν να κομματιάζουν τους κροτάφους του. Αυτό που καταφέρνει μαεστρικά ο Χάιμ είναι να αποφύγει κάθε υποψία νεκρολαγνείας ή φθηνού κιτρινισμού, καταθέτοντας ένα σύντομο αφήγημα υψηλής αισθητικής αξίας.Πρωτοπορία χωρίς πλουμίδια
Το εξπρεσιονιστικό κίνημα (γιατί περί αυτού πρόκειται) μορφώθηκε ως αναπόφευκτη ανάγκη στους κόλπους της γερμανικής τέχνης, αρχικά στον εικαστικό χώρο με την ομάδα «Ντι Μπρίκε», για να περάσει σχεδόν αμέσως σαν πυρκαγιά που εξαπλώνεται και στο πεδίο της λογοτεχνίας, στην ποίηση κυρίως και στο θέατρο, αλλά έχοντας να επιδείξει κάποια ενδιαφέροντα αποτελέσματα και στην πεζογραφία.
Η συλλογή αφηγημάτων του Χάιμ είναι ένα από τα σημαντικότερα δείγματα ατόφιας εξπρεσιονιστικής πρόζας. Ο Κλέφτης και άλλα αφηγήματα του πρόωρα χαμένου Γκέοργκ Χάιμ αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη του εξπρεσιονισμού, καθώς αποτελεί έργοορόσημο που συγκεντρώνει προγραμματικά όλα τα χαρακτηριστικά εκείνα που σημάδεψαν το κίνημα. Διαβάζουμε εδώ σύντομα αφηγήματα αποκαθαρμένα από κάθε γλωσσικό πλουμίδι, ζυμωμένα με το αφιόνι της εξπρεσιονιστικής πένας που ζητάει να προβοκάρει τον αναγνώστη, να τον αρπάξει από την ηλίθια μακαριότητα της μονότονης ζωής του και να τον προσγειώσει με πάταγο στα πεδία μιας αδιανόητης μανίας, μιας Αποκάλυψης κι ενός θριαμβικού θανάτου.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει τέλος στη μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη που διατήρησε σε μεγάλο ποσοστό τη θερμοκρασία του πρωτοτύπου.
Wednesday, March 3, 2010
Θάνατος, τρέλα, μανία
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment